Παλιά καταστήματα της Γουμένισσας (μέρος τέταρτο)
Για τη νεολαία …και όχι μόνο
Άλλη μια γωνία της προπολεμικής Γουμένισσας. Μάρτυρας η φωτογραφία της εποχής. Τακτοποιημένο ισόγειο κατάστημα με περίβολο, ωραία κεραμοσκεπή, καλή εσωτερική και εξωτερική διαρρύθμιση. Πελάτες, άνδρες όλων των ηλικιών και αμφιέσεων, παραδοσιακών και νέων, με τραγιάσκες, ασκεπείς, άλλοι με καβουράκια.
Όλων των ιδιοτήτων, ξωμάχοι, επαγγελματίες, γαλονάδες, γραφιάδες, δάσκαλοι με εφημερίδες και φιλοθεάμον κοινόν που έξω από την περίφραξη παρακολουθούσε, κοινώς χάζευε, όσους σταυροπόδι ή μη, απολάμβαναν τον καφέ, τον ζύθο, το ουζάκι, το αναψυκτικό τους! Δύσκολα χρόνια με όμορφες στιγμές. Περί της προσελεύσεως των γυναικών, μάλλον ίσχυε κατά τα ήθη της εποχής το άβατον. Εξάλλου φαίνεται στην φωτογραφία. Ζευγάρια ανδρών χόρευαν ταγκό!
Ήταν το κατάστημα του Αθανασίου Παπαστεργίου, εκείνου που λέγαμε σε άλλο σημείωμα, πως τη δεκαετία του 1920 είχε λειτουργήσει στην κωμόπολη σχολή χορού. Μοναδικός για αυτή τη δουλειά. Ευκινησία, ευγλωττία, επαγγελματισμός τα χαρακτηριστικά του, επιπλέον λόγιος και μουσικός. Μουσική με πεντάγραμμα και νότες που πολλές φορές ο ίδιος κατέγραφε, τον καιρό εκείνον! Το κατάστημα είχε την επιγραφή:
ΚΑΦΕΠΟΤΟΠΩΛΕΙΟΝ “Η ΝΕΟΛΑΙΑ” Α.ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
Με ούτι και φακιρικά
Στην πλατεία 23ης Οκτωβρίου γωνία με την Ίωνος Δραγούμη ήταν το καφενείο του Γεωργίου Πέικου. Στεγάζονταν σε οίκημα, παλιό κληροδότημα της οικογένειας Σαμαρά προς την τοπική Εκκλησία. Σήμερα στη θέση του είναι το εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης και νέα οικοδομή. Πολύ παλιά στην ίδια θέση υπήρχε χάνι που στα χρόνια του εξυπηρετούσε εμπόρους, βιοτέχνες, πελάτες της τοπικής λαϊκής αγοράς και των κρατικών υπηρεσιών που έδρευαν στον τόπο. Το καφενείο ήταν όμορφη γωνιά με πολλούς θαμώνες μεγάλης συνήθως ηλικίας των βορειοδυτικών συνοικιών της Γουμένισσας και τα Σάββατα των χωριών του Πάικου. Η κασκέτα κυριαρχούσε και κάπου – κάπου πελάτης ασκεπής, “φραγκεμένος”. Οι άνδρες, όπως και οι περισσότερες γυναίκες, ήδη είχαν πετάξει την τοπική παραδοσιακή ενδυμασία την λεγόμενη “α λά τούρκα” και είχαν περάσει στη νέα, την ευρωπαϊκή, στην “α λα φράγκα”. Και ο καφετζής αεικίνητος. Να φροντίζει το μαγαζί και να τρέχει με το δίσκο τους καφέδες σε πελάτες εντός και εκτός καφενείου.
Θαμώνας σταθερός ο μπαρμπα – Γιάννης με το μεγάλο ανατολίτικο ούτι του. Συχνά – πυκνά ήταν αιτία τρικούβερτων γλεντιών. Έπαιζε το όργανο, τραγουδούσε, αμίμητα τα τσαλίμια και τα φακιρικά του! Φέσι στο κεφάλι, από το οποίο κανείς δεν ήξερε τι μπορούσε να ξεπροβάλει, αναστροφή της γλώσσας με το τσιγάρο μέσα στο στόμα κάνοντας καμινάδα τα ρουθούνια. Έβγαζε το ρολόι τσέπης από απίθανα σημεία και πολλά άλλα….. Μπορούσε να αδιαφορήσει κανείς; Πλήθος οι θαυμαστές! Τις περισσότερες φορές φτώχεια και καλοπέραση.
Η γκάιντα έσπαζε τη μονοτονία
Παρακάτω, το καφενείο του Τερζή απλόχωρο με τα καφασωτά πορτοπαράθυρα. Θαμώνες άνδρες από τις μετόπισθεν του μαγαζιού γειτονιές. Ο κυρ Βαγγέλης το κρατούσε έχοντας πελατεία συναγμένη τον χειμώνα γύρω από την ξυλόσομπα και τα καλοκαίρια παραταγμένη στο στενό πεζοδρόμιο. Η εικόνα του καταστήματος έμεινε αποτυπωμένη σε προσωπική μου φωτογραφία, γιατί με έστησαν μικρούλη στην πόρτα να με αποθανατίσουν.
Όλα τα μαγαζιά είχαν την επωνυμία τους. Την αναγεγραμμένη επί της πινακίδας ή την ανεπίσημη σχετική με το όνομα ή το παρατσούκλι του ιδιοκτήτη, τη θέση του κτίσματος στον οικιστικό ιστό και άλλα συναφή. Το περί ου ο λόγος έμεινε γνωστό ως το καφενείο “του Τερζή”. Τη συνήθη ήρεμη ατμόσφαιρά του αναστάτωνε η γκάιντα συγγενούς του ιδιοκτήτη. Σκορπούσε κέφι προκαλώντας διάθεση για χορό με μακεδονίτικους σκοπούς. Ήταν το μουσικό παραδοσιακό όργανο που εξέλειπε από τον τόπο μας.
“…. Αλέκτωρ και ωά …”
Ακριβώς απέναντι το καφενείο Ηλία Σαμαρά. Ευγενέστατος και διακριτικότατος ο ιδιοκτήτης είχε χαρακτηριστικό του την άψογη φροντίδα. Στο μέσον του μαγαζιού, όπου ο ίδιος κάθονταν σε ώρες ανάπαυσης ή και οικογενειακού γεύματος, γιατί πάνω και δίπλα από το μαγαζί ήταν η κατοικία της πολυμελούς οικογένειάς του και το ξενοδοχείο “Η ΟΜΟΝΟΙΑ”. Οι πελάτες εύρισκαν στον χώρο του καφενείου τα βασικά και απαραίτητα: Καφέ, κανένα γεύμα κλπ. Η φροντίδα ήταν δύσκολη, όταν έρχονταν σε ώρες περασμένες. Το μαγαζί είχε κλείσει, γεύμα δεν υπήρχε, ωστόσο επέμεναν: “Μα δεν έχει κάτι να τσιμπήσουμε;”
Ένας τέτοιος πελάτης φάνηκε κάποτε και επέμενε. Ο καταστηματάρχης με ό,τι τέλος πάντων υπήρχε, ετοίμασε το πιάτο. Μια ντομάτα, μια φτερούγα που είχε περισσέψει από το μεσημεριανό της οικογένειας, ένα αβγό και λίγο ψωμί. “ Όλα καλά”, είπε ο επισκέπτης. Απόφαγε και ζήτησε τον λογαριασμό. Όταν του δόθηκε γραπτά, στραβομουτσούνιασε λέγοντας, “…..μα τόσο ακριβά;”. Ο Κυρ-Ηλίας ετοιμόλογος, άριστος γνώστης της παλαιάς και νέας ελληνικής του απάντησε ορθά- κοφτά: “Ο τρώγων αλέκτωρ και ωά πληρώνει ακριβά!”.
Η νέα άλλη κατάσταση …
Μεταπολεμικά ένα κατάστημα της Γουμένισσας έκανε τη μεγάλη αλλαγή. Έφερε αέρα κοσμοπολίτικο στην οργάνωση και την εξυπηρέτηση. Αίθουσα ευρύχωρη, τραπέζια σύγχρονα, ποτά διάφορα, μεζέδες εκλεκτοί, γλυκά του ιδίου με μυστικά που τα έκαναν ξέχωρα. Διοργάνωση χορών και εκδηλώσεων τις μεγάλες γιορτές.
“Που θα πάτε; Που θα βγείτε;” ερώτηση μεταξύ ομοχώριων: “Στου Δελιούση!”, έλεγαν με καμάρι. Και εκείνοι που η οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση δεν τους έδινε τη δυνατότητα για τέτοιου είδους πολυτέλειες, έλεγαν στις παραπονιάρες γυναίκες τους: “… και που θέλεις να πάμε, στου Δελιούση!”. Έτσι καθιερώθηκε το όνομα και δέσποσε για δεκαετίες στο είδος του. Οι θαμώνες δεν ήταν με τραγιάσκες και χειροποίητα ρούχα. Σύγχρονοι νέοι και νέες, δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί , αστυνομικοί και πετυχημένοι επαγγελματίες. Μοντέρνες αμφιέσεις, χόρευαν και ευρωπαϊκούς χορούς με ζωντανή μουσική!
Ο Χρήστος Δελιούσης είχε πετύχει να συγκεντρώσει στο επί της Ίωνος Δραγούμη κατάστημά του όσους προαναφέρθηκαν. Εξυπηρετικός με το χαμόγελο, τη λευκή ποδιά και το ποδήλατό του, αθόρυβα προνοούσε για τις παρέες και τι θα διοργάνωνε στο μαγαζί τους χειμώνες και στην αυλή με την πίστα τα καλοκαίρια, στα μετόπισθεν του κτίσματος. Είχε πάντα επιτυχίες!
Σε παρέα νεαρών κοριτσιών είπε η τολμηρότερη ένα Κυριακάτικο απογευματινό: “Θα πάμε στο Δελιούση, θα κεραστούμε από τις ωραίες του πάστες!”. “Μα τι λες”, είπαν οι άλλες, “καλά θα ήταν αλλά …. ντρεπόμαστε, δεν έχουμε και χρήματα!”. “Θα πάμε…”, επέμενε η αρχηγός. Παρά τους δισταγμούς και τα καμώματα το επιχείρησαν. Κάθισαν σε κεντρικό τραπέζι και η παραγγελιά έγινε. Απόλαυσαν το γλυκό, περνούσε η ώρα, ξεθάρρεψαν, φούντωσε η συζήτηση και προσέλκυσαν την προσοχή των υπολοίπων.
Παρακείμενη παρέα νέων πλήρωσε τον λογαριασμό αθόρυβα και όταν αυτές θέλησαν να αποχωρήσουν, όλα τακτοποιημένα, ενημέρωσε ο καταστηματάρχης. Ήταν από τα πρώτα ξεθαρρέματα των κοριτσιών της μικρής μας πόλης. Να βγαίνουν σε ζαχαροπλαστεία και κέντρα.