Τω καιρώ εκείνω ήταν τα ευλογημένα Χριστούγεννα
Σ’ ένα θαυμάσιο τροπάριο του Όρθρου της 23ης Δεκεμβρίου ψάλλει η Εκκλησία μας: «Ως βρέφος με βλέπουνε ταις σαις επαναπαυόμενον Μήτερ αγκάλαις ευφράνθητι ήλθεν γαρ τον πόνο όλον αφερέσθαι, τον Αδάμ ον έπαθε, κακίστη συμβουλία του όφεως, ξύλου γευσάμενος, και τρυφής έξω γενόμενος Παραδείσου, και καταφθειρόμενος».
Έγινε παιδίον νέον ο προαιώνων Θεός, αναπαύθηκε στην αγκαλιά της Θεοτόκου, για να πάρει αυτός αγκαλιά τον Αδάμ, τον άνθρωπο που πάσχει, που υποφέρει, που γογγύζει κατά του Θεού, γιατί δεν αντιλαμβάνεται, δεν νιώθει την πατρική παρουσία του. Οι παλιοί λογοτέχνες μας, που δεν ντρέπονταν να γράψουν ή να υμνήσουν τον Χριστό, σαν τους πολύξερους τους σημερινούς, πίστευαν σ’ αυτή τη θεϊκή αρωγή. Γράφει ο Σολωμός σ’ ένα ποίημα του: «Μη φοβηθείς νασ’ έρημος/Ιδού, ο Χριστός, που γέρνοντας/Στου πόνου το κρεβάτι/Σου σιάζει το προσκέφαλο/Και σε παρηγορά».
Στο «Γεροντικό», βιβλίο θαυμαστό με διηγήσεις αγίων μοναχών διαβάζουμε: «Αποφάσισε κάποιος να γίνει μοναχός και παρακάλεσε τον Κύριο να του συμπαραστέκεται στον αγώνα που θα αναλάμβανε και να τον ενισχύει στις στιγμές των πειρασμών. Και έλαβε όντως τέτοια υπόσχεση από το Θεό. Αγωνίστηκε θεαρέστως σ’ όλη του τη ζωή ο Ερημίτης. Όταν έφτασε στα τέλη του και αναλογίσθηκε όλη τη ζωή του είδε, ως όραμα, πάνω σε άμμο τα βήματα δύο ανθρώπων και κατάλαβε ότι ήταν τα δικά του και τα βήματα του Χριστού. Από αυτό συμπέρανε ότι πράγματι ο Χριστός τον ακολουθούσε πάντοτε, όπως του υποσχέθηκε.
Παρατήρησε όμως ότι σε μερικά σημεία υπήρχαν βήματα ενός μόνο ανθρώπου και μάλιστα αυτό γινόταν κατά τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του, όταν οι θλίψεις και οι πειρασμοί τον πολεμούσαν με σφοδρότητα. Είπε τότε προς τον Χριστό: «Εσύ Κύριε μού υποσχέθηκες ότι πάντοτε θα μου συμπαραστέκεσαι και τώρα βλέπω πως στις δύσκολες περιστάσεις ήμουν μόνος. Και τότε του λέγει ο Χριστός: «Δεν ήσουν μόνος, γιατί τότε σε κρατούσα αγκαλιά…».
«Χριστός γεννάται-χαρά στον κόσμο». Αυτή την χαρά μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως θεολογική χαρά, γιατί πηγάζει από την πίστη και ορθόδοξη θεολογία μας.
Αυτή την χαρά ένιωσε η Παναγία μας γενήσασσα τον Χριστό. Οι εξ Ανατολών μάγοι «εχάρησαν χαράν μεγάλην» βλέποντας τον αστέρα να τους οδηγεί στον τεχθέντα Βασιλέα. Χαρά ένιωσαν και οι ποιμένες, την ίδια χαρά ένιωθε και ο λαός μας, φαίνεται αυτό από τα κάλαντα, που ανήκουν κι αυτά στα δημοτικά του τραγούδια.
Στα τραγούδια αυτά αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος, ξεκάθαρος δηλαδή, ο εθνικός μας χαρακτήρας. Απλοί, φτωχοί άνθρωποι, οι παλιοί. Είχανε όμως χαρά γιά τα Χριστούγεννα. Η σημασία της γιορτής φαίνεται κι από το γεγονός πως ολόκληρος ο μήνας λεγόταν Χριστουγενάρης ή Χριστογεννάς στον Πόντο, Χριστουγεννιάτης και Χριστουγεννίτης στην Λέσβο, στη Χαλκιδική, στη Θράκη. Και νήστευαν παλιά οι άνθρωποι. Εξαίρεση αποτελούσαν αυτοί που δεν νήστευαν, τώρα σπανίζουν αυτοί που νηστεύουν.
Γράφει ο Κόντογλου σ’ ένα κείμενό του γιά το πώς γιόρταζαν παλιά τα Χριστούγεννα οι άνθρωποι: «Στους μαχαλάδες γύριζαν τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήταν ανοικτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδέχονταν τους ψαλτάδες και εκείνοι αρχίζανε καλόφωνοι: Καλήν εσπέραν άρχοντες/αν είναι ορισμός σας/Χριστού τη θείαν γέννησιν/να πω στ’ αρχοντικό σας.
Κι αφού ιστορούσαν όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τελειώνανε με τούτα τα λόγια: «Ιδού όπου σας είπαμεν/όλην την ιστορία/του Ιησού μας του Χριστού/γέννησιν την αγίαν. Και σας καλονυκτίζομεν,/πέσετε κοιμηθείτε/ολίγον ύπνον πάρετε/και πάλι σηκωθείτε. Και βάλετε τα ρούχα σας,/εύμορφα ενδυθείτε/στην εκκλησίαν τρέξατε,/με προθυμία μπείτε./Ν’ ακούσετε με προσοχήν/όλην την ψαλμωδίαν/και με πολλήν ευλάβειαν/την θείαν λειτουργίαν./Και πάλιν σαν γυρίσετε/ εις το αρχοντικό σας/ευθύς τραπέζει στρώσετε,/βάλτε το φαγητό σας/και τον σταυρόν σας κάμετε,/γευθείτε, ευφρανθείτε,/δότε και κανενός πτωχού,/όστις να υστερείται./Δότε κι εμάς τον κόπον μας,/ό,τι είν’ ορισμός σας/και ο Χριστός μας πάντοτε/ας είναι βοηθός σας».
Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίναν με πιό μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιώ-λογιώ γλυκά, που δεν τα έτρωγαν, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μάζευαν μέσα σε μία καλαθιέρα.
Όλα γινότανε όπως το’ λεγε το τραγούδι. Πέφτανε στα ζεστά τους και έπαιρναν ένα ύπνο, ως που άρχιζαν και χτυπούσανε οι καμπάνες. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες της ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους, και πήγαιναν στην εκκλησιά.
Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσαν από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοικτές και φεγγοβουλούσανε. Και τρώγανε πλουσιοπάροχα όλοι, φτωχοί και πλούσιοι. Και αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψάλνανε το «Χριστός γεννάται δοξάσατε, «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει», «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». Αφού ευφραινότανε απ’ όλα, πλαγιάζανε ξένοιαστοι σαν τα αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας». Αυτά το καιρώ εκείνω. Τα ευλογημένα εκείνα χρόνια.