«ΗΛΙΑ, ΡΙΧ’ΤΟ»
Υπάρχουν εξαιρετικές κινηματογραφικές ταινίες που γυρίστηκαν στην περιοχή του Κιλκίς όπως ο «Μελισσοκόμος» (1986) του Θόδωρου Αγγελόπουλου ή «Το εργοστάσιο» (1981) του Τάσου Ψαρά, που βασίσθηκε στο μυθιστόρημα «Ο χρυσός νοικοκύρης» του μεγάλου μας συγγραφέα Λάζαρου Παυλίδη. Υπάρχει όμως και μια που κατά την ταπεινή μου άποψη, τις ξεπερνά όλες και δεν είναι άλλη από την τρίτη ιστορία της αριστουργηματικής σπονδυλωτής ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος» (1998). Το ΒΙΕΤΝΑΜ, όπως είναι ο τίτλος του, πραγματεύεται την κατεδάφιση ενός σκυλάδικου του Κιλκίς από έναν νταλκαδιασμένο στο έπακρον βιοτέχνη επίπλων, τον κύριο Μάκη Τσετσένογλου, που υποδύεται έξοχα ο Γιώργος Αρμένης.
Ο κύριος Μάκης, πληρώνει τα επίχειρα της άστατης ερωτικής ζωής του καθώς τον εγκαταλείπει η σύζυγος του Τασούλα φεύγοντας αγκαζέ μ’ έναν πλασιέ. Συντετριμμένος ο εγκαταλειφθείς σύζυγος, μόνος σαν καλαμιά στον κάμπο, αναζητεί παραμυθία στον οικείο χώρο του σκυλάδικου, του οποίου είναι ο πλέον διακεκριμένος πελάτης.
Στο «πέναλτι» – πού αλλού εκτός από το «πρώτο τραπέζι πίστα» θα καθόταν ένας τέτοιος πελάτης;- ο κύριος Μάκης σαν βαρυπενθούσα χήρα, κάτωχρος σαν το κερί, μ’ ένα τσιγάρο συνεχώς αναμμένο στα πικραμένα χείλη του, μοιάζει να νοιώθει μέχρι τα βάθη της ψυχής τους στίχους των καψουροτράγουδων: «Δε σταματάει δε σταματάει για σένα η καρδιά μου να χτυπάει», «Ισόβια μαζί σου ισόβια και δε φοβάμαι τα εμπόδια», «Εσύ που ήσουνα ολόκληρη η ζωή μου, έγινες τώρα η καταστροφή μου». Οι ελαφρά ενδεδυμένες κονσοματρίς με τα έντονα βαμμένα χείλη και το οξυζενέ μαλλί, που συνωθούνται γύρω του σαν τις μέλισσες στο μέλι, καπνίζουν αισθαντικά σαν τη Ρίτα Χέιγουορθ στη «Τζίλντα» ξεφυσώντας επιδεικτικά τον καπνό, τον κοιτάζουν ηδυπαθώς και τον θωπεύουν διακριτικά, σχολιάζοντας μεταξύ τους χαμηλόφωνα: «Είναι ματσό ο καμπαρτινάτος ή πούλησε κανένα χωραφάκι και ήρθε να κάνει τον έτσι για να βγάλει απωθημένα;» Με τις γκρίζες τολύπες του καπνού ανακατεύονται και οι πονεμένοι στίχοι που ακούγονται από την πίστα: «Σαν τσιγάρο αναμμένο καίγομαι κι αν δεν έρθεις δε γιατρεύομαι». Ακούγοντας τα άσματα των καλλίγραμμων αοιδών – «κι από φωνή κορμάρες» που λένε – τρέχει ο λογισμός του κυρίου Μάκη στην Τασούλα, τρέχει κι ο λογαριασμός. Και η «ζημιά» όσο πάει και μεγαλώνει: Φιάλες με σαμπάνιες β’ διαλογής περιμετρικά της πίστας, βροχή από γαρύφαλλα αφού η παραγγελία του είναι «λουλούδια στο φουλ», στοίβες ολόκληρες από σπασμένα με σφυράκι γύψινα πιάτα.
Όταν τελειώνουν τα πιάτα – γιατί όλα τα πράγματα πλην της βλακείας κάποτε τελειώνουν – ακολουθεί η καθαίρεση των πλακιδίων επίστρωσης και των ειδών υγιεινής. Η ρητή εντολή του κυρίου Μάκη είναι να αποξηλωθούν πλακάκια τουαλέτας, λεκάνες, νεροχύτες, μπιντέδες, επιτοίχια καζανάκια, λαβομάνοι, ό,τι τέλος πάντων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σπάσιμο. Κι αφού δεν έχει μείνει τίποτε άλλο για να θραυσθεί ο βιοτέχνης αποφασίζει να «σπάσει» και το μαγαζί, η αξία του οποίου εκτιμάται χονδρικά στα 20-25 εκατομμύρια αλλά ο «άρχοντας» Μάκης προθυμοποιείται να καταβάλλει 30. Μετά την υπογραφή της επιταγής το παλιό αφεντικό καλεί χειριστή σκαπτικού μηχανήματος για να ξεκινήσει χωρίς χρονοτριβή η κατεδάφιση. Άμα τη αφίξει του φορτωτή ο βιοτέχνης δίνει εντολή στην ορχήστρα, που έχει μεταφερθεί στην ύπαιθρο, να αρχίζει να παίζει και η Μαίρη Μαράντη αποδίδει τους κατάλληλους για την περίσταση στίχους:
«Θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα
να τα γκρεμίσω αυτά που μ’ έχουνε μπερδέψει μια ζωή
Θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα
να τα γκρεμίσω όλα αυτά που μ’ έχουν σημαδέψει τη ζωή».
Το γκραν φινάλε έρχεται με το σύνθημα στο χειριστή του φορτωτή: «Ρίχτο Ηλία. Ηλία ρίχτο!». Υπάρχει, μάλιστα, πρόνοια και για μελλοντική κατεδάφιση όταν ο ιδιοκτήτης του κατεδαφισθέντος πλέον σκυλάδικου σκύβει στο αυτί του κυρίου Μάκη και του ψιθυρίζει εμφατικά:
«Και το καινούργιο δικό σου μεγάλε!».
«Να ‘χουμε να γκρεμίζουμε», απαντά εξίσου εμφατικά εκείνος και περιλούζει με ουίσκι την αγαπημένη του καμπαρτίνα που δεν αποχωριζόταν ποτέ, την πυρπολεί με το ζίπο του σε μια συμβολική κίνηση απεξάρτησης του από το παρελθόν και κατευθύνεται προς τα χωράφια.
Τα πραγματικά περιστατικά από το γύρισμα της ταινίας είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Τα γυρίσματα στον εσωτερικό χώρο έγιναν στο γνωστό σκυλάδικο της Θεσσαλονίκης «Ζυγός» επί της Λαγκαδά ενώ το κτίσμα, το ΒΙΕΤΝΑΜ, κτίστηκε πρόχειρα με τούβλα στο Χωρύγι μόνο με εξωτερικά επιχρίσματα, πορτοκαλί χρωματισμό, μια φωτεινή επιγραφή με κόκκινα γράμματα στην όψη και μια δίφυλλη πύλη εισόδου. Το Χωρύγι επιλέχθηκε ως τοποθεσία εξαιτίας της εξαιρετικής εικόνας που παρουσιάζει το χάραμα, που μπροστά του τύφλα να ‘χει το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης.
Για την ανέγερση και άμεση κατεδάφιση προέκυψε ένα σοβαρό πρόβλημα, καθώς δεν προβλεπόταν κάτι σχετικό στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Ο βοηθός σκηνοθέτη με την τραγουδίστρια Μαίρη Μαράντη επισκέφθηκαν τον τότε Διευθυντή της Πολεοδομίας Κιλκίς Φώτη Μισσόπουλο για τη σχετική άδεια. Άδεια δεν μπορούσε να εκδοθεί αλλά ο Μισσόπουλος, που έβρισκε πάντα λύσεις ακόμη και για τις πιο δύσκολες περιπτώσεις, βρήκε ως λύση την κατάθεση εγγυητικής επιστολής ισόποσης με το πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου, όπερ και εγένετο.
Τα γυρίσματα στο Χωρύγι κράτησαν μια εβδομάδα με τον Αρμένη σε υποχρεωτική κατάσταση μέθης για να μπει στο «πετσί» του ρόλου ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να καπνίζει αρειμανίως χωρίς να είναι καπνιστής. Τα γυρίσματα πέραν του πολυπληθούς συνεργείου των 50 και πλέον ατόμων παρακολουθούσαν και διάφοροι ξενύχτηδες παρακινημένοι από το αεροπανό που είχε αναρτηθεί επί της επαρχιακής οδού και έγραφε «Προσεχώς Βουλγάρες». Ο οδηγός του φορτωτή, ο Ηλίας στην ταινία, ήταν ο Νάκης Θεοδωρίδης στον οποίο ο Βούλγαρης είχε επισημάνει ότι η κατεδάφιση έπρεπε να είναι πετυχημένη με την πρώτη φορά γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα επανάληψής της, όπως στις πρόβες.
Τελειώνοντας, οφείλω να σημειώσω ότι η ταινία είναι σχεδόν αψεγάδιαστη έχοντας μια μόνο αστοχία στο σενάριο του Σκαμπαρδώνη, στη φράση όπου εξηγούνται οι λόγοι φυγής της Τασούλας, της συζύγου του κυρίου Μάκη: «Τον βαρέθηκε η γυναίκα του και αυτόν και το Κιλκίς». Εντάξει το να βαρεθείς το σύζυγο μετά από τόσα χρόνια έγγαμου βίου και να τον εγκαταλείψεις εξαιτίας των μοιχικών του πράξεων το βρίσκω απολύτως λογικό. Το να βαρεθείς το Κιλκίς, την ωραιότερη πόλη των Βαλκανίων, πώς είναι δυνατόν να συμβεί;;;
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station