Ισλάμ και Δύση: οι δύο σκοτεινές και ζοφώδεις συννεφίες
«Λόγιασαι πως ευρισκόμεθα ημείς οι της ανατολικής εκκλησίας ορθόδοξοι, ωσάν να ήμεθα εις δύο μεγάλας συννεφίας και από το μέρος της μεσημβρίας και της ανατολής να είναι ένα μεγάλον σύννεφον, μαύρον και σκοτεινόν, ωσάν το ψηλαφητόν σκότος της Αιγύπτου, η παντελής ασέβεια του Μωάμεθ, όπου περιέλαβε και εσκέπασε σχεδόν τα τρία μέρη της γης και τα εζόφωσε τελείως με την εσχάτην ασέβειαν».
(Κων. Κούρκουλα, «Λεύκωμα των Δασκάλων του Γένους», Αθήνα 1971, σελ. 33).
Είναι λόγια του αγίου Δασκάλου του Γένους Αναστασίου Γορδίου (1654-1729). Ας παραθέσουμε όμως και την συνέχεια του κειμένου την αναφορά του αγίου στην «άλλην ζοφεράν συννεφίαν», της Δύσεως αυτή τη φορά.
«Από δε το μέρος της Δύσεως να είναι άλλο σύννεφον μεγάλον, να φθάνη έως εις αυτόν τον αιθέρα εις το ύψος και εις το πλάτος, να σκεπάζη όλην την Δύσιν και το ήμισυ, του βορείου κλίματος, σκοτεινόν και αυτό και ζοφώδες, έχον μέντοι ολίγην διαύγειαν, πάνυ ομιχλώδη, πολύ το πλάνον εμφερομένην. Αύτη εστίν η των λατίνων δοκούσα και ονομαζομένη χριστιανοσύνη εμπεπλησμένη (=γεμάτη) δε ούσα πάσης αιρέσεως και καινοτομίας και σμίγμα πασών των πάλαι αιρέσεων…
Πήγαινε εις την Ανατολήν και να ιδής ότι δεν θέλεις εύρει να ονομάζεται Χριστός, οπού είναι ο νοητός της δικαιοσύνης ήλιος, αλλ’ ο Μωάμεθ οπού είναι υιός του αντιθέου σκότους ο οποίος εδίωξεν από εκεί τον Χριστόν, ομού με την εκκλησίαν του, και έμεινε η ανατολή όλως διόλου σκότος ζοφερόν και ενάδιον (=εν+άδης).
Ύπαγε εις τα μέρη της Δύσεως και δεν θέλεις εύρει και εκεί τον Χριστόν, διότι τον εδίωξεν ο Πάπας. Και λόγω μεν λέγουν οι λατίνοι πως πιστεύουν τον Χριστόν, έργω δε πιστεύουν και τιμούν τον πάπα τους υπέρ τον Χριστόν και δεν κάμνουν κανένα από εκείνα, οπού λέγει ο Χριστός, αλλ’ όλως διόλου», (σ.σ. «όλως διαόλου» έλεγε ο Μακρυγιάννης με την αγράμματη ευθυβολία του)-«εκείνα οπού ενομοθέτησεν ο πάπας. Και ο Χριστός εις τοιούτους προσκυνητάς δεν αναπαύεται…».
Έτσι ομιλούν οι άγιοι και οι ομολογητές της πίστεως. Χωρίς αβροφροσύνες και ψευδοαγάπες στους «αδελφούς» τους, τους «πεφιλημένους» αιρεσιάρχες. Την ίδια αφτιασίδωτη και χωρίς «γλυκατζούρες» και εμετώδη καρυκεύματα, γλώσσα, χρησιμοποιούσαν και για το «ζοφερόν και ενάδιον» Ισλάμ. Ούτε μετριοπαθές, υπομετριοπαθές και λοιπές πονηρολογίες χρησιμοποιούν, για να καλύψουν τον φόβο και την δουλοπρέπειά τους.
«Όστις δε ετέρους δέδοικεν δούλος ων λέληθεν», όποιος φοβάται τους άλλους, καταντά «ανεπαισθήτως»-του γίνεται συνήθεια- δούλος τους, επιμαρτυρεί και ο προγονικός λόγος, διά στόματος Αντισθένους.
Ζούμε την απόλυτη παράνοια.
Η δυτική «ζοφώδης συννεφία», τα υπερφίαλα παπικά και προτεσταντικά κατακάθια, χρησιμοποιώντας, το κρατίδιο γελωτοποιών, τα Σκόπια, στήνουν τείχος, για να εγκλωβίσουν τους μουσουλμάνους στην πατρίδα μας.
Στην ανατολή, η άλλη ζοφερά συννεφία, το κράτος-συμμορία, εκβιάζει, απειλεί, δολοφονεί, για να κερδίσει… τι άλλο; Άσπρα, πουγκιά ευρωπαϊκά.
Ας το καταλάβουμε: είμαστε σε κατάσταση πολιορκίας.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, Βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου! / Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι».
Και πάλι το Μεσολόγγι χτυπιέται. Ο χρεοκοπημένος πνευματικά νους των Φράγκων και τα βόλια της λυσσασμένης Τουρκιάς, βαρούν το ένδοξο – πάλαι ποτέ – καλυβάκι.
Ποιά είναι η λύση. Η έξοδος από την Ευρώπη.
«Φεύγετε όσον δύνασθε την Ευρώπην. Και ακόμη και εκείνους οπού έρχονται από την Ευρώπην. Ότι οι λόγοι τους ρέουσι από τα χείλη τους γλυκύτεροι από το μέλι. Μα αλοίμονον, αυτοί απαραλλάκτως είναι εκείνοι διά τους οποίους ο προφήτης λέγει τάδε: ότι ουκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια, η καρδία αυτών ματαία.
Εγώ κατά αλήθειαν φρίττω και αμηχανώ, όταν από το ένα μέρος στοχάζομαι την σημερινήν κατάστασιν της Ευρώπης, και από το άλλο μέρος βλέπω τούτους τους ημετέρους, οπού έτσι ακρατώς φέρονται εις την απόλαυσιν των δήθεν καλών αυτής. Οι μεν γαρ εμπορίας χάριν, οι δε φιλοσοφίας, εκεί τρέχουσι. Φρίττω λέγω και απορώ». (άγιος Αθανάσιος ο Πάριος).
(π. Γεωργίου Μεταλληνού, «Τουρκοκρατία», σελ. 246, εκδ. «Ακρίτας»).
Φτάνει πια με τις τσιρίδες των δειλών Γραικύλων. Ας ακούσουμε τι μας λένε οι άγιοι και οι δάσκαλοι του Γένους. Το ημέτερο πνευματικό κηφηναριό, προδίδει καθημερινώς την πατρίδα. Οι κομματικές μετριότητες δεν μπορούν να βαστάξουν το βάρος του Ελληνισμού. Είναι νάνοι με πήλινα πόδια. Και οι δύο ζοφερές συννεφίες, Δύσης και Ανατολής, γνωρίζουν ότι απευθύνονται σε τετρομαγμένες ασημαντότητες. Γι’ αυτό μας ποδοπατούν. «Η πολυτέλεια και η διαφθορά τους… παύουν το αίσθημα του πατριωτισμού και τον υπέρ του κοινού συμφέροντος ζήλον και φέρουν αναποφεύκτως …την ιδιοτέλειαν και (καθιστούν τους πολιτικούς) επιρρεπείς εις τας κοινάς προδοσίας». (Κ. Φλαμιάτος).
(«Η προδομένη παράδοση», σελ. 15, εκδ. «Τήνος»).
Αλλά και εμείς, ο λαός, σαπίσαμε πάνω στο κλαδί που καθόμαστε και το ροκανίζουμε. Όταν πέσει θα γκρεμιστούμε όλοι μας.
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από μία επιστολή του Μακρυγιάννη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φίλος του Νόμου» στις 20 Απριλίου 1844, πριν από 172 χρόνια ακριβώς. (Δεν είναι στην γλώσσα του, αλλά την υπαγόρευσε σε καλαμαρά, γραμματικό).
Το παραθέτω:
«Όταν τα έθνη δοξάζωσι τον Θεόν, σέβωνται την θρησκείαν των και αγαπώσι την πατρίδα των, τότε και ο Θεός λαμπρύνει αυτά και τα αποκαθιστά ευτυχή. Όταν εξεναντίας λησμονώσι τον Θεόν, λησμονεί και ο Θεός αυτά και τα καταβασανίζει. Παρόμοιον συνέβη και εις ημάς, οίτινες εστενάζαμεν τόσους αιώνας υπό την τυραννίαν των Τούρκων. Μολοντούτο όταν ημείς επεκαλέσθημεν από καρδίας την θείαν αντίληψιν, ανυψώσαμεν την σημαίαν του σταυρού, και συνωμολογήσαμεν το κοινόν σύνθημα, ή ελευθερία ή θάνατος, και εζητήσαμεν την συνδρομήν των δυνατών και φιλανθρώπων ευεργετών μας, απεκατέστημεν ελεύθεροι, έχοντες πατρίδα και βασιλέα ανεξάρτητον. Αλλ’ εντοσούτω δεν απέρασεν ολίγος καιρός, πάλιν ελησμονήσαμεν τον σωτήρα και λυτρωτήν μας Θεόν, τους αγώνας και θυσίας μας, τα αίματα των συναδέλφων μας, οι οποίοι απέθανον ενδόξως δια την ελευθερίαν μας, και πρώτον απ’ όλα καταφρονούμεν την θρησκείαν μας, διαλύομεν τους ιερούς ναούς μας και με μεγάλην προθυμίαν εγκολπώθημεν τον λεγόμενον εξευγενισμόν της πλουσίας και φωτισμένης Ευρώπης, εκ τούτου η σπατάλη τόσων εκατομμυρίων δραχμών, τα οποία ήσαν προωρισμένα διά την καλλιέργειαν της γης μας η οποία εχερσώθη, διά το νενεκρωμένον εμπόριόν μας, δια την βιομηχανίαν μας και διά τον φωτισμόν της ελληνικής νεολαίας.
Και τέλος πάντων εισεχώρησαν εις ημάς τους πτωχούς και απόρους αύτη η ολεθρία πολυτέλεια, ήτις κατέφαγε και τα μικρά εκείνα λείψανα, τα οποία η επανάστασις μας άφησε, κατηντήσαμεν να γίνωμεν χαμερπείς, κόλακες και εν γένει ποταποί πολίται, να διαβάλλωμεν τον συνάδελφόν μας, να τον συκοφαντώμεν, συσταίνοντες με τον άτιμον τούτον τρόπον τον εαυτόν μας και τους συντρόφους μας. Λαμβάνομεν και καμμίαν δημοσίαν θέσιν, προσπαθούμεν όχι πώς να ενεργήσωμεν εις την ευτυχίαν της, με τα αίματά μας ζυμωμένης, πατρίδος μας, αλλά πώς να ωφεληθώμεν από την περίστασιν αυτήν, πώς να ωφελήσωμεν εκείνους, οι οποίοι μας κολακεύουν…».
(Κ. Σαρδελή, «Η προδομένη παράδοση», σελ. 219, εκδ. «Τήνος»).