Τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας
Τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας συστήθηκαν το 1921 στην πόλη της Αμάσειας, για δεύτερη φορά, αφού έδρασαν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και καταργήθηκαν κατόπιν με την υπογραφή της ανακωχής. Τέτοια Δικαστήρια ιδρύθηκαν και στο Ικόνιο και την Κασταμονή, αλλά χειρότερο όλων αποδείχθηκε αυτό της Αμάσειας.
Εκεί προηγήθηκε το τακτικό στρατοδικείο το οποίο σπάνια καταδίκαζε σε θάνατο. Το κάπως μαλακό εκείνο στρατοδικείο καταργήθηκε ύστερα από λίγο και έφτασε στην Αμάσεια το «περιοδεύον» δικαστήριο ανεξαρτησίας με πρόεδρο το δικηγόρο Εμίν Βέη, που άρχισε αμέσως το εξοντωτικό του έργο. (Αναστασία Δ. Ρέντου, Θεσσαλονίκη 2008).
Ήταν έκτακτα στρατοδικεία τα οποία παρείχαν νομιμοφάνεια στις εκτελέσεις επιφανών Ελλήνων Ποντίων. Η γενοκτονία των Ποντίων άρχισε ήδη να κάνει το γύρο του κόσμου και οι Τούρκοι έπρεπε να προσδώσουν στοιχεία νομιμότητας στα εγκλήματα που διέπρατταν. Το σχέδιό τους προέβλεπε απόδοση κατηγοριών για σύσταση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στον Πόντο, ώστε να δικαιολογηθούν, εκ των προτέρων, οι εκτελέσεις των ηγετικών στελεχών του ποντιακού Ελληνισμού.
Έδρα των δικαστηρίων ανεξαρτησίας ορίστηκε η Αμάσεια. Η επιλογή της πόλης αυτής δεν ήταν τυχαία. Ο τόπος της «δίκης» και της θανάτωσης της ελίτ του ποντιακού Ελληνισμού έπρεπε να είναι μακριά από τις μεγάλες παραλιακές πόλεις, στις οποίες υπήρχαν τα προξενεία των «Μεγάλων Δυνάμεων». Η Αμάσεια, η πανάρχαια ελληνική πόλη του Στράβωνα, απομονωμένη στο εσωτερικό του Πόντου και περιβαλλόμενη από βουνά, ήταν ο ιδανικός τόπος για άλλο ένα έγκλημα του κεμαλισμού σε βάρος των Ποντίων…
Πρόκριτοι, ιερείς, έμποροι, οδηγούνταν κατά δεκάδες ενώπιον των «δικαστών», με την κατηγορία της αποσχιστικής δράσης και, συνεπεία αυτής, της εσχάτης προδοσίας. Συνήγοροι υπεράσπισης δεν υπήρχαν. Αντίθετα φρόντιζαν να υπάρχουν ψευδομάρτυρες, που βεβαίωναν ότι είχαν δει τους κατηγορούμενους με Ρώσους πράκτορες ή Έλληνες αξιωματικούς. Ο Ζατέ Εμίν (αρχιδικαστής, από τα σκληρότερα στελέχη του κεμαλικού κινήματος), φώναζε τα ονόματα των κατηγορουμένων και βρίζοντας απολογούταν ο ίδιος για λογαριασμό τους.
Οι ίδιοι απαγορευόταν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και, βέβαια, δεν είχαν δικηγόρους. Ενίοτε επιτρεπόταν μια τυπική απολογία, μετά την οποία ανακοίνωναν στους δικαζόμενους την απόφαση του στρατοδικείου, που ήταν ο θάνατος δι’ απαγχονισμού».
Στα Δικαστήρια της Αμάσειας παραπέμφθηκε ο ανθός του ποντιακού Ελληνισμού. Από τους 174 καταδικασθέντες οι 69 κρεμάσθηκαν στην πλατεία της πόλης τον Οκτώβρη του 1921. Η είδηση της δολοφονίας της ποντιακής ηγεσίας ευαισθητοποίησε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη. Μάλιστα εξεδόθη ψήφισμα διαμαρτυρίας Ελλήνων διανοουμένων που το υπογράφουν οι: Άννινος X., Aυγέρης M., Bλαχογιάννης I., Bώκος Γερ., Γρυπάρης I., Δούζας A., Δροσίνης Γ., Zάχος A., Θεοδωροπούλου Aύρα, Θεοτόκης K., Iακωβίδης Γ., Kαζαντζάκης N., Kαζαντζάκη Γαλ., Kαμπάνης Aρ., Kαμπούρογλου Δ., Kαρολίδης Π., Kόκκινος Δ., Kορομηλάς Γ., Mαλακάσης M., Mαλέας K., Mένανδρος Σ., Nικολούδης Θ., Nιρβάνας Π., Ξενόπουλος Γρ., Παλαμάς K., Παπαντωνίου Z., Παράσχος K., Πασαγιάννης K., Πολίτης Φ., Πωπ Γ., Σικελιανός Άγγ., Σκίπης Σ., Στρατήγης Γ., Tαγκόπουλος Δ., Tσοκόπουλος Γ., Φυλλύρας P., Xατζιδάκις Γ., Xατζόπουλος Δ., Xορν Π., Σβορώνος.
Επιστολή μελλοθανάτου Αλεξάνδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας
1921 7βρ ( 7 Σεπτεμβρίου) 5 Κυριακή
«Γλυκυτάτη μου Κλειώ
Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος.
Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε. Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή. Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ.
Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τας οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε.
Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου
ο υμέτερος
Αλ. Γ. Ακριτίδης»
(Από το αρχείο της Αδελφότητας Κρωμναίων Καλαμαριάς
σελ. 196 του λευκώματος: “Ζωντανές Μνήμες του Πόντου” της Μέριμνας Ποντίων Κυριών, Θεσσαλονίκη 1988).