Το διαζύγιο και ο ρόλος του οικογενειακού συμβούλου
Είναι αλήθεια, ότι το διαζύγιο σήμερα απασχολεί τους ειδικούς πολύ περισσότερο από ότι παλιότερα. Στατιστικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε κάποιες χώρες της Ευρώπης αναφέρουν ότι δύο στους τέσσερις γάμους είτε καταλήγουν στο διαζύγιο είτε σε μια συμβατική ζωή.
Πολλοί είναι οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν ένα ζευγάρι στο χωρισμό. Αρχικά, πριν να κινηθούν οι νομικές διαδικασίες, έχουμε το λεγόμενο «συναισθηματικό» διαζύγιο. Με άλλα λόγια, οι σύζυγοι έχουν φτάσει σε σημείο που η συνεννόηση μεταξύ τους να είναι αδύνατη και οι ενδοοικογενειακές τους σχέσεις να είναι δυσαρμονικές με αποτέλεσμα τις έντονες συγκρούσεις ή τη σιωπή και την αδιαφορία. Το ερώτημα που ταλανίζει τις σύγχρονες κοινωνίες είναι το εξής: «Γιατί οι σύζυγοι στη σημερινή εποχή φτάνουν από πολύ νωρίς στο σημείο να έχουν πρόβλημα στη μεταξύ τους επικοινωνία και συνεννόηση;»
Είναι χρήσιμο, λοιπόν, να παραθέσουμε μερικούς από τους σπουδαιότερους λόγους. Πρώτον, η γενικότερη ανασφάλεια που επικρατεί στις κοινωνίες και ειδικότερα η δυσκολία επιλογής επαγγέλματος και το πρόβλημα της ανεργίας αποτελούν σημεία που οδηγούν το γάμο σε αστάθεια. Φαινόμενο της εποχής αποτελεί και η ευκολία με την οποία οι νέοι σύζυγοι από τους πρώτους κιόλας μήνες της κοινής τους ζωής αναφέρουν το διαζύγιο σα λύση σε ένα πρόβλημα που προκύπτει. Κατά κάποιο τρόπο, τα νέα ζευγάρια μοιάζουν προετοιμασμένα και συμφιλιωμένα από την αρχή με την ιδέα του διαζυγίου. Έτσι, συχνά ακούμε να λέγεται: « Αν δεν ταιριάζουμε, υπάρχει και το διαζύγιο»!
Ένας δεύτερος λόγος που είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει ένα γάμο σε αδιέξοδο είναι οι μεγαλύτερες αξιώσεις που έχουμε στο γάμο. Δεν είναι μόνο βέβαια οι οικονομικές αξιώσεις που προβάλλουν οι σύζυγοι αλλά και οι ψυχικές αξιώσεις για κατανόηση, στοργή, ηρεμία, αγάπη και πλήρη αποδοχή από το σύντροφο. Όταν λοιπόν οι σύζυγοι δεν βρίσκουν την απαιτούμενη ανταπόκριση στις απαιτήσεις τους, κλείνονται στον εαυτό τους και αποφασίζουν να ακολουθήσουν χωριστά ο καθένας το δικό του δρόμο.
Τρίτος λόγος, είναι ότι στην εποχή μας οι άνθρωποι προσαρμόζονται δύσκολα και δεν έχουν το απαιτούμενο ψυχικό σθένος για να προσαρμοστούν σε μια νέα ψυχολογική κατάσταση όπως είναι ο γάμος. Παράλληλα, την ψυχική υγεία του ζευγαριού διαταράσσει μια δυσχερής οικονομική κατάσταση καθώς και οι γρήγοροι ρυθμοί της σύγχρονης εποχής.
Επιπλέον, η μεγάλη κοινωνική ελευθερία και η ηθική απελευθέρωση της εποχής διαμορφώνουν μια νέα αντίληψη της έννοιας του διαζυγίου. Είναι γεγονός, πως παλιότερα η σκέψη και μόνο του διαζυγίου τοποθετούσε το άτομο στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Σήμερα ο χωρισμός δεν έχει απαραίτητα επίπτωση στις υπόλοιπες σχέσεις του ανθρώπου.
Κατά την προσωπική μου γνώμη, βασική προϋπόθεση για ένα «σταθερό» γάμο είναι οι άνθρωποι που παντρεύονται να είναι προετοιμασμένοι από την οικογένεια και την κοινωνία για την ανάληψη των ευθυνών της νέας οικογένειας. Δυστυχώς, όμως, η υπερπροστασία της οικογένειας και ο υπερκαταναλωτισμός της σημερινής εποχής δε βοηθούν το άτομο να ωριμάσει ψυχολογικά και κατά συνέπεια, να γίνει υπεύθυνο στο ρόλο του ή της συζύγου. Έτσι, όταν το νέο ζευγάρι παντρευτεί, συνειδητοποιεί τις ανάγκες του γάμου και την προσωπική του αδυναμία να αντεπεξέλθει σε αυτές και βαθμιαία σκέπτεται το διαζύγιο προκειμένου ο καθένας να διαχωρίσει τις ευθύνες του από το σύντροφό του.
Ο ρόλος του οικογενειακού συμβούλου αφορά και τις περιπτώσεις που αποφασίζουν μεν οι γονείς να χωρίσουν αλλά δεν ξέρουν πώς να το ανακοινώσουν στα παιδιά τους καθώς και ποια στάση να κρατήσουν απέναντι στα παιδιά τους. Ο οικογενειακός σύμβουλος προτείνει στους γονείς να πουν στα παιδιά ότι θα εξακολουθούν να τα αγαπούν και να τα φροντίζουν όπως πρώτα, όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις. Άλλωστε, το διαζύγιο ακυρώνει το γάμο και όχι την ιδιότητα του γονέα.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω πως οι συνέπειες του διαζυγίου για γονείς και για παιδιά στην εποχή μας δεν είναι τόσο αρνητικές όσο φαίνονται. Με την εξατομικευμένη βοήθεια των ειδικών προς τους γονείς και τα παιδιά οι δυσκολίες αμβλύνονται με αποτέλεσμα την παραδοχή της νέας κατάστασης από όλους. Γονείς και παιδιά συνειδητοποιούν το πρόβλημα της αλλαγής, ωριμάζουν και συνεργάζονται για μια καλύτερη παραδοχή των ρόλων τους.