Αρθρογραφία

Ο λαός αυτοπροστατεύεται και προστατεύει πλέον την περιουσία του από μόνος του

Γράφει ο Βασίλης Σιδηρόπουλος*

Τα σαμποτάζ καθημερινό φαινόμενο. Στις πόλεις, στην περιφέρεια, στις κοινότητες.

Κάθε μέρα και ένα κομμένο δέντρο, ένας σπασμένος υαλοπίνακας, μία συνεχής, άκρατη αφισσοκόληση. Σπρέι στους τοίχους μονίμως.

Συνθήματα και γκράφιτι κάκιστης αισθητικής. Ένας καμμένος κάδος, μία ανοιχτή βάνα, οι πινακίδες κυκλοφορίας αδύνατον να ιδωθούν.

Δέκα προτομές ηρώων που ήταν τοποθετημένες σε χώρο του Στρατιωτικού Μουσείου Λαχανά, στο δήμο Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, εκλάπησαν.

Οι καταστροφές σε πάρα πολλά σχολεία μας, άπειρες. Οι βανδαλισμοί της δημόσιας περιουσίας μας επίσης, άπειροι.

Αυτά όλα γίνονται, βεβαίως, από τους ακροαριστερούς γνωστούς-αγνώστους ή καλύτερα γνωστούς-γνωστούς, τους δήθεν αναρχικούς επαναστάτες, χρήστες ναρκωτικών και βεβαίως, τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές, ναζιστές και φασίστες. Αυτοί φταίνε για όλα, πάντοτε, παντού και πάντα.

Αυτοί. Τα άκρα.

Ποια όμως μπορεί να είναι η λύση; ποιά τα μέτρα; πώς αντιμετωπίζονται αυτοί οι βανδαλισμοί, τα σαμποτάζ και οι οχλήσεις;

Άρχισε λοιπόν να δίνεται προτεραιότητα στον κοινωνικά ωφελιμότατο σκοπό, της πρόληψης του εγκλήματος. Αξίζει να τονιστεί ιδιαίτερα, ότι με το Νόμο 1729 του έτους 1987, για πρώτη φορά προβλέφθηκε οργανωμένη συμμετοχή του κοινωνικού συνόλου στην καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών και την προστασία των νέων.

Σε υλοποίηση της παλιάς ιδέας για τη συμμετοχή του κοινού στην καταπολέμηση του εγκλήματος, η οποία προωθήθηκε πρόσφατα από τους Υπουργούς του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Οι νομοθέτες και παλιότερα οι Έλληνες νομοθέτες, όριζαν αμοιβές για τους «δείκτες» των ληστών, λόγου χάρη ο «δείκτης» αυτός, θα μπορούσε να διοριστεί στην εθνοφυλακή, σε βαθμό ανάλογο του αριθμού των ληστών που θα συλλαμβάνονταν μετά την καταγγελία του.

Επίσης παλιότερα, ο πολιτικός εγκληματίας ήταν μία προσωπικότητα αγωνιστική, ένας ιδεολόγος, που για την υλοποίηση των ιδανικών κατέφευγε στο έγκλημα.

Με τη μεταβολή όμως των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών στον αιώνα μας, άρχισαν να εμφανίζονται περιπτώσεις πολιτικών εγκληματιών, που δέν ήταν οι ήρωές μας, αλλά οι εχθροί μας.

Το πρόβλημα έγινε οξύ, όταν κύρια μορφή αγώνα των πολιτικών εγκληματιών έγιναν οι τρομοκρατικές ενέργειες, δηλαδή πράξεις βίας κατά τυχαίων πολιτών και συχνά στην επικράτεια τρίτης χώρας.

Η ιδέα που υποστηρίζεται, ό,τι υπάρχει πραγματικά επείγουσα ανάγκη για ένα κοινό μέτωπο από άγρυπνους και συνεργάσιμους πολίτες, ειδικευμένους στη δίωξη του εγκλήματος αστυνομικούς και υπεύθυνους πολιτικούς, ανατρέπει πλέον-πιά την παραδοσιακή εικόνα του πολίτη που κοιμάται ήσυχος στο κρεβάτι του, γιατί στο δρόμο ξαγρυπνά ο φρουρός του νόμου και της τάξης αστυνομικός.

Η νέα εικόνα που φτιάχνεται λίγο-λίγο, είναι του πολίτη που ξαγρυπνά στο σπίτι του, στο κατάστημά του, στη γειτονιά του, για τη διαφύλαξη των αγαθών του. Πραγματικά, άρχισαν ήδη να εμφανίζονται σε όλο και περισσότερες χώρες, διάφορα προγράμματα κοινοτικής και ευρωπαϊκής αντιεγκληματικής πρόληψης, στηριζόμενα δηλαδή στην αστυνόμευση από ιδιώτες, είτε σε επίπεδο γειτονιάς, με ειδικότερο στόχο την προστασία σπιτιών από διαρρήκτες, είτε σε επίπεδο πόλης.

Μέσα στο πλαίσιο αυτών που αναπτύχθηκαν πιο πάνω, μπορεί να οριστεί και ως αντιεγκληματική πολιτική, το σύστημα των βασικών αρχών, που διέπουν την επιλογή από την Πολιτεία, των κατιδίαν διευθύνσεων για τη λήψη μέτρων. Ειδικότερα, η κοινωνική αντιεγκληματική πολιτική υλοποιείται μέσα από τη νομοθετική ή άλλη οδό, με την εφαρμογή κοινωνικού χαρακτήρα μέτρων, με αστυνομική επιτήρηση, με τη συμμετοχή του ίδιου του κοινού στην προστασία του οποίου στοχεύει η εν λόγω πολιτική.

Κατά τα τελευταία χρόνια, άρχισε να οργανώνεται και να προωθείται ιδιαίτερα η ιδιωτική αστυνομία, δηλαδή, η ενέργεια που αποβλέπει στην αποτροπή κάθε κινδύνου προσβολής ιδιωτικών αγαθών, ασκείται από «ιδιώτες αστυνομικούς», με πρωτοβουλία και δαπάνη των φορέων-ιδιοκτητών των εν λόγω αγαθών.

Θεωρείται ακόμη-ακόμη αποτελεσματικότερη η αστυνόμευση με πεζούς αστυνομικούς, που περιπολούν στο πεζοδρόμιο, παρά με μηχανοκίνητα μέσα, τα οποία εύλογα καλύπτουν μεγάλες περιοχές, αλλά τότε συνήθως είναι αργά, αφού το έγκλημα έχει ήδη τελεστεί.

Το κοινό είναι έτσι αυτό, που στην ουσία διαμορφώνει και τελικά οργανώνει τη μορφή και το ρυθμό της κοινωνικής συμβίωσης, μέσα στην οποία εκδηλώνεται η εγκληματική δραστηριότητα και συνεπώς είναι αυτό που μπορεί να την αναδιοργανώσει. Είναι αυτό που βρίσκεται κατά κανόνα σε κάθε τόπο και σε κάθε χρόνο, συνεπώς έχει τις ευκαιρίες να προλαβαίνει κάθε έγκλημα πρίν τούτο εκδηλωθεί.

Από τα ως άνω γραφόμενα, φάνηκε ότι ο ρόλος του κοινού στην υλοποίηση των στόχων της αντεγκληματικής πολιτικής, δέν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο στάδιο της πρόληψης, αλλά επεκτείνεται και στα στάδια της καταστολής (με τη μήνυση), της εκδίκασης του εγκλήματος (ως λαϊκός δικαστής ή μάρτυρας), της μετασωφρονιστικής μεταχείρισης (αποκατάσταση και ένταξη των καταδίκων) και την τελική αποκατάσταση της βλάβης του θύματος.

Τελικώς όμως, η συμμετοχή του κοινού στο στάδιο της πρόληψης τους εγκλήματος, είναι η σημαντικότερη προσφορά του στην κατάστρωση και πραγμάτωση της αντεγκληματικής πολιτικής. Αυτό που απομένει, είναι η έρευνα και η μελέτη για περαιτέρω υλοποίηση, και για όλο μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού.

(Πηγές: Νομικά βιβλία ΑΠΘ)

*Δικηγόρου Θεσσαλονίκης

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Φωτοσχόλιο

Από την επίσκεψη του Κυριάκου Βελόπουλου στο μοναστήρι του Οσίου Νικόδημου Πενταλόφου