Τα Μοναστήρια του Πόντου
Περιδιαβαίνοντας στα φωτισμένα, από το προμηθεϊκό του φως, μονοπάτια του Πόντου, βλέπουμε παντού μνήμες, από ιερά χαλάσματα. Κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ στων μοναστηριών μας τα ερείπια και προσκυνούμε. Τούτο το έθνος για να κρατηθεί στη ζωή, χρειάστηκε το αίμα του λαού, το μελάνι του σοφού και η θυσία του μάρτυρα. Ψηλά στα απάτητα βουνά του Πόντου, μέσα στις Μονές και στις εκκλησίες, το μελισσοκέρι λιώνοντας, κρατούσε για αιώνες στο φως, την πίστη, τη γλώσσα και την παράδοση της φυλής μας.
Ψηλά στο όρος Μελά, από όπου και το όνομά της, η Παναγία Σουμελά, γαντζωμένη στην κατακόρυφη πλευρά του βράχου, νοτισμένη απ’ τη δροσιά του βουνού και την υγρή ανασαιμιά του πεύκου, γλυκοτραγουδισμένη από τα κρυστάλλινα νερά του Πυξίτη, μαρτυρά τη θρησκευτική παρουσία των προγόνων μας στον Πόντο.
Σύμφωνα με την παράδοση το 386 μ. Χ. οι Αθηναίοι μοναχοί, Βαρνάβας και Σοφρώνιος, οδηγήθηκαν στις ουρανοσκέπαστες κορυφές του όρους Μελά, ύστερα από την αποκάλυψη της Παναγίας στο σημείο, όπου μεταφέρθηκε από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, την οποία ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Εκεί κοντά στο πέτρινο σπηλαίο-εκκλησία, όπου τοποθετήθηκε η εικόνα, το 1860 χτίστηκε ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας, με εβδομήντα δύο δωμάτια και λοιπούς λειτουργικούς χώρους για τους προσκυνητές.
«Η Μονή γνώρισε μεγάλη λάμψη στην εποχή των Μεγάλων Κομνηνών. Ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός (1349-1390) ανακαίνισε το ναό στη σημερινή του μορφή. Με τη Μικρασιατική καταστροφή εγκατέλειψαν τη Μονή με βία και οι τελευταίοι Μοναχοί, αφού όμως έκρυψαν την εικόνα, το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον βαρύτιμο Σταυρό του Αυτοκράτορα Μανουήλ του Γ΄(1391-1417).
Αρκετά περιστατικά συνδέονται με θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού, όταν απειλούταν από εχθρούς και κλέφτες. Τη μονή προίκισαν με περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και της Τραπεζούντας.
«Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού ως το 1922, όταν οι Τούρκοι, αφού λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι, διαπράττοντας το μεγάλο έγκλημα της πολιτιστικής γενοκτονίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα 52 ελληνικά χειρόγραφα του εθνογραφικού μουσείου της Άγκυρας που μελέτησαν οι Α, Ντάισμαν και Ν. Βέης, τα 34 προέρχονταν από τη μονή της Παναγίας Σουμελά». (Κ. Φωτιάδης καθ. Ιστορίας).
Η νέα Μονή της Παναγίας Σουμελάς ανιστορήθηκε το 1951 στους πρόποδες του Βερμίου, στα υψώματα της Καστανιάς, από το Φίλωνα Κτενίδη, όπου και φυλάσσεται η εικόνα της Θεοτόκου, την οποία ζωγράφισε ο Άγιος Λουκάς.
Σημαντική Μονή είναι και η Μονή του Βαζελώνος. Είναι το παλαιότερο μοναστήρι του Πόντου, που ιδρύθηκε το 270 μ. Χ. στην περιοχή Ζαβουλών ή Βαζελών, μέσα στα πιο δύσκολα χρόνια των διωγμών του Διοκλητιανού. Βρίσκεται 40 χιλμ. νότια της Τραπεζούντας στον δρόμο προς την Αργυρούπολη – Λαραχανή.
«Η μονή απέκτησε ξεχωριστή φήμη την περίοδο της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Στα αρχεία του μοναστηριού βρέθηκαν κώδικες με αντίγραφα των χρυσόβουλων που δώρισαν οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας, δωρητήρια πιστών, πωλητήρια και δικαστικές αποφάσεις. Μεγάλο μέρος του αρχειακού υλικού βρίσκεται στην Πετρούπολη, κλεμμένο από τον Ρώσο αρχαιολόγο Ουσπένσκι. Πολλά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο των κωδίκων της μονής μας διασώζουν τα τελευταία χρόνια εξειδικευμένοι ερευνητές μέσα από διάφορα αρχεία ευρωπαϊκών χωρών». (Κων/νος Φωτιάδης καθ. Ιστορίας «7 Ημέρες της Καθημερινής»).
Σημαντικό μοναστήρι του Πόντου, είναι και του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα. Βρίσκεται στην περιοχή της Γαλίαινας σε απόσταση 30 χιλμ. από την Τραπεζούντα. Ιδρύθηκε στα 752 μ. Χ. και κατά την παράδοση οφείλει το όνομά του στα τρία θεόσταλτα περιστέρια που οδήγησαν τους τρεις ασκητές από τα Σούρμενα για να κτίσουν το παρεκκλήσι του.
«Όταν το έτος 1905 κάηκε μεγάλο μέρος του μοναστηρίου του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα, οι Έλληνες ιερείς του Καυκάσου, παπα – Πανάτες και παππά – Αλέξης, μαζί με τον ηγούμενο της μονής, πατήρ Θεοδόσιο, έκαναν έρανο στα χωριά του Αρταχάν και του Καρς και συγκέντρωσαν 6.000 χρυσές λίρες. Με τα χρήματα αυτά επισκευάσθηκε το μοναστήρι και αντικαταστάθηκαν τα 93 πέτρινα σκαλοπάτια του με μαρμάρινα». (Θεόφιλος Αγαθονικιάδης «Ποντιακή Εστία», χρόνος 1988, τεύχος 74).
Στους δώδεκα αιώνες της ζωής του, το μοναστήρι πρόσφερε υπηρεσίες στην Εκκλησία και στο γένος και ήταν πάντα στη διάθεση των προσκυνητών. Το ταμείο του συντηρούσε φτωχές ελληνικές οικογένειες, χήρες, ορφανά, αλλά και σχολεία και μισθοδοτούσε τους εκπαιδευτικούς. Αγαπήθηκε πολύ από τους χριστιανούς αλλά και από τους μουσουλμάνους της γύρω περιοχής με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Βαγιαζήτ τον Β’, ο οποίος χάρισε μεγάλα χρηματικά ποσά για την κατασκευή νέων ξενώνων.
Διέθετε, επίσης, αξιόλογη βιβλιοθήκη, με ανεκτίμητης αξίας χειρόγραφα, βιβλία από μεμβράνη, πάπυρο και χαρτί, καθώς και επίσης και πολλά άλλα κειμήλια που μαρτυρούν τη δόξα που γνώρισε. Σήμερα το μοναστήρι είναι ερειπωμένο.
Τα μοναστήρια αποτελούσαν διαχρονικά τους προμαχώνες της Ορθοδοξίας και τους τόπους υλοποίησης του χριστιανικού ιδεώδους. Σ’ αυτά καλλιεργήθηκε συστηματικά η σύνδεση του χριστιανισμού και του Ελληνισμού, της γνώσης και της πίστης, της θείας και ανθρώπινης σοφίας. Το ιεραποστολικό έργο των μονών πολλές φορές επεκτάθηκε και έξω από τα γεωγραφικά όρια του Πόντου, με τη μεταλαμπάδευση της χριστιανικής γνώσης στους λαούς της Ανατολής, Λαζούς, Απχαζίους, Γεωργιανούς, Σκύθες κ.ά. (Κ. Φωτιάδη, από το τεύχος «7 Ημέρες της Καθημερινής » 29/9/1996).
Σημαντικά μοναστήρια του Πόντου είναι, επίσης: Του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά, που χτίστηκε τον 14ο αιώνα στην περιοχή της Χαλδίας από τον Αλέξιο Γ΄ Μεγαλοκομνηνό της Παναγίας Γουμερά, του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγ. Γεωργίου του Χαλιναρά κ.ά.
Επειδή η ιστορία του ποντιακού ελληνισμού έχει αδικηθεί από το επίσημο κράτος, χρέος μας στη ράτσα είναι να την αναδείξουμε εμείς, οι ποντιακοί σύλλογοι. Οι εκπαιδευτικοί μας ας αναλάβουν το ιστορικό μέρος και οι ιερωμένοι μας το θρησκευτικό. Γιατί δεν είμαστε μόνον χορευτικοί αλλά και πολιτισμικοί σύλλογοι.