Κοινωνία

Μ.Γραμματικοπούλου: «Η Εθνική Παλιγγενεσία ως πρότυπο για το σύγχρονο Έλληνα»

Ο πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στο Πολύκαστρο στις 25 Μαρτίου 2021 από την διδάκτορα στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και φιλόλογο καθηγήτρια στο λύκειο Πολυκάστρου Μελπομένη (Μελίνα) Γραμματικοπούλου.

Όταν ο Τερτσέτης απολογείτο στο Εφετείο του Ναυπλίου το 1834, είπε μεταξύ άλλων ότι «Ο Εθνισμός μας είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων, φονευμένων εις τον Αγώνα». Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι το 1828 ο πληθυσμός της Πελοποννήσου μόνο και των νησιών μετά βίας άγγιζε τις 800.000, τότε αντιλαμβάνεται μία τρομακτική ιστορική πραγματικότητα. Ότι δηλαδή, για να αποκτήσει η Ελλάδα την ελευθερία της θυσιάστηκαν περισσότεροι από ένας στους δύο Έλληνες από τους κατοίκους του τότε μικρού κράτους. Ο αριθμός αυτός αναλογικά δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με τις απώλειες της Μικρασιατικής Καταστροφής ούτε καν με τις αντίστοιχες του ελληνο-ιταλικού πολέμου στη μακρόχρονη ιστορία του ελληνικού έθνους.

Εύλογα λοιπόν ανακύπτει σε κάθε λογικό άνθρωπο το ερώτημα: Άξιζε τον κόπο; Ποια ήταν αυτή η δύναμη που κινητοποίησε τόσους Έλληνες να χάσουν τη ζωή τους; Και, σε τελική ανάλυση, μπορούν να μιλήσουν αυτοί οι άνθρωποι στο σύγχρονο Έλληνα του 2021; Οι αξίες που πρέσβευαν μπορούν να εμπνεύσουν τον άνθρωπο της εποχής μας; Ή, μάλλον, τα ιδανικά τους είναι ξεπερασμένα, αποκυήματα μιας άλλης εποχής, μουσειακής μόνο αξίας και χωρίς αντίκρισμα στη σύγχρονη περίπλοκη και ψηφιακή ζωή μας;

Για αρχή, οι Έλληνες του 1821 απέρριψαν την προσαρμοστικότητα, η οποία εξαγιάζεται ως αρετή από πολλούς στην εποχή μας. Η προσαρμογή στο περιβάλλον της τουρκικής κυριαρχίας, η συνδιαλλαγή, ο συμβιβασμός με τον τρόπο ζωής που είχαν συνηθίσει αιώνες τώρα αποκηρύχτηκε. Προχώρησαν δηλαδή οι αγωνιστές στην αποποίηση μιας κληρονομιάς που δεν τους εξέφραζε, δεν τους ταίριαζε. Δεν ήθελαν να αποτελέσουν άλλη μια γενιά που θα χαράμιζε τη ζωή της στη σκλαβιά. Κι αυτό, διότι συνειδητοποίησαν κάτι πολύ απλό. Ότι δηλαδή η προσαρμοστικότητα ισοδυναμούσε με την απώλεια της ανδρείας τους, με την απώλεια τελικά του εαυτού τους.

Η ανδρεία ήταν λοιπόν η βασική αρετή τους. Και η ανδρεία τους δεν σήμαινε μόνο το δυναμισμό στη μάχη ή το θάνατο όσο το δυνατόν περισσότερων εχθρών. Σήμαινε μάλλον τη δυνατότητα να διεκδικούν τη χαρά σε πείσμα των καιρών, να στέκονται με παρρησία υπερασπιζόμενοι το πρόσωπό τους, τις αξίες τους, την ύπαρξή τους, ακόμη και αν κάποιοι δυσανασχετούσαν με αυτά.

Η υπεράσπιση των αξιών τους δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετη με την αναζήτηση της αλήθειας. Της ζωής που δεν ήθελαν να περάσει στη λήθη, όπως οι προηγούμενοι αιώνες της ανελευθερίας. Της αλήθειας, που έκανε την κάθε στιγμή να διαστέλλεται μέσα στο χρόνο, να αξιοποιείται, να μην υπόκειται στη φθορά. Δεν τους έφτανε η έγνοια πώς θα περνούσαν την υπόλοιπη ζωή τους, αλλά μάλλον ποιο ήταν αυτό το στοιχείο που καταξίωνε την ύπαρξή τους. Ήταν αυτή η εμπνευσμένη δύναμη που τους καθιστούσε ανοιχτούς ακόμη και στην ανατροπή. Η ζωή σε βιολογικό απλώς επίπεδο με την ικανοποίηση των βασικών αναγκών μέχρι την έλευση αργά ή γρήγορα του φυσικού θανάτου δεν ένιωθαν πως τους ταίριαζε, δεν ήταν δίκαιη σε τελική ανάλυση γι΄ αυτούς.

Άρα η δικαιοσύνη, στην οποία πίστευαν, δεν ήταν ο διαμοιρασμός μίας ποσότητας σε ίσης δυναμικότητας κομμάτια. Ήταν αντίθετα η απόδοση στον κάθε λαό της ζωής που ο ίδιος θεωρούσε ότι του ταίριαζε, ότι του άξιζε, ότι μπορούσε να νοηματοδοτήσει την πορεία του, χωρίς να αφήνει τρίτους να καθορίζουν τη ζωή του. Ήταν τελικά η δικαιοσύνη μια προσπάθεια απεγκλωβισμού από την εσωτερική σύγκρουση που αργότερα θα περιέγραφε εμφατικά ο Καβάφης :

Τί συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα […]
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες. […]
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·

Η δικαιοσύνη ήταν τελικά η ισορροπία ανάμεσα σ΄ αυτό που ήθελαν να είναι οι Έλληνες και σ’ αυτό που ήταν. Και για να βρουν αυτή την ισορροπία, μία ήταν η οδός: η Επανάσταση. Η δικαιοσύνη ήταν η αποκατάσταση της σχέσης με τη βαθύτερη ουσία τους, την ελευθερία και η ακύρωση των διλημμάτων και της μιζέριας.

Σύμφυτη με την αίσθηση της δικαιοσύνης ήταν και η ευγνωμοσύνη. Και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, αφού ήταν ανυπέρβλητη η ομορφιά που τους περιέβαλλε, η φύση και οι άνθρωποι, και τους καλούσε να την γευτούν και να την απολαύσουν. Μόνο η ευγνωμοσύνη μπορούσε να σεβαστεί την ύπαρξή τους, η οποία ευδοκιμούσε μόνο μέσα σε πνεύμα ελευθερίας. Αντίθετα, κάθε επιπρόσθετος χρόνος στη σκλαβιά ισοδυναμούσε με αχαριστία, αφού ακύρωνε την ίδια τη ζωή και καθήλωνε τον Έλληνα στο φόβο.

Οι Έλληνες το 1821 είπαμε ναι στην αντοχή και όχι στην ανοχή. Κάναμε πράγματι υπομονή, αφού για εννιά ολόκληρα χρόνια δείξαμε καρτερία, μέχρι να ευοδοθεί η Επανάσταση. Η αποκήρυξη της ανοχής, από την άλλη μεριά, ηχεί παράταιρη, αφού η εποχή μας αποθεώνει την ανεκτικότητα και την κατατάσσει στις μεγάλες ανθρώπινες αρετές. Αυτή την ανοχή όμως την αποκήρυξαν οι πρόγονοί μας, αφού συνειδητοποίησαν ότι τους εγκλώβιζε σε έναν χλιαρό τρόπο ζωής, ερμαφρόδιτο, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου και άρα αβίωτο, ασυγκίνητο, αδιάφορο. Λέγοντας όχι στην ανοχή έλεγαν ταυτόχρονα όχι στο συμβιβασμό, στη συνδιαλλαγή με τον κυρίαρχο, στη ματαίωση. Ίσως αυτούς τους Έλληνες να είχε υπόψη του ο Καβάφης όταν ογδόντα χρόνια αργότερα έγραφε:

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. […]
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε.

Πολεμώντας λοιπόν οι Έλληνες το 1821 είπαν ναι στην ειρήνη. Γιατί η ειρήνη δεν επέρχεται με την παραίτηση και την υποταγή, την κατάπαυση των εχθροπραξιών, την παράδοση αμαχητί, με τη σιωπή της επιθυμίας. Η ειρήνη έρχεται αβίαστα και φυσικά με την πάλη και τον αγώνα, για να μπορέσει ο Έλληνας να πραγματώσει τελικά αυτά τα οποία πρεσβεύει, να εναρμονίσει τις αρχές του με τον τρόπο της ζωής του.
Ποια ήταν όμως η πεμπτουσία του Αγώνα του 1821, η πεμπτουσία σε τελική ανάλυση της ελληνικής ψυχής; Ποιος υπήρξε ο κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω αρετών, η κινητήριος δύναμη των Ελλήνων; Η απάντηση είναι προφανής για κάθε Έλληνα κάθε εποχής και γενιάς: η ελευθερία. Αυτή που εξυμνήθηκε ήδη από τον Όμηρο ως «ἐλεύθερον ἦμαρ» και αυτή στην οποία αφιερώθηκε ο εθνικός μας ύμνος. Ο ελληνικός λαός έδειξε καταφανώς ότι πάνω από όλα βάζει την ελευθερία, την οποία θεωρεί ως το υπέρτατο αγαθό. Την ελευθερία ως δυνατότητα να πάω εκεί που αγαπώ, να κάνω αυτό που ποθεί η ψυχή μου, να ζήσω όπως μου αξίζει. Μέσα σε αυτήν την προοπτική, κάθε εμπόδιο που στέκεται μπροστά μου και μου φράσσει το δρόμο προς τη ζωή που επιθυμώ απλούστατα αποβάλλεται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Αγώνας δεν είναι επιλογή, είναι μονόδρομος, γιατί μόνο αυτός μπορεί να μου χαρίσει την προοπτική της ελευθερίας.

Ανδρεία, αλήθεια, δικαιοσύνη, ευγνωμοσύνη, ειρήνη, ελευθερία, απόρριψη της προσαρμοστικότητας, αποκήρυξη της ανοχής. Αυτή είναι η μία πλευρά της κληρονομιάς του 1821, η φωτεινή πλευρά. Γιατί υπάρχει και η σκοτεινή, που πρέπει να μελετήσουμε, να δεχτούμε, για να μπορέσουμε κάποτε να την υπερβούμε. Ας θυμηθούμε δύο γεγονότα της ιστορίας του 1821 που συνέβησαν μέσα σε διάστημα ενός μήνα. Το πρώτο είναι η ανατίναξη του ελληνικού στόλου από το Μιαούλη, το «μεγαλουργόν έγκλημα», όπως το χαρακτήρισε ο Ραγκαβής, που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1831 στο ναύσταθμο του ελληνικού στόλου στον Πόρο. Το δεύτερο δεν είναι άλλο από τη δολοφονία του Καποδίστρια που εκτελέστηκε ένα μήνα αργότερα. Δίνοντας τη διαταγή για την ανατίναξη του στόλου, ο Μιαούλης θέλησε να οικειοποιηθεί το ρόλο του Κυβερνήτη. Το ίδιο έκανε και η οικογένεια των προκρίτων Μαυρομιχαλαίων, που θέλησε να διατηρήσει την προνομιακή θέση που είχε κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, σκοτώνοντας τον Κυβερνήτη. Το αποτέλεσμα υπήρξε κοινό και στις δύο περιπτώσεις: κατάλυση της δικαιοσύνης, απεμπόληση τελικά της ελευθερίας, με όλα τα ολέθρια επακόλουθα που άλλαξαν την πορεία της ελληνικής ιστορίας.

Ας προσθέσουμε λοιπόν στην κληρονομιά του 1821 τη διχόνοια, το φθόνο, την έλλειψη του μέτρου στη δημόσια συνείδηση και τις πολιτικές συγκρούσεις, την αναίρεση του άλλου, που γεννιούνται από το φόβο μήπως ο άλλος με ξεπεράσει, μήπως με ακυρώσει. Αφήσαμε λοιπόν τη διχόνοια να αναιρέσει όλες τις αρετές μας και κυρίως το αγαθό της ελευθερίας, διότι απλούστατα ξεχάσαμε κάτι θεμελιώδες. Ότι δηλαδή η ελευθερία δεν μπορεί να ριζώσει στη συνείδηση ενός λαού, αν δε συνοδεύεται από μία άλλη αρετή, εξίσου σημαντική με αυτήν: την ευθύνη. Την ευθύνη, που δε σχετίζεται τόσο με την κατάκτηση όσο με τη διαφύλαξη αυτής της ελευθερίας. Γιατί η ευθύνη περιορίζει την ελευθερία, όταν αυτή κινδυνεύει να εκτραπεί σε ασυδοσία και καλλιεργεί τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη διαχείριση και εν τέλει τη μακροημέρευσή της.

Η κληρονομιά λοιπόν της Επανάστασης είναι διπλή: ο αγώνας για την κατάκτηση της ελευθερίας από τη μία μεριά και η ανάγκη για επίδειξη ευθύνης από την άλλη. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, και οι δύο αυτές αρετές, διακόσια χρόνια μετά, στοχεύουν απευθείας στην ψυχή του σύγχρονου Έλληνα. Και καλούν σύσσωμη την ελληνική κοινωνία να τις αγκαλιάσει και να τις καλλιεργήσει, για να μπορέσει να γιατρέψει τα τραύματά της και να προχωρήσει με αξιώσεις στο μέλλον. Και είμαστε σίγουροι ότι οι δύο αυτές αρετές, η ελευθερία και η ευθύνη, θα αποτελέσουν την πυξίδα για τις μελλοντικές γενιές των Ελλήνων.

Η κληρονομιά μας έχει λοιπόν προβάλλει δύο τρόπους ζωής: ο πρώτος ενσαρκώνει τις αρετές και την ατομική και συλλογική πρόοδο, ενώ ο δεύτερος τη διχόνοια και την καταστροφή. Διαλέγουμε και παίρνουμε ο καθένας ό,τι θεωρεί κατά την κρίση του πολύτιμο. Ο ίδιος ο εθνικός ποιητής, εξάλλου, μας καλεί να κάνουμε ο καθένας την επιλογή του:

Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή·
καθενός χαμογελάει,
πάρ’ το, λέγοντας, και συ. […]

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

1.Γεώργιος Μουρέλος, Ελευθερία και Ευθύνη: Η διπλή παρακαταθήκη του 1821, Πανηγυρικός λόγος, ο οποίος εκφωνήθηκε στο Α.Π.Θ. στις 25 Μαρτίου του 1978, https://clioturbata.com/απόψεις/mourelos_speech_1978/, Πλήρες διαδικτυακό κείμενο, ημερομηνία πρόσβασης, 24 Μαρτ. 2021.
2.Κωνσταντίνος Καβάφης, Σατραπεία, https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=9&text_id=651, Πλήρες διαδικτυακό κείμενο, ημερομηνία πρόσβασης, 24 Μαρτ. 2021.
3.Κωνσταντίνος Καβάφης, Che fece . . . . il gran rifiuto, https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=801&hi=168765&cnd_id=9, Πλήρες διαδικτυακό κείμενο, ημερομηνία πρόσβασης, 24 Μαρτ. 2021.
4.Μουρέλος, Ελευθερία και Ευθύνη, ό.π.
5.Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν, https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=3384&hi=613570&cnd_id=10, Πλήρες διαδικτυακό κείμενο, ημερομηνία πρόσβασης, 24 Μαρτ. 2021.
Περισσότερα
Δείτε ακόμα