Κοινωνία

Λόγος εις την Μεγάλην Παρασκευήν (1) (1882)

του ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ΚΑΒΑΚΙΩΤΗ

Ω σκοτία, ω θλίψις, ω στεναγμοί. Σήμερον το παραπέτασμα του ναού εσχίσθη από άνω έως κάτω, οι τάφοι ανεώχθησαν, ο ήλιος εκρύβη, σκοτία δε εκάλυψε τον κόσμον.

Τι άραγε συμβαίνει;

Ω μεγάλοι της οικουμένης φωστήρες, από του αρχαιοτάτου μέχρι του νεωτάτου, ω μεγάλοι των εποχών φιλόσοφοι, ω Σώκρατες, ω Πλάτων, ω Αριστότελες, ω σοφέ Διονύσιε και οι λοιποί της μα¬θηματικής και αστρονομίας μύσται εις υμάς καταφεύγομεν έκθαμβοι˙ δεύτε είπατε ημίν, τι άραγε συμβαίνει;

Μεγάλη τις μήπως ηλιακή έκλειψις σήμερον εγένετο; ηφαίστειόν τι μήπως την λαύραν του εξέπεμψε; καταστροφή τις φυσική μη προεμηνύθη προδιαγεγραμμένη όμως υπό των κανόνων της σοφίας και της επιστήμης;

Υμίν, ω σοφοί, υμίν τε και πάσι τοις σοφοίς, δειλοί και έντρο¬μοι διά το φοβερόν της ημέρας, διά τα πασιφανή ταύτα θαύματα καταφεύγομεν, ίνα ημάς φωτίσητε, τι άραγε συμβαίνει; διατί το παραπέτασμα του ναού εσχίσθη από άνω έως κάτω; διατί οι τάφοι ηνοίχθησαν και οι νεκροί εξ αυτών εξήλθον; διατί ο ήλιος εκρύβη; πόθεν δε η κατακαλύψασα ημάς τους τάλαινας και αθλίους θνητούς σκοτία;

Ιδού οι κληθέντες φωστήρες, αδελφοί, έρχονται άμα τη φωνή ημών, ηγουμένου του προδρόμου τούτων Σωκράτους, η φωνή αυτών μακρόθεν διά της επιστήμης ακούεται, και γεγονότα λέγει ημίν: «ουδέν το εκ της επιστήμης έκτακτόν τι γεγονός σήμερον τον κόσμον ανακυκά˙ ή το τέλος του κόσμου ήγγικεν, – λέγει ημίν ο σοφός Διο¬νύσιος μετά και των άλλων – ή άλλο τι έκτακτον και μέγα γεγονός το διαφέρον αμέσως του υπάτου των όντων κινούν συμβαίνει».

Δεύτε λοιπόν πορευθώμεν ερευνώντες που και τι μέγα γίγνεται, αν μη το τέλος του κόσμου προμηνύεται.

Αλλ’ ιδού φωνή τις έν τω μέσω ημών ακούεται, η του σοφού Διονυσίου πάλιν λέγοντος «σήμερον αληθώς ή ο κόσμος καταστρέφεται ή θεός τις απόλλυται».

Αλλ’ ιδού άνθρωπός τις κατέναντι ημών, ο συνετός και σώφρων Ιωσήφ, ον ας ερωτήσωμεν μη τι οίδε πλέον ημών.

−Ναι, λέγει, σήμερον τα θαύματα ετελέσθησαν, διότι ο υιός της Μαρίας και του Ιωσήφ, ο λέγων ότι υιός είνε Θεού και υπό των Ιουδαίων διά τούτο σταυρωθείς, επικυροί το βέβαιον των λόγων του την θεότητά του αποδεικνύων.

−Ο άνθρωπος ούτος – λέγει ημίν ο Ιωσήφ – καλείται Ιησούς και εις τον διά του σταυρού κατεδικάσθη θάνατον, διότι ήλεγξε σοφοίς διδάγμασι τον βίον των θνητών.
Προστίθησι δ’ ημίν ο πιστός Ιωσήφ και τάδε: «Διά των σήμε¬ρον τελεσθέντων τούτων θαυμάτων επεσφράγισε την εαυτού θεότητα ο εγωιστής άνθρωπος˙ ο άνθρωπος εκείνος, όστις ζων, παρά την εαυτού σοφίαν, αν ήτο όντως άνθρωπος, ήθελεν έχει το μέγιστον των ελαττωμάτων, τον εγωισμόν, διότι ουδέποτε επαύετο ανακράζων: « εγώ ειμι το φως, εγώ ειμι ο σώσων τον κόσμον, εμού ακούετε, εγώ το παν οίδα».

Αλλ’ είχε δίκαιον ο συνετός Ιωσήφ. Διότι τίς, ω μεμψίμοιρε Δάρβιν και σεις οι άλλοι άθεοι, τίς φιλόσοφος άνθρωπος, τοσαύτας διδάξας σοφάς και ανεφίκτους και απροσμάχους επί της γης διδαχάς, τίς έχων τοιούτον, ως ο Ιησούς, τον νουν, ήθελεν έχει τοσούτον πεπωρωμένην την καρδίαν, ώστε να ανακράζη τοιαύτα άνθρωπος ων;
Το κύρος της επιστήμης διαρρήδην και αψευδώς λέγει ημίν, ότι ουδείς, ουδέποτε άνθρωπος τασσόμενος εν τοις νουν έχουσι και πνευματικώς ηκονημένοις ούτω της ανθρωπίνης εξέπεσεν αξίας, ώστε άνθρωπος ων το εγώ αυτού εν παντί να προβάλη. _

Άρα ο Ιησούς ούτως ομιλών ουκ ην άνθρωπος. Άρα ο Ιησούς και εκ τούτου ακόμη τεκμαίρεται ότι ην Θεός και ως Θεός ούτως έδει λαλήσαι και ως Θεός όντως ελάλησεν ημίν και το εγώ πανταχού δικαίως προύθηκεν ημίν διδάξας και φωτίσας την ανθρωπότητα και το στέμμα της βασιλείας των ουρανών εν έργοις και θαύμασι στερεώσας.

Αυτή δ’ αφ’ ετέρου καθ’ εαυτήν η σήμερον ημέρα εξαρκεί, ίνα τον πάντα πείση περί της του Ιησού θεότητος. Αυτά τε τα θαύ¬ματα και αυτό το κύρος της επιστήμης, όπερ επί της όλης του Ιησού Χριστού διδασκαλίας ρίπτον το εταστικόν αυτού βλέμμα ανευρίσκει, ότι ουχί άνθρωπος ήτο ο τοιαύτα διδάξας, αλλ’ υιός Θεού, ομοούσιος τω πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο.

Οι δε Ιουδαίοι παραγνωρίσαντες αυτόν ως εναντία των συμφε¬ρόντων αυτών διδάξαντα, και ως άνθρωπον υπολαβόντες καθήλωσαν επι σταυρού τον υιόν του Θεού.
Ο υιός του Θεού λοιπόν αποθνήσκει σήμερον χάριν των ανθρώ¬πων και δι’ αυτό το παραπέτασμα του ναού εσχίσθη από άνω έως κάτω, οι τάφοι ανεώχθησαν, ο ήλιος εκρύβη και σκοτία εκάλυψε τον κόσμον.
Αλλ’ αποθνήσκει, ίνα αναστή τριήμερος εκ τάφου.
Εγκαταλείπων δε τους ανθρώπους ο υιός της Παρθένου και απερχόμενος εις την παρά τω Ουρανίω Πατρί έδραν παρακαλεί τον πατέρα ως φιλεύσπλαχνος, ίνα ρίψη λήθην επί των ενόχων κράζων «άφες αυτοίς, ω πάτερ, ου γαρ οίδασι, τι ποιούσιν.»

Ημίν δ’ αφίησιν επί της γης κειμήλιον πολύτιμον, την εαυτού διδασκαλίαν, ην εδωρήσατο τω εαυτού αίματι κληρονομίαν τοις ανθρώποις δακρύβρεκτον, καταφύγιον και στήριγμα πάσης καρδίας, δεσμόν, ον δεν διαρρηγνύει βεβαίως ο θάνατος, θέρμανσιν θερμαίνουσαν και τας εκπεσούσας της φωλεάς αυτών περιστεράς και τα πεπλανημένα της αγέλης αυτών πρόβατα.

Διο η δόξα και το αίνος είη αυτώ νυν τε και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

Και για την αντιγραφή: ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΚΑΒΑΚΙΩΤΗΣ2
1) Έξεφωνήθη εν τω Μητροπολιτικώ ναώ Άρτης,το 1882.
2) Παπαχατζή Ευαγ. ΜΕΛΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ, Αθήνα 1912,σσ.111-113.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα