Αρθρογραφία

Λορέντζος Μαβίλης: όλα για την πατρίδα

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός

Τέτοιες μέρες, το Νοέμβρη του 1912, πριν από 107 χρόνια, έπεφτε πολεμώντας ηρωικά στο Δρίσκο της Ηπείρου, ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, γράφοντας με το αίμα του το καλύτερο ποίημα της ζωής του! Τότε, που οι πνευματικοί άνθρωποι, μαζί με την πένα, κρατούσαν και το όπλο…
Γεννήθηκε στις 6-9-1860 στην Ιθάκη. Είχε ισπανική καταγωγή, αφού ο παππούς του, ισπανός πρόξενος, νυμφεύθηκε Κερκυραία αρχοντοπούλα και ο πατέρας του Παύλος, δικαστής, νυμφεύθηκε την Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη. Ο Λορέντζος είχε ακραιφνή ελληνική συνείδηση.

Όταν ξέσπασε το 1896 η κρητική επανάσταση με τους τούρκους να σφάζουν τους χριστιανούς στα Χανιά, ο Μαβίλης έτρεξε εθελοντής, πολέμησε στα κρητικά βουνά και τραυματίστηκε στο χέρι. Και όταν κηρύχθηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος συγκρότησε σώμα εθελοντών από 70 Κερκυραίους, τους όπλισε με δικά του χρήματα και τράβηξαν για την Ήπειρο να πολεμήσουν… Το 1910 εξελέγη βουλευτής και μνημειώδεις παρέμειναν οι αγορεύσεις του στη Βουλή για το γλωσσικό ζήτημα, που βρισκόταν τότε σε μεγάλη οξύτητα. Στην ιστορία έχει μείνει και η κοφτερή του φράση: «δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι».

Η ποίηση του Μαβίλη αντιπροσωπεύεται κυρίως από 60 δεκατετράστιχα σονέτα, που κάλλιστα μπορούν να συγκριθούν με τα καλύτερα αντίστοιχα ξένων ποιητών: «Λήθη», «Μούχρωμα», «Ελιά», « Καλλιπάτειρα», «Άνθρωπος», συγκίνησαν και εξακολουθούν να συγκινούν…

Το θέρος του 1912, το εθνικό προσκλητήριο των Βαλκανικών Πολέμων τον ξεσήκωσε από τους πρώτους. Βέβαια τώρα ο ποιητής δεν είχε τις οικονομικές δυνατότητες να συγκροτήσει, όπως άλλοτε, δικό του εθελοντικό σώμα. Κατατάχθηκε στο σώμα των Γαριβαλδινών ως απλός στρατιώτης κι ας ήταν 52 ετών! Όμως ο Αλέξανδρος Ρώμας, ένας από τους αρχηγούς του σώματος, επέμενε να τον κάνουν λοχαγό για να απόφευγε μερικές από τις κακουχίες του πολέμου.

Ο Μαβίλης τελικά δέχτηκε κι έγινε λοχαγός, αλλά συμμερίστηκε όλες τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες των στρατιωτών του. Βρέθηκε στις όχθες του παραπόταμου του Αράχθου, Μπαλντούμα, και βρήκε το γεφύρι γκρεμισμένο. Μπήκε μαζί με τους στρατιώτες στο νερό ως το στήθος, αρνούμενος να το περάσει καβαλάρης…

Τέλη Νοεμβρίου 1912, οι Γαριβαλδινοί βρίσκονταν στα υψώματα του Δρίσκου που είχαν καταλάβει μετά από σκληρές μάχες. Μα οι Τούρκοι συγκέντρωσαν υπέρτερες δυνάμεις και έκαναν αντεπίθεση. Οι οβίδες από το πυροβολικό του εχθρού έσκαγαν στις θέσεις τους σαν καταιγίδα η μια κοντά στην άλλη. Το βράδυ της 28ης Νοεμβρίου έκαναν πολεμικό συμβούλιο, μιλούσαν όλοι για δύσκολη κατάσταση και έπρεπε να συμπτυχθούν. Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον Μαβίλη. « Εγώ θα μείνω» είπε, κι έμεινε.

Η μάχη που ακολούθησε ήταν μοιραία για τον ποιητή. ‘Ενα βόλι τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ζαλισμένος δοκίμασε να πάει δίπλα στο εκκλησάκι που είχε μετατραπεί σε πρόχειρο χειρουργείο για τις πρώτες βοήθειες. Μια δεύτερη σφαίρα τον χτύπησε κατάστηθα, το αίμα έτρεχε ποτάμι και ο Λορέντζος σωριάστηκε καταγής… Τα τελευταία του λόγια: «επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου». Μετά από λίγο ο παπα-Φώτης, ο ιερέας του Σώματος, του έκλεισε τα μάτια και οι Γαριβαλδινοί σε στάση προσοχής τον αποχαιρέτησαν στρατιωτικά…

Από τα ωραιότερα ποιήματά του είναι η «Λήθη». Το ποίημα είναι Σονέτο και δημοσιεύτηκε το 1899. O Μαβίλης καλοτυχίζει τους νεκρούς, διότι έχουν πιεί το νερό της λησμονιάς και δεν θυμούνται τα βάσανα της επίγειας ζωής. Παράλληλα τους συγκρίνει με τους ζωντανούς που υποφέρουν, επειδή δεν μπορούν να λησμονήσουν τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα.

«Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε

την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει

ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,

μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι!

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε

στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·

μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,

α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,

διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι,

πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,

τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·

θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν».

Πώς τιμά η εκπαίδευση η νεοελληνική τον ήρωα ποιητή. Αδιαφορώντας για την θυσία του. Κανένα κείμενο στο δημοτικό σχολείο, προγραμμένα τα ωραιότατα ποιήματά του, που μοσχοβολούν φιλοπατρία, αντιμότητα και αξιοπρέπεια. Παραθέτω κάτι σχετικό:

«…Και τα Νέα Ελληνικά θα ξαναγυρίσουν κι όχι πια με τ’ άθλια εκείνα κείμενα που διαλέγουν ως τώρα οι κλίκες και οι λογοκρισίες των πολιτικών ψευτοϊδεολογικών παρατάξεων και κομμάτων, αλλά τ’ άριστα κείμενα της Ελληνικής Γραμματείας…». («Ελλάδα και Πολιτισμός», Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, σελ. 158, κείμενο του Ρ. Αποστολίδη, 1995). ‘Ωσπου να έρθει όμως αυτή η ευλογημένη ώρα, ώσπου να έρθουν «καινούργιοι άνθρωποι / για να συνοδέψουν την βλακεία / στην τελευταία της κατοικία» (Παλαμάς), το έθνος είναι βυθισμένο «εις την απόλυτον αγραμματείαν», όπως έλεγε ο μεγάλος Δάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Κούμας. ‘Οχι κείμενα άριστα, άλλα σκύβαλα ακατ-ανόητα.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα