Κοινωνία

Στον Κώστα Θεοδωρίδη, την ψυχή του Χωρυγίου

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης

Ξέρω πως ο θάνατος δεν νικιέται. Ξέρω, ακόμη, ότι είναι σκληρός κι άδικος, όταν έρχεται νωρίς. Όταν δεν σου αφήνει χαρείς, όλα όσα προσδοκείς από τη ζωή σου. Να φροντίσεις να μεγαλώσεις παιδιά και να τα δεις να δημιουργούν οικογένειες.

Ο ξαφνικός θάνατος του Κώστα Θεοδωρίδη, ήταν ένας ισχυρός κεραυνός, που έπεσε πάνω σ’ όλο το Χωρύγι. Καμωμένος από πάστα σπάνιου ανθρώπου, είχε όχι μόνο την καρδιά αλλά όλο του το είναι στην Αριστερά. Από μικρός στον αγώνα της ζωής, δούλευε διπλά και τριπλά κι από ηλικία των 14 ετών, άντεχε να κουβαλά τσουβάλια, πάνω από εκατό κιλά,. Στην σπορά, πριν ο ήλιος χαράξει τελείωνε το πρώτο χωράφι και πήγαινε στο δεύτερο, πριν ακόμη οι άλλοι ξεκινήσουν. Η δουλειά για τον Κώστα ήταν χαρά και δημιουργία. Και σαν οικογένεια συλλογικά προχώρησε και προόδευσε.
Στο στίβο της κοινωνικής ζωής συνδύαζε τα δρώμενα με τα λεγόμενα. Δεν στρογγύλευε και συνταίριαζε το λόγο του, ανάλογα με τον ποιόν συνομιλούσε, αλλά πάντοτε έλεγε πάντα αυτό που πίστευε με παιδική αθωότητα.

Είναι δύσκολο, όσο κι αν προσπαθήσω, ξάδερφέ μου, τη μορφή σου να φιλοτεχνήσω, γιατί φοβάμαι ότι θα σε αδικήσω, διότι κάθε σου πράξη ήταν ανώτερη από λέξη. Εργατικός όσο κανείς, αυθεντικός και τίμιος, η συμμετοχή σου στα κοινά, μα πιο πολύ στα αθλητικά θέματα του χωριού ήταν τεράστια από τη θέση που προέδρου της ομάδας.
Μια δυνατή παρουσία, ένα «ευχάριστο πείραγμα» με γενική αποδοχή και με καρδιά μικρού παιδιού. Στην φιλία έδινες αξία και στον άνθρωπο ανταποκρινόσουν με βοήθεια κι ανθρωπιά.

Στην φαρέτρα της καθημερινής σου ζωής είχες ιδανικά που πολλοί θα ήθελαν να έχουν, αλλά ελάχιστοι αντέχουν να τα κουβαλούν. Έβαζες πάνω από το υπάρχω το συνυπάρχω και γι’ αυτό πάντα είχες καλούς και πολλούς φίλους.
Η συμμετοχή σου στο ΚΚΕ χαρακτηριζόταν από συντροφικότητα κι αγάπη για το κόμμα. Διαποτισμένος με τα νάματα της κομμουνιστικής ιδεολογίας ανδρώθηκες στην κονίστρα της καθημερινής πάλης Χαλυβδώθηκες στο καμίνι της ζωής και μπήκες μπροστά σε κάθε αγώνα.

Η αποδοχή σου από τον κόσμο ήταν μεγάλη και η σχέση σου με αυτόν ήταν γεμάτη από φιλία, εκτίμηση και χαρά.
Μοναδικός σε πολλά, αλλά ποτέ μόνος, διεθνιστής και διανθρώπινος, πρωτοπόρος και καινοτόμος στην εργασία, ταυτίσθηκες με την προκοπή και την πρόοδο. Πορευόσουν κρατώντας μέσα σου βαθιά την πραμάτεια της αγάπης και της καλοσύνης. Έκλεινες στην ψυχή σου δυνάμεις ανθεκτικές διατηρώντας τον εαυτό σου αναπαλλοτρίωτο, από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Και πάντοτε είχες ένα τρόπο διακριτικό να βοηθείς τον ανήμπορο, δίχως να το λες για να φανείς.
Αταλάντευτος στις ιδέες σου και ανυποχώρητος στις αρχές σου απέναντι στην αδιαφορία, αντέτασσες τη φιλία. Κι απέναντι στον συμβιβασμό τη μαχητικότητα. Ο λόγος με την πράξη στο έδενε όπως ο ήλιος με τη μέρα. Πάντα φωτεινός και πάντοτε χαρούμενος. Ακούραστος και άοκνος πίστευες σε αρχές που ανεβάζουν την κοινωνία ψηλά. Δεν αναζητούσες τον παράδεισο, γιατί τον κουβαλούσες μέσα σου. Πορευόσουν με βήματα σταθερά και με μέτρο την αξιοπρέπεια. Ενθουσιαζόσουν εύκολα σαν παιδί και συνδύαζες της ψυχής το ολοκλήρωμα με της καρδιάς το πύρωμα.

Μέρες της Άνοιξης σήμερα, κι εσύ μας λείπεις. Η καρδιά σου που χώραγε πολλά κι άντεχε περισσότερα ράγισε. Λύγισε σαν λαμπάδα Λαμπρής από τη φλόγα της. Η ψυχή σου όμως είναι εδώ μαζί μας. Μας φωτίζει στη σκέψη σου, μαζί με τη φωνή σου που αντηχεί χαμογελαστή στα αυτιά μας.
Έφυγες, μέρες τις Άνοιξης, κρατώντας άφθαρτη την ψυχή σου. Έφυγες διατηρώντας άσπιλη τη ζωή σου. Τον θάνατό σου τον θρηνεί το χωριό μας, το Κιλκίς και όπου Γης και φίλοι σου. Μα περισσότερο από όλους οι δικοί σου. Τα παιδιά σου, η γυναίκα σου και οι γονείς σου. Ο πόνος γι’ αυτούς είναι αβάσταχτος. Σου υπόσχονται όμως ότι θα συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις για μα τον αντέξουν. Μα πορευτούνε στη ζωή όπως θα ήθελες εσύ, ακολουθώντας το δρόμο που χάραξες εσύ. Θα σε τιμούνε βαδίζοντας στα αχνάρια τα δικά σου ενωμένοι σαν γροθιά με αγάπη, για να τους βλέπεις από ψηλά και να χαίρεσαι.

«Σκέψου η ζωή να τραβά τον δρόμο της κι εσύ να λείπεις, να έρχονται οι άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα και εσύ να λείπεις», μας θυμίζει Ρίτσος. Λένε πως πεθαίνει κανείς όταν πεθάνουν εκείνοι που τον θυμούνται. Όσοι ζουν στις καρδιές αυτών που αφήνουν πίσω τους, δεν πεθαίνουν ποτέ. Θα σε θυμόμαστε για πάντα, Κώστα, γιατί η ανάμνησή σου απαλύνει τον πόνο μας και ομορφαίνει τον κόσμο μας.
Δυσκολεύτηκα πολύ, ξάδερφε, φίλε την ξεχωριστή εικόνα σου με λέξεις και με έννοιες να χτίσω. Γι’ αυτό την κάθε λέξη που σου αφιερώνω, δέξου την σαν ένα ολάνθιστο στεφάνι και έχε το μαζί σου, ακολουθώντας τη στράτα του ήλιου και τα τρίστρατα των άστρων.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα