Γενική αναφορά στα γεγονότα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) στον νομό Κιλκίς
Την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου (1914-1918) δεν υπήρχε ο Νομός Κιλκίς ως διοικητική οντότητα. Ιδρύθηκε το 1934 με αρχικό πυρήνα την Υποδιοίκηση Κιλκίς και ένα χρόνο αργότερα, το 1935, ενσωματώθηκε σε αυτόν η επαρχία Γουμενίσσης που από το 1925 έφερε το όνομα Παιονία. Στην παρούσα εργασία αναφερόμενοι στα γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου στον Ν. Κιλκίς, κάνουμε λόγο για όσα διαδραματίστηκαν στην γεωγραφική περιοχή του, όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
Δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση της Γουμένισσας και της επαρχίας της (23-10-1912) από τον μακραίωνο οθωμανικό ζυγό, και ένα χρόνο μετά την θρυλική μάχη του Κιλκίς και την απελευθέρωση της πόλης και της ομώνυμης επαρχίας (21-06-1913) από τα βουλγαρικά στρατεύματα που τις κατείχαν, μαύρα σύννεφα σκέπασαν τα Βαλκάνια και σταδιακά την υφήλιο.
Η δολοφονία του πριγκιπικού ζεύγους της Αυστροουγγαρίας τον Ιούνιο του 1914 στο Σεράγεβο της Βοσνίας ήταν η αρχή παγκόσμιας συμφοράς που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στον θάνατο, προκάλεσε ανυπολόγιστες υλικές ζημιές και άλλαξε τον παγκόσμιο χάρτη. Ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως τον είπαν οι απλοί άνθρωποι, ο Πρώτος Παγκόσμιος (1914-1918) της Ιστορίας του ανθρώπινου γένους.
Και όλα αυτά συνέβησαν, διότι οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης επιδίδονταν σε αθέμιτους ανταγωνισμούς και διεκδικήσεις. Δεν πρυτάνευσε η λογική να επιλυθούν τα όποια προβλήματα με ειρηνικά μέσα και ως εκ τούτου πήραν φωτιά τα όπλα. Ο κόσμος ήδη ήταν μοιρασμένος σε δυο μεγάλα στρατόπεδα. Από τη μια η “Τριπλή Συμμαχία” ή διαφορετικά οι “Κεντρικές Δυνάμεις”, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία, και από την άλλη η “Εγκάρδια Συνεννόηση”, Αγγλία και Γαλλία, η γνωστή με το όνομα Αντάντ, που μετά την προσχώρηση στο πλευρό της της Ρωσίας πήρε το όνομα “Τριπλή Συνεννόηση”. Στους δύο συνασπισμούς με την πάροδο του χρόνου προστέθηκαν οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου ανάλογα με τα συμφέροντα και τις βλέψεις τους.
Η δολοφονία του πριγκιπικού ζεύγους που προαναφέρθηκε ήταν η αιτία να επιτεθεί η Αυστροουγγαρία στη Σερβία και στη συνέχεια η Βουλγαρία, για να λύσει παλιές διαφορές με τους γείτονές της. Άρχισε ο “Γολγοθάς” του Σερβικού λαού. Μετά την κατάρρευση της αντίστασής του αποδεκατισμένοι, στρατός και οπλίτες, κατέφευγαν προς την Αδριατική. Πολλοί, των νοτίων σερβικών περιοχών, πέρασαν στην Ελλάδα. Ζήτησαν προστασία και βοήθεια σε χωριά και πόλεις της Μακεδονίας. Έτσι συνέβη και στον Νομό μας, ιδιαίτερα στην κοιλάδα του Αξιού. Ξεριζωμένοι, εξαθλιωμένοι και καταταλαιπωρημένοι κατασκήνωσαν στους οικισμούς του. Με τη βοήθεια της Αντάντ τα σερβικά στρατεύματα από τις ακτές της Αδριατικής αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα (Κέρκυρα) και αργότερα στη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Μακεδονία. Μαζί και πολλοί άμαχοι. Κάποιοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν επίσης στον Ν. Κιλκίς. Όλοι σχεδόν μετά τον πόλεμο επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Αυτό ήταν ένα από τα προσφυγικά κύματα της εποχής εκείνης προς την Ελλάδα. Προηγήθηκαν ή ακολούθησαν και άλλα στα οποία επίσης θα αναφερθούμε.
Η Ελλάδα βίωνε το δικό της πρόβλημα που δίχαζε την ηγεσία της. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και το επιτελείο του επιθυμούσαν να μείνει η χώρα ουδέτερη, μακριά από τον πόλεμο. Ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, και η Κυβέρνησή του τάσσονταν υπέρ της ένταξης της χώρας στο πλευρό της Αντάντ, αφού με τις Κεντρικές Δυνάμεις είχαν συμπαραταχθεί Τουρκία και Βουλγαρία, οι μέχρι πριν λίγο αντίπαλοι, το 1912 και το 1913. Σε μια γενικευμένη σύρραξη ήταν βέβαιο πως οι χώρες αυτές θα κινούνταν εναντίον της Ελλάδας. Την ουδετερότητα του Παλατιού οι αντίπαλοί του την ερμήνευαν και ως φιλική στάση απέναντι στη Γερμανία λόγω της καταγωγής της τότε Βασίλισσας του ελληνικού θρόνου. Οι λόγοι αυτοί αποτέλεσαν αιτία διχασμού των Ελλήνων και ασταθούς πολιτικού κλίματος στη χώρα σε έναν κόσμο που καθημερινά μεταβάλλονταν. Ο πόλεμος έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι μετά την αποτυχία τους να καταλάβουν τα Δαρδανέλια τον Μάρτιο του 1915, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς αποβίβασαν δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη. Ως αιτία του εγχειρήματος προέβαλλαν την μεταφορά εκεί των σερβικών δυνάμεων για να είναι κοντά στην όμορη με την Ελλάδα τότε πατρίδα τους, όπου έπρεπε να επιστρέψουν. Ένας άλλος λόγος της παρουσίας τους στη Θεσσαλονίκη ήταν να εμποδίσουν την κάθοδο προς Νότο των αυστροουγγρικών, γερμανικών και βουλγαρικών στρατευμάτων.
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κοσμοσυρροή από Άγγλους και Γάλλους στρατιώτες προερχόμενους από όλες τις φυλές της γης, μιας και οι δύο χώρες είχαν υπερπόντιες κτίσεις σε όλες τις ηπείρους. Στη συνέχεια ήρθαν Σέρβοι, Ρώσοι και Ιταλοί, γιατί η χώρα τους αποσύρθηκε από τη συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων και εντάχθηκε στην Αντάντ. Στρατιωτικές μονάδες τους ακολουθώντας την κοιλάδα του Αξιού προωθήθηκαν βόρεια, πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Δεν πέτυχαν αξιόλογα αποτελέσματα εναντίον των κατερχόμενων αντιπάλων και στρατοπέδευσαν στη Θεσσαλονίκη και στα πέριξ. Δημιούργησαν “το κλουβί του πουλιού”, όπως έλεγαν οι Άγγλοι, ή το “περιχαρακωμένο στρατόπεδο” με τους “περιβολάρηδές” του, όπως ονόμασαν τα εκεί στρατεύματα, γιατί για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν πολεμούσαν ασχολούμενοι με άλλα έργα. Αυτά τα στρατεύματα συγκρότησαν την Στρατιά της Θεσσαλονίκης με πρώτον επικεφαλής τον Γάλλο στρατηγό Μωρίς Σαράιγ. Αργότερα τον διαδέχθηκαν στην ίδια θέση άλλοι στρατηγοί, πάντα Γάλλοι. Σταδιακά στα ελληνοσερβικά σύνορα διαμορφώθηκε ένα νέο μέτωπο του πολέμου, το γνωστό “Μακεδονικό”.
Τμήμα του Μετώπου ήταν η μεθόριος του σημερινού Ν. Κιλκίς. Η περιοχή του κατακλείστηκε από τα στρατεύματα της Αντάντ, από τα Κρούσια ως το Πάικο και ακόμη παραπέρα. Στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα με κορυφαίο το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, δηλαδή των βενιζελικών που εγκαθίδρυσαν δική τους Κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1916, η προσχώρηση περιοχών όπως της Κρήτης, των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Μακεδονίας, και στρατιωτικών μονάδων, όπως οι Μεραρχίες Κρήτης, Αρχιπελάγους και Σερρών στο κίνημα, διαμόρφωσαν νέα κατάσταση. Ο διχασμός πέρασε και στις τοπικές κοινωνίες. Οι πολίτες χωρίστηκαν σε φιλοβασιλικούς και φιλοβενιζελικούς. Οι Αγγλογάλλοι βέβαια ήταν με τους δεύτερους. Οργανώνονταν τοπικά συλλαλητήρια από οπαδούς της μιας ή της άλλης παράταξης και δεν έλλειπαν οι συγκρούσεις. Έτσι έγινε και στο Κιλκίς.
Τον Μάιο του 1917 υπό την πίεση των Άγγλων και Γάλλων παραιτήθηκε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος υπέρ του δευτερότοκου γιου του Αλέξανδρου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε την διακυβέρνηση ολόκληρης της χώρας και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1917, εντάχθηκε η Ελλάδα επίσημα στο πλευρό της Αντάντ.
Τον χειμώνα του 1915 στον σημερινό Ν. Κιλκίς οι Γάλλοι αρχικά στρατοπέδευσαν στην επαρχία του Κιλκίς και στην κοιλάδα του Αξιού. Οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν στα Κρούσια. Οι Σέρβοι προωθήθηκαν πέρα από το Πάικο, στην περιοχή του όρους Βόρρα (Καιμακ – τσαλάν). Στη συνέχεια οι Ιταλοί μετακινήθηκαν στην Ήπειρο και τη Νότια Αλβανία, είχαν τους δικούς τους λόγους. Οι Άγγλοι επόπτευαν και στρατοπέδευσαν από τον Στρυμόνα ως τον Αξιό και οι Γάλλοι δυτικά του ίδιου ποταμού, στην περιοχή της Παιονίας και πέρα. Ήρθε και ο Ελληνικός Στρατός, οι Μεραρχίες της Εθνικής Άμυνας. Εντάχθηκαν στον τομέα των Γάλλων. Εγκαταστάθηκαν στις πλαγιές του Πάικου, πάνω από την Αξιούπολη ως το Σκρα. Άρχισαν οι προετοιμασίες για πολεμικές αναμετρήσεις. Στον νομό μας ήταν οι δύο πρώτες γραμμές του μετώπου.
Αργότερα, στις αρχές τoυ 1918, ήρθαν και άλλα ελληνικά στρατεύματα, αφού, όπως το κράτος έτσι και ο Στρατός, ενοποιήθηκε.
Ο πόλεμος από την κήρυξή του δημιούργησε προσφυγικά κύματα. Ήδη είχαν προηγηθεί κάποια την περίοδο των βαλκανικών αναμετρήσεων (1912-1913), όπως η μετακίνηση Ελλήνων από τη Στρώμνιτσα, τη Γευγελή, το Μοναστήρι, το Μελένικο και τις επαρχίες τους που έμειναν εκτός των ελληνικών ορίων με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913. Πολλοί ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον Ν. Κιλκίς. Ο Πρώτος Παγκόσμιος έφερε και άλλους εκτοπισμένους που προσπαθούσαν να σωθούν από την πολεμική συμφορά και τα αντίποινα αντιπάλων δυνάμεων.
Ήδη αναφέρθηκε η μεταφορά από δυνάμεις της Αντάντ προσφύγων από τη Σερβία και η κάθοδος Σέρβων από την κοιλάδα του Αξιού προς την περιοχή μας. Η ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το πρώτο κιόλας έτος (1914) στο πλευρό των Γερμανών (των Κεντρικών Δυνάμεων) έδωσε την αφορμή για συστηματικούς διωγμούς των Ελλήνων πρώτα στην Ανατολική Θράκη και στη συνέχεια στη Δυτική Μικρά Ασία. Οι διώξεις αυτές συνεχίστηκαν ως το τέλος του πολέμου (1918) και είχαν επεκταθεί στις περιοχές του Μαρμαρά και του Πόντου. Στο Κιλκίς εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από το Ακαλάν και το Γιασίκιο (Ίασμο) της Δυτικής Θράκης, τη Βιζύη, το Μπουργκάζ, τα Μάλγαρα, τις Σαράντα Εκκλησίες και άλλα μέρη της Ανατολικής Θράκης.
Μετά τον πόλεμο και την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, όλοι σχεδόν επέστρεψαν στις πατρίδες τους εκτός από τους Ακαλανιώτες. Στο Κιλκίς το 1914 και πολύ περισσότερο μετά το 1915, στη διάρκεια του πολέμου, μετά την ήττα της Τουρκίας από τη Ρωσία, ήρθαν πρόσφυγες από τον Καύκασο και τον Πόντο. Όταν η Βουλγαρία το 1916 κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία, επίσης είχαμε προσφυγικό κύμα προς την Ελλάδα, ένα μέρος του οποίου εγκαταστάθηκε στον Ν. Κιλκίς.
Πέραν αυτών των προσφυγικών κυμάτων είχαμε και μετακινήσεις κατοίκων του ίδιου του Νομού εντός και εκτός των ορίων του. Οι κάτοικοι των οικισμών που βρέθηκαν στην εμπόλεμη περιοχή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις ασχολίες τους και να μετακομίσουν σε πλησιέστερα κέντρα για λόγους ασφάλειας. Είχαμε μετακινήσεις των κατοίκων των χωριών των ορεινών όγκων του Μπέλες, των Κρουσίων και του Πάικου. Οι κάτοικοι των χωριών Σκρα, Ειδομένης, Χαμηλού, Δογάνη και άλλων κατευθύνθηκαν προς τις κωμοπόλεις και τα χωριά του κάμπου. Άλλοι κατέφυγαν και έστησαν προσωρινούς καταυλισμούς κοντά στα ελληνικά και συμμαχικά στρατόπεδα. Εκεί αισθάνονταν ασφαλείς, μπορούσαν να επιβλέπουν την περιουσία τους και να καλλιεργούν τα κτήματά τους κατά την μακρά εμπόλεμη περίοδο. Οι κάτοικοι του Πολυκάστρου και των γύρω οικισμών μετακινήθηκαν νοτιότερα. Στη Γουμένισσα κατέφυγαν Μουσουλμάνοι κάτοικοι των χωριών Φανού και Πλαγίων, ζητώντας προστασία από τις εκεί ελληνικές και συμμαχικές αρχές. Γυναικόπαιδα κατέκλυσαν το κέντρο της κωμόπολης και σταδιακά φιλοξενήθηκαν σε σπίτια γνωστών τους χριστιανών και σε δημόσια καταλύματα.
Στρατόπεδα παντού, γαλλικά, αγγλικά, ελληνικά. Μικροί και μεγάλοι στρατιωτικοί καταυλισμοί στήθηκαν δίπλα σε χωριά και κωμοπόλεις, σε λαγκαδιές και βουνοπλαγιές αναμένοντας τις αναμετρήσεις με τον εχθρό που οχυρώνονταν ακριβώς απέναντι. Κατασκευάστηκαν πολεμικά αεροδρόμια, των Άγγλων στη Μεγάλη Βρύση κοντά στο Μεταλλικό, όπου το αρχηγείο τους, των Γάλλων και των Ελλήνων στη Γοργόπη. Προσγειώθηκαν πολεμικά αεροπλάνα της εποχής. Στους ουρανούς ανυψώνονταν κατά καιρούς τεράστια αερόστατα, τα ζέπελιν, για να παρακολουθούν τις κινήσεις εχθρών και φίλων. Οι χωρικοί έκαμναν τον σταυρό τους βλέποντας αυτά τα “τέρατα” και αναρωτιούνταν, τι είναι και τι θέλουν!
Εκτός από τους στρατιώτες επιστρατεύθηκαν και οι άντρες της περιοχής. Πήραν τα σκαπτικά εργαλεία και δούλευαν ολημερίς σε κάμπους και βουνά ανοίγοντας δρόμους, μονοπάτια, κατασκευάζοντας φράγματα στα ποτάμια για το νερό και το μπάνιο των οπλιτών. Έφτιαχναν πολυβολεία, μαντρότοιχους, αναχώματα, αμπριά. Ως επιμίσθιο έπαιρναν μια καραβάνα φαγητό για το άτομό τους και κάποια τρόφιμα για την οικογένειά τους. Η συμμετοχή των ανδρών στις χειρονακτικές εργασίες ήταν υποχρεωτική. Η μη προσέλευση, ακόμα και όταν υπήρχαν δυσκολίες τιμωρούνταν αυστηρά. Έτσι συνέβη στο Κιλκίς. Ο Άγγλος αστυνομικός της πόλης διέταξε την καύση του οικιακού ρουχισμού κατοίκου που λόγω ασθενείας δεν προσήλθε στην αγγαρεία. Αυτά επέβαλλε ο στρατιωτικός νόμος ή στάση των ξένων προς τους ντόπιους; Όπως και να ήταν, πολλές φορές είχαμε ακραίες συμπεριφορές από τα στρατεύματα των Συμμάχων. Άλλο δυσμενές περιστατικό ήταν Γάλλου αξιωματικού που τιμώρησε των Επιθεωρητή των Σχολείων του Κιλκίς, γιατί θέλησε να ελέγξει, όπως ήταν στην αρμοδιότητά του, τη λειτουργία του σχολείου των καθολικών καλογραιών της πόλης. Ένας χαλβατζής στη Γουμένισσα την ημέρα της λαϊκής συνελήφθη, γιατί περιτύλιγε τον χαλβά που πουλούσε σε γερμανικές προκηρύξεις γραμμένες στη γαλλική γλώσσα. Τις είχε προμηθευθεί από ξυλοκόπο του Πάικου, που είχε έρθει στο παζάρι να πουλήσει τα ξύλα και εκείνος με τη σειρά του τις είχε βρει στο βουνό ριγμένες από γερμανικό αεροπλάνο. Και οι δύο θεωρήθηκαν άκρως επικίνδυνοι. Τιμωρήθηκαν με την ποινή του θανάτου από τα φίλα στρατεύματα “προς παραντιγματισμόν”.
Οι κάτοικοι συναναστρέφονταν με την στρατιωτική πανσπερμία, λευκών από την Ευρώπη και τη μακρινή Ωκεανία, κίτρινων από την Ινδοκίνα, μαύρων από τη Σενεγάλη, μελαψών από το Μαρόκο, το Αλγέρι και την Τυνησία και άλλων πολλών. Απορούσαν για τα παράξενα που έβλεπαν. Διαφορετικούς ανθρώπους στο χρώμα, στη γλώσσα, στους τρόπους. Για τις μηχανές που έφευγαν μόνες τους, τι θαύμα και αυτό! Ήταν τα αυτοκίνητα, μικρά και μεγάλα, τα κανόνια και τα παράξενα τρενάκια (ντεκοβίλ). Τα τελευταία σαν σαρανταποδαρούσες κατευθύνονταν από τις κεντρικές ως τότε γνωστές σιδηροδρομικές γραμμές προς διάφορες κατευθύνσεις. Από το Γαλλικό προς την Ασπροβάλτα, από την Κρηστώνη προς την Τέρπυλλο. από την Αξιούπολη προς το Σκρά.
Οι Άγγλοι στρατηγοί Μίλν και Ουίλσον από το αρχηγείο τους στο Μεταλλικό παρακολουθούσαν τις κινήσεις των αντιπάλων στο “μάτι του διαβόλου”, ψηλά στα υψώματα γύρω από τη Δοϊράνη, στο Γκραν και στο Πιπ Κορονέ. Πάνω από τον Αξιό, στην Πηγή, ο Γάλλος στρατηγός Ζερόμ οργάνωνε τα του μετώπου στον τομέα του σε συνεργασία με τους Έλληνες μεράρχους Χριστοδούλου, Ζυμβρακάκη και Ιωάννου, για να δοθεί η ευκαιρία να εκπορθήσουν το Σκρα ντι Λέγκεν, το “λίκνο εκ βράχων” των Ελλήνων, τη “μεγάλη πέρδικα”, όπως ονόμαζαν την τοποθεσία οι Βούλγαροι. Την οχύρωσαν, όπως και το Κορονέ, οι Γερμανοί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Στα μετόπισθεν, στις λαγκαδιές και τις παρυφές των λόφων και των βουνών, μα και στα επαρχιακά κέντρα στήνονταν και εξοπλίζονταν νοσοκομεία: Στην Πύλη Αξιούπολης, στη Γουμένισσα, στο Πολύκαστρο, στον Στάθη, στην Καστανερή, στο ρέμα Κοτζα – ντερέ, στα Λιβάδια του Πάικου, στο Κιλκίς, στην Κρηστώνη, στον Γαλλικό, στην Καλίνδρια. Επιτάχθηκαν μεγάλα αρχοντικά στις κωμοπόλεις και έγιναν έδρες επιτελείων. Μετατράπηκαν σε νοσοκομεία, μαγειρεία, κατοικίες αξιωματικών εκκλησίες, σχολεία, δημόσια κτίρια. Στις πλατείες στήθηκαν κιόσκια και εξέδρες για να παιανίζουν οι μπάντες και να ψυχαγωγούν τους στρατευμένους. Από κοντά χαίρονταν και οι κάτοικοι με τις μουσικές, τα θέατρα, τα παιχνίδια και τις παρελάσεις των στρατιωτών. Ήταν οι “ήσυχες και όμορφες” στιγμές του πολέμου.
Οι Αγγλογάλλοι, για την εκτέλεση των δικών τους θρησκευτικών καθηκόντων λειτούργησαν ναούς σε κεντρικά σημεία των μεγάλων οικισμών, όπως στη Γουμένισσα σε κατάστημα της κεντρικής πλατείας. Δημιούργησαν δικά τους κοιμητήρια, μικρά και μεγάλα, που γέμισαν σταδιακά από σκοτωμένους στρατιώτες μετά κυρίως τις μεγάλες αναμετρήσεις στο Ραβινέ (1917), το Σκρά (1918) και τη Δοϊράνη (1918). Μετά τον πόλεμο οι Γάλοι μετέφεραν τα λείψανα των δικών τους στην πατρίδα τους και στη Θεσσαλονίκη (Ζεϊντελίκ). Έμειναν στους τόπους των Μακάρων αναθηματικές στήλες, έρημα ξωκλήσια που τα φθείρει ο χρόνος και τα καλύπτουν τα χορτάρια και τα ρουμάνια. Οι Άγγλοι άφησαν πίσω τους, χωρίς να λησμονήσουν, τα κοιμητήρια των ηρώων τους. Τα φρόντισαν και τα φροντίζουν ως σήμερα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως στην Κρηστώνη, τη Δοϊράνη, το Πολύκαστρο. Στην αιματοβαμμένη γη του Νομού μας υπάρχουν από τότε δυο κοιμητήρια Ελλήνων πεσόντων, αξιωματικών και οπλιτών, το ένα στην Αξιούπολη και το άλλο στη Δοϊράνη.
Ιατρικά συνεργία των συμμαχικών στρατευμάτων εξέταζαν τους χωρικούς και τις οικογένειές τους, πρόσφεραν οδοντιατρική φροντίδα, πολεμούσαν τις επιδημίες που απειλούσαν τους ξωμάχους και τα στρατεύματα. Την τελευταία χρονιά του πολέμου (1918) έδωσαν μάχες για τον περιορισμό της επιδημίας της ισπανικής γρίπης που στο πέρασμά της έστελνε στην άλλη ζωή όσους έπληττε άσχετα από χρώμα, ηλικία, γένος και αξίωμα. Οι ξένοι στρατιώτες χάριζαν ζαχαρωτά στα παιδιά, κυρίως οι Γάλλοι, και προτιμούσαν κρασί, αν και απαγορεύονταν η κατανάλωσή του από τους ένστολους. Ωστόσο, το έβρισκαν στα κελάρια των σπιτιών, το αγόραζαν κρυφά με κίνδυνο να τιμωρηθούν αγοραστές και πωλητές. Τα ίδια εκείνα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου στον αμπελώνα της Γουμένισσας, όπου παράγονταν εξαιρετικά κρασιά, ενέσκηψε φυλλοξήρα που τον αποδεκάτισε. Οι κάτοικοι της κωμόπολης απέδιδαν τη συμφορά στους Γάλλους στρατιώτες λέγοντας. “Επειδή δεν μπορούν να κάνουν σαν το δικό μας κρασί, κατέστρεψαν τα αμπέλια μας….!”.
Καλλιτέχνες αξιωματικοί και οπλίτες ζωγράφιζαν, όπως ο Wood, ο Spencer, o Benoist, o Houston τοπία της περιοχής, εικόνες των μαχών, των νεκρών, πρόσωπα, γεγονότα. Άλλοι φωτογράφιζαν και κινηματογραφούσαν. Περιόδευσε στην περιοχή και ο μεγάλος Ελβετός φωτογράφος F. Boassonnas. Σε μοναδικές φωτογραφίες αποθανάτισε τοπία του Κιλκίς, του Γαλλικού, του Αξιού, της Αξιούπολης, της Γουμένισσας, του Φανού, των Πλαγίων και του Σκρα. Καλλιτεχνικά επιστολικά δελτάρια τοπίων της περιοχής και κυρίως της Θεσσαλονίκης, αποτέλεσαν τα μέσα επικοινωνίας των στρατευμένων με τις οικογένειές τους ανά τον κόσμο.
Στις ελληνικές μονάδες υπηρετούσαν πεζογράφοι, ποιητές, ιστορικοί, λογοτέχνες δημοσιογράφοι. Έγραψαν για τα μέρη του Ν. Κιλκίς και τις μάχες που δόθηκαν σε αυτόν οι Σ. Μυριβήλης, Γ. Σκαρίμπας, Γ. Αθάνας, Ν. Γρηγοριάδης. Ο Γ. Κατσίμπαλης πολέμησε στο Σκρα. Συνάδελφοί τους στα μετόπισθεν με τον δικό τους τρόπο αναφέρονταν στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περιοχή. Μεταξύ αυτών οι Κ. Παλαμάς, Π. Δέλτα, και αργότερα οι Γ. Βαφόπουλος και Κ. Ουράνης. Βέβαια δεν έλειψαν και οι ξένοι, όπως ο Μαν που έγραψε για τα γεγονότα, περισσότερο των Άγγλων, και ένα μακροσκελές ποίημα για τον μεγαλιθικό λόφο του Χωρυγίου.
Πριν τις μεγάλες μάχες του 1917 στο Ραβινέ και του 1918, στο Σκρα και τη Δοϊράνη, η ελληνική πολιτική, πολιτειακή και στρατιωτική ηγεσία, όπως και η ξένη στρατιωτική περιόδευσε στην περιοχή επιθεωρώντας στρατεύματα, στρατιωτικά έργα, κυρίως δε για να εμψυχώσει τους μαχητές. Ήρθε επανειλημμένα ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με τα άλλα δύο μέλη της Τριανδρίας (ναύαρχο Κουντουριώτη και στρατηγό Δαγκλή). Ανέβηκε στο Ραβινέ, στην Πλαγιά και την Πηγή, στο Πολύκαστρο. Το ίδιο έκανε και ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ανηφορίζοντας στις Πλαγιές του Πάικου με το ντεκοβίλ συνοδευόμενος από τον Γάλλο στρατηγό Γκιγιωμά. Επιθεώρησε τα αεροπλάνα στη Γοργόπη, περιήλθε τα χαρακώματα του Πολυκάστρου. Το ίδιο και ο στρατηγός Δαγκλής και οι ξένοι αρχιστράτηγοι του μετώπου, Γάλλοι και Άγγλοι, ακόμη και ο τότε Υφυπουργός Υγείας για τον στρατό της Γαλλίας Justin Godart.
Και ενώ ετοιμάζονταν οι πολεμικές αναμετρήσεις, συνεργεία στρατιωτών της Αντάντ με επικεφαλής αξιωματικούς και ειδικούς επιστήμονες ασχολούνταν και με επιστημονικές έρευνες. Προχώρησαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές σε περιοχές του Νομού, στην Αξιούπολη ο Γάλλος L. Rey και στην Τσαουσίτσα, κοντά στην Ποντοηράκλεια. Ήρθαν στο φως σημαντικά ευρήματα. Η ενασχόλησή τους αυτή μετά τον πόλεμο ονομάστηκε “αρχαιολογία στα μετόπισθεν”. Ήταν η αρχή για σχετικές έρευνες στον Νομό τη δεκαετία του 1920 στις θέσεις Καλίνδρια, Λιμνότοπος και Αξιοχώρι.
Ο παλαιοντολόγος C. Arambourg, στρατιώτης του γαλλικού στρατού, έκανε έρευνες στα νότια του Νομού στην περιοχή Αγιονερίου – Βαθυλάκου. Εντόπισε απολιθώματα που στάθηκαν αιτία αργότερα να συντάξει σχετική μελέτη. Άλλοι ασχολήθηκαν με την χαρτογράφηση της περιοχής, την ρυμοτόμηση οικισμών, την εκπαίδευση. Το έργο αυτό των συμμαχικών στρατευμάτων, όπως και της οδοποιίας, των σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων, της υγειονομικής περίθαλψης των κατοίκων έμεινε στην ιστορία ως “το ειρηνικό έργο των συμμαχικών στρατευμάτων”.
Από τις πολεμικές αναμετρήσεις του 1916 ανάμεσα στους Αγγλογάλλους και τους Γερμανοβουλγάρους σημαντικές ήταν στην περιοχή των Ευζώνων, του Πολυκάστρου και της Καλίνδριας. Τον Απρίλιο του 1917 οι Άγγλοι επιτέθηκαν στον τομέα της Δοϊράνης. Είχαν μεγάλες απώλειες, δεν επιτεύχθηκε ο στόχος, αλλά όπως έγραψε ένας Άγγλος πέτυχαν “να βάλουν πόδι στα εχθρικά χαρακώματα”. Την ίδια περίοδο (Απρίλιος – Μάιος 1917) οι Γάλλοι επιτέθηκαν σε διάφορες θέσεις του τομέα Σκρα. Την Πρωτομαγιά της ίδιας χρονιάς είχαμε τη μεγάλη έκπληξη – επιτυχία του Ελληνικού Στρατού. Πέτυχε να καταλάβει το ύψωμα Ραβινέ με σκληρό αγώνα και θυσίες. Ανέβηκε το γόητρο των ελληνικών δυνάμεων, εκτιμήθηκαν από τους συμμάχους και θεωρήθηκαν σημαντικός παράγοντας της έκβασης των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό Μέτωπο. Αυτό επιβεβαιώθηκε με τον καλύτερο τρόπο στις Μάχες του Σκρα, τον Μάιο του 1818, και της Δοϊράνης τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Με την τελευταία άρχισε και η κατάρρευση του μετώπου στην περιοχή, στα Βαλκάνια και στη συνέχεια στη Δύση.
Με τη συνθήκη των Βερσαλλιών τον Ιούνιο του 1919 διευθετήθηκαν οι διαφορές των αντιμαχομένων. Με άλλες συνθήκες που ακολούθησαν τακτοποιήθηκαν οι διαφορές μεταξύ γειτονικών χωρών, όπως για παράδειγμα Ελλάδας – Βουλγαρίας (Νεϊγύ 1919), Ελλάδας – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σεβροί 1920). Η χώρα μας βγήκε από τον πόλεμο, ως η Ελλάς των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό σε σύγκριση με την προ του πολέμου περίοδο. Η κατάσταση αυτή βέβαια άλλαξε με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.
Οι εκτοπισμένοι κάτοικοι των οικισμών της εμπόλεμης ζώνης άρχισαν να επιστρέφουν στα κατεστραμμένα σπίτια τους. Αναζητούσαν τις περιουσίες τους, οργάνωναν τη ζωή τους. Οι δυσκολίες δυσβάστακτες. Οι Κυβέρνηση προσπάθησε να ενισχύσει τους δοκιμασμένους. Διενεργήθηκαν έρανοι, πάρθηκαν αποφάσεις για παραχώρηση ζώων κατάλληλα για άροση. Επέστρεψαν και οι από μακριά πρόσφυγες, στη Θράκη, τη Μικρά Ασία χωρίς να γνωρίζουν τι τους επιφύλασσε η τύχη σε λίγα χρόνια μετά. Επέστρεψαν και οι κάτοικοι της Ειδομένης και των παρακείμενων οικισμών που βρέθηκαν στη ζώνη των Γερμανοβουλγάρων και είχαν εκτοπισθεί στη βουλγαρική ενδοχώρα. Η ανασυγκρότηση ήταν δύσκολη. Η ζωή συνεχίζονταν, έπρεπε να συνεχιστεί!
Ο πόλεμος τελείωσε, τα ξένα στρατεύματα αποσύρθηκαν στις πατρίδες τους. Οι ιστορίες και οι διηγήσεις όσων έζησαν τα γεγονότα εκείνα, ήταν πολλές και ατελείωτες. Έμειναν τα μνημεία και αργότερα, τη δεκαετία του 1920, στήθηκαν και άλλα. Στα πεδία των μαχών σκόρπια πολεμικά υλικά που τα σκέπασε με την πάροδο των χρόνων το χορτάρι και το χώμα. Κάποια επανέρχονταν στο φως. Κάλυκες οβίδων για να στολίζουν ράφια, τραπέζια σπιτιών και καταστημάτων, παγούρια, ιδιαίτερα γαλλικά, για να κρέμονται στους τοίχους. Φωτογραφίες, λίγες και σπάνιες, για να θυμίζουν πρόσωπα και γεγονότα. Μεταλλικά αντικείμενα από τα οποία φτιάχτηκαν γεωργικά εργαλεία, για να καλλιεργηθεί η καμμένη γη του Νομού μας. Έμειναν γαλλικές και εγγλέζικες κουβέντες και κάποιες των ξένων στρατιωτών από τα πέρατα της γης.
Όλα επισκιάστηκαν με τα χρόνια και στο τέλος, εκατό χρόνια μετά αναζητούμε από δικές μας και ξένες πηγές να γνωρίσουμε, όσο γίνεται καλύτερα, τα γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου στον τόπο μας. Έγιναν μεγάλες και σπουδαίες τελετές για τα εκατοντάχρονα και εδώ στα μέρη μας, Έπρεπε, επιβάλλονταν! Ήταν ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των νεκρών, δικών μας και συμμάχων, που έπεσαν στα πεδία των μαχών στον Νομό μας, για την τιμή της Πατρίδας, για την Ελευθερία, για την αξιοπρέπεια. Η ιστορία και τα εορταζόμενα σχετικά γεγονότα πρέπει να μας διδάσκουν. Να μας διδάσκουν όχι μόνο για τη γνώση της ιστορίας του τόπου μας και του κόσμου αλλά για το πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε το παρόν και το μέλλον.