Από τα σχολεία των άθεων… κομμάτων, στα σχολεία των ελληνικών γραμμάτων
«Εκείνα εκ των βιβλίων αποδεξώμεθα εν οις αρετήν
επήνεσαν και πονηρίαν διέβαλον»
Μέγας Βασίλειος
Είναι γνστό ότι την εκπαίδευση στο «Βυζάντιο», στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, την είχε αναλάβει η Εκκλησία.
Δάσκαλοι ήταν, ως επί το πλείστον, κληρικοί και ως σχολεία χρησιμοποιούσαν κυρίως ειδικούς χώρους στον περίβολο των εκκλησιών, νάρθηκες ή τα μοναστήρια. (Κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του Γένους οι ίδιοι χώροι, ονομάστηκαν «Κρυφά Σχολειά»).
Ειδικά για τα μοναστήρια, μιας και ο πόλενος εναντίον τους θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια από τους εκκλησιομάχους προοδομανείς, γιατί είναι τα «προπύργια της Ορθοδοξίας», ο μακαριστός καθηγητής Φ. Κουκουλές σημείωνε: «Τα μοναστήρια ήταν κέντρα μεγάλης πνευματικής εργασίας. Εν αυτοίς οι μοναχοί αδιάσπαστον τον μετά του παρελθόντος σύνδεσμου τηρούντες, εκαλλιέργουν τα ελληνικά γράμματα, μεταλαμπαδεύοντες ως συγγραφείς ή και διδάσκαλοι τον ελληνικόν πολιτισμόν εις τους συγχρόνους. Εκ των περιβόλων των μονών, ως από κοιλίας δουρείου ίππου, την ελληνικήν παιδείαν διδαχθέντες και εις τα νάματα της χριστιανικής αρετής λουσθέντες εξεπήδησαν άνδρες, οίτινες στύλοι της Εκκλησίας και του Έθνους ημών εγένοντο». Ο περίφημος Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτος ονομάζει τα μοναστήρια της εποχής του «φιλοσοφικά φροντιστήρια», ο δε Παπαρρηγόπουλος «τα ασφαλέστερα καταγώγια των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών».
Στα χωριά μας οι γεροντότεροι ακόμη αποκαλούν τα μοναστήρια «μαναστήρια». Στα «ηρωϊκά διηγήματα» του Χρ. Χρυστοβασίλη (1861-1937), του «αρματολού των ελληνιοκών γραμμάτων» όπως ονομάστηκε, διαβάζουμε γιά την τελευταία παραγγελιά του γερο Κλέφτη, Αητόγιαννου, στα παλληκάρια του: «Έχω κι άλλο ένα να ας πω και να σας παρακαλέσω. Να βοηθάτε τα μαναστήρια όσο μπορείτε! Χωρίς αυτά τα μαναστήρια δεν θα μπορούσε να ζήσει η Κλεφτουριά που λευτέρωσε την Ελλάδα! Να κόβετε από την χαψιά σας και να δίνετε στα μαναστήρια. Δεν έχω τίποτε άλλο να σας πω. Σχωράτε με κι ο Θεός σχωρέσ’ σα!».
(εκδ. «ΡΟΕΣ», σελ. 223). Ας προσςεχθεί το “μαναστήρια”. Για το λαό ήταν η «μάνα» του το μοναστήρι, η τροφός και η παρηγοριά του.
Και είναι πολύ άδικη η κατηγορία ότι το μοναχικό πνεύμα ήταν κατά των κλασσικών σπουδών «Εις το Βυζάντιον ουδέποτε εισβέσθη τελείως η αρχαία παράδοσις» και για τον λόγο αυτό «αιών του ανθρωπισμού δεν ηδύνατο να αναλάμψη εκεί ομοίως ως εν τη Δύσει. Η προς την αρχαιότητα σχέσεις κατά την πολιτικήν και λογοτεχνικήν έποψιν, διετηρήθη πάντοτε» γράφει ο σπουδαίος Κρουμβάχερ. (Γ. Τσαμπή, «Η παιδεία στο χριστιανικό Βυζάντιο», εκδ. «Γρηγόρη», σελ. 71).
Δεν υπήρχε αναγέννηση στην Ανατολή, γιατί ουδέποτε πέθανε το αρχαίο αθάνατο πνεύμα.
Στα μοναστήρια έγινε η αντιγραφή και η διάσωση των θησαυρών της κλασσικής γραμματείας και αν δεν φρόντιζαν οι ανώνυμα ταχυγράφοι και καλλιγράφοι ταπεινοί μοναχοί γι’ αυτό, πολύ λίγα έργα θα έβρισκαν οι βάρβαρες ορδές των Σταυροφόρων να κατακλέψουν.
Και ας μην λησμονούμε ότι από τα μοναστήρια, τον μοναχισμό ξεπήδησαν οι «στύλοι της Ορθοδοξίας», οι Τρεις Ιεράρχες. Αυτή είναι και η σημαντικότερη «παιδευτικοί» συνεισφορά των μοναστηριών. Το ότι στάθηκαν και στέκονται «εργαστήριο αγιότητος».
«Η λογοκρατούμενη εποχή μας, η δώσασα “βιβλίον αποστασίου” εις την μυστικήν ζωήν, θέλει να βλέπη εις τους “Τρεις Ιεράρχας” τους ανθρώπους των γραμμάτων, τους εραστάς της κλασσικής σοφίας, τους συνδυάσαντας ή συμφιλιώσαντας τον Χριστιανισμόν με τα ελληνικά γράμματα.
Και ναι μεν η κλασσική τους παιδεία είναι σημαντικωτάτη. Και ο ελληνικός λόγος, ολολαμπής από τας αστραπάς της μεγαλοφυΐας των, ακτινοβολεί εις τα συγγράμματά των.
Εκείνο όμως, που τους καθιστά “τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος”, δεν είναι τα γράμματα, αλλά η αγιότης των. Αυτή, που ελάμπρυνε τον ελληνικόν λόγον. Και από διανοητικόν τον μετουσίωσεν εις πνευματικόν διό και θέλγοντα τας καρδίας των πιστευόντων.
Και πρέπει να είπωμεν αμέσως, ότι χωρίς την αγιότητα της ψυχής, δεν θα ήσαν παρά φιλόσοφοι ή θεολογούντες, ανίκανοι να ανέλθουν εις τας κορυφάς της “γνώσεως”, όπου έφθασαν. Και η θεολογία των, δεν θα διετήρει μέχρι σήμερον το κύρος της, εάν δεν κατηυγάζετο από τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος. Ακριβώς διά τούτο, ο μεν εις ονομάζεται υπό της Εκκλησίας Θεολόγος. Ο δε έτερος αναγνωρίζεται Ουρανοφάντωρ. Και εις τον τρίτον, αποδίδεται ο τίτλος του Χρυσοστόμου. Ονόματα μεγάλα, μοναδικά, ανεπανάληπτα».
Είναι λόγια του μακαριστού αγιορείτη μοναχού Θεοκλήτου του Διονυσιάτου, από άρθρο του, στο πιό ισχυρό σήμερα αμυντήριο της Ορθοδοξίας, την εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», τον Ιανουάριο του 1969. (έτος Θ’, αρ. φύλλου 96, 20/1/1969). «Μετάληψις αγιότητος» είναι, κατά τον άγιο Χρυσόστομο, ο σκοπός της Παιδείας, που σήμερα κατάντησε… μετάδοσις αγριότητος.
Σήμερα που τα πάλαι ποτέ σχολεία των ιερών γραμμάτων – τα έλεγαν έτσι διότι τα βιβλία που χρησιμοποιούνταν ήταν εκκλησιαστικά – μεταβλήθηκαν σε «καταγώγια» και θεραπαινίδες των άθεων, όχι γραμμάτων, αλλά… κομμάτων, οφείλει η Εκκλησία, οι ταγοί της, να ανατρέξουν σε ανοδικές αποφάσεις που υπομιμνήσουν: «Έκαστον επίσκοπον εν τη αυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην την δυναμένην ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράμματα διδάσκεσθαι». Κάθε Μητροπολίτης «εν τη αυτού παροικία» να φροντίσει για την σύσταση σχολείου (Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου), στο οποίο θα διδάσκονται τα «γερά» ελληνικά γράμματα.
Και μην πάει το μυαλό κάποιου ότι θα είνι σχολείο για θεολόγους και παπάδες. Όχι. Με την λέξη «γερά» εννοώ τα αριστουργήματα της αρχαίας «θύραθεν» Παιδείας, τα άνθη ευωδίας των Πατέρων και τα τιμαλφή των νεοτέρων στην αρτιμελή βέβαια γλώσσα και όχι στην ανάπηρη μονοτονική γραφή.
Μόνον εθελόδουλοι και συνοδοιπόροι δεν βλέπουν που οδηγούν, οι νεοταξικοί σαλταδόροι, την δύσμοιρη Παιδεία μας. Αν συνεχιστεί η παρούσα ελληνοκτόνος παιδαγωγία, τα δημόσια σχολεία, σε λίγα χρόνια θα ομοιάζουν με τους καταυλισμούς λαθρομεταναστών. Η πατρίδα μας, «ουδέν της οποίας είναι γλυκύτερον» (Χρυσόστομος), «η κοινή μήτηρ πάντων» (Βασίλειος) απειλείται με ιστορική ευιθανασία,. Ας κοάζουν οι επαγγελματίες αντιρατσιστές, εξωνημένα παπαγαλάκια είναι οι περισσότεροι. Ας κοάζουν…
Η έσχατη λύση, για να σωθεί η Ελλάδα στους καιρούς τους ύστατους, επαναλαμβάνω, είναι τα σχολειά της ελληνοσώτειρας Εκκλησίας μας. (Οι Μητροπόλεις-κι αν δεν μπορούν κάποιοι επίσκοποι που παραδίδουν τον σταυρό εις χείρας ανόμων που υπογράφουν, με χέρια και ποδάρια σύμφωνα ασελγείας-και τα μαναστήρια να αναστήσουν τις Μεγάλες του Γένους σχολές).
Στα σχολεία της Ρωμιοσύνης, αυτά που θα ιδρύσει η Εκκλησία, θα υπάρχει επιλογή των δασκάλων. «Τούτο διδασκάλου αρίστου το δι’ εαυτού παιδεύειν α λέγει». Στα χρόνια της αιχμαλωσίας του Γένους των «Ελλήνων οι Κοινότητες», διάλεγαν ως δασκάλους, τους αρίστους. Το «διδακτορικό» που μετρούσε, ήταν η πίστη και η φιλοπατρία.
Ήρθε η ώρα να «φκειάσει», η Εκκλησία, «σχολειά να γιομίζη ο μαθητής προκοπή κι αρετή… και όχι άξιους της απιστίας και παραλυσίας». (Μακρυγιάννης).
Εσχάτη ώρα εστί…