Η Στρώμνιτσα και η συζήτηση για την πόλη και την περιοχή της στη Βουλή των Ελλήνων στις 3 Δεκεμβρίου 1919
Επ΄ ευκαιρία της εορτής των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων, 28 Νοεμβρίου, πολιούχων Στρωμνίτσης και Κιλκίς
Α. Σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Στρώμνιτσας
Η πόλη στην αρχαιότητα ήταν γνωστή με το όνομα Αστραίον και άνηκε στην αρχαία Παιονία. Βρίσκεται στην ΒΔ πλευρά της πεδιάδας που σχηματίζεται ανάμεσα στα βουνά Κερκίνη (Μπέλες), Γκρασδέν και Τσεπελή. Διαρρέεται από τον ποταμό Πόντο των αρχαίων, παραπόταμο του Στρυμόνα. Η κοιλάδα του Πόντου ήταν και είναι στρατηγικής σημασίας, διότι συνδέει τις κοιλάδες και τις φυσικές οδούς των ποταμών Αξιού και Στρυμόνα.
Το αρχαίο όνομα Αστραίον συναντάται και ως Αίστριον, Αστέριον και Ευστραίον. Υποστηρίζεται, πως η πόλη πιθανόν να ονομάζονταν Καλλίπολις. Στη ρωμαϊκά περίοδο μετονομάστηκε Τιβεριούπολις. Στα βυζαντινά χρόνια είχε τη σημερινή περίπου ονομασία Στρουμνίτσα, η οποία από την πολυπληθή τοπική ελληνική κοινότητα που ανθούσε μέχρι το 1913 αποκαλούνταν Στρώμνιτσα. Οι ρίζες της ονομασίας αυτής μπορούν να αναζητηθούν μεταξύ των αρχαίων ονομάτων Αστραίον και Στρυμών.
Πέρα από την επί σειρά αιώνων ελληνική κοινότητα, η πόλη ήταν έδρα της Ορθόδοξης Επισκοπής Τιβεριουπόλεως, το θρόνο της οποίας διακόνησαν, όπως μαρτυρούν οι σχετικοί κώδικες από το 362 μέχρι και το 1913, δηλαδή μία περίοδο 1553 χρόνων, το λιγότερο 150 Έλληνες Ορθόδοξοι Επίσκοποι. Στην ίδια πόλη στα χρόνια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (331 ή 332 -363), το τελευταίο έτος της βασιλείας (363), μαρτύρησε πλειάδα ανδρών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι γνωστοί Πεντεκαίδεκα Μάρτυρες, πολιούχοι Στρωμνίτσης και μετά το 1913 πολιούχοι του Κιλκίς.
Στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας κατοικούνταν από Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους, Εβραίους και Αθίγγανους. Κάθε εθνότητα είχε τη δική της κοινότητα. Ήταν σημαντικό εμπορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κέντρο. Το 1896 μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε σημαντικό τμήμα της Ελληνικής Κοινότητας, η οποία είχε εκπαιδευτήρια, βιβλιοθήκη, φιλαρμονική και οργανωμένες ομάδες μελών της σε κοινωνικούς, πατριωτικούς και πολιτιστικούς φορείς.
Έλληνες κάτοικοί της διέπρεψαν στα γράμματα, τις τέχνες, το εμπόριο και υπηρέτησαν τον τόπο από διάφορες θέσεις. Ιδιαίτερη ήταν η προσφορά τους κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, από το 1870 μέχρι το 1913. Οργανώθηκαν για τη διατήρηση της εθνικής τους υπόστασης και πολλοί άνδρες πέρασαν στον ένοπλο αγώνα την περίοδο 1903-1908.
Κατά την περίοδο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, στις 22 Οκτωβρίου 1912, καταλήφθηκε από τον βουλγαρικό στρατό και λίγες ημέρες αργότερα, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, εισήλθε στην πόλη λόχος Ελλήνων Ευζώνων. Στον Β΄ Βαλκανικό, στις 26 Ιούνιο 1913, την κατέλαβε ο Ελληνικός Στρατός μετά σκληρή μάχη εναντίον των βουλγαρικών δυνάμεων.
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, τον Ιούλιο του 1913, επιδικάστηκε στη Βουλγαρία. Οι Έλληνες πικραμένοι αναχώρησαν για την Ελλάδα εγκαταλείποντας τις πατρογονικές τους εστίες. Έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους, πήραν ό,τι μπορούσαν και τα τιμαλφή της Πίστης, την Εικόνα των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων και ιερό λείψανο του μάρτυρα Αγίου Πέτρου. Περίπου 3.500 εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς, στο ερειπωμένο μετά την ομώνυμη μάχη και την πυρκαγιά τον Ιούνιο του 1913. Στο Κιλκίς δόθηκε το όνομα Νέα Στρώμνιτσα. Άλλοι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν σε άλλους τόπους, κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Τελευταίος Έλληνας Μητροπολίτης ήταν ο Αρσένιος Αφεντούλης (1910-1913), μετέπειτα Λαρίσης (1914-1934). Πριν από αυτόν, την περίοδο 1902-1908, τον Μητροπολιτικό θρόνο κατείχε ο Γρηγόριος Ωρολογάς, ο μετέπειτα, το 1922, Εθνομάρτυρας Κυδωνιών (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας.
Κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πάλι ο Ελληνικός Στρατός μετά τη μάχη της Δοϊράνης τον Σεπτέμβριο του 1918, έδωσε τη μάχη της Στρωμνίτσης κατά των τότε αντιπάλων δυνάμεων και κατάλαβε την περιοχή. Παρά ταύτα, από το Συνέδριο της Ειρήνης του 1919 (Συνθήκη Βερσαλλιών) η πόλη και η περιοχή της παραχωρήθηκαν στο Βασίλειο των Σέρβων – Κροατών και Σλοβένων. Παρέμειναν στη μετέπειτα Γιουγκοσλαβία ως τη διάλυση αυτής το 1991. Σήμερα είναι σημαντική πόλη της βόρειας γειτονικής μας χώρας (Σκοπίων).
Στην περιοχή Στρωμνίτσης υπάρχουν σημαντικά μνημεία όλων των ιστορικών περιόδων με σημαντικότερο το Μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσης, κτίσμα των βυζαντινών χρόνων (1080), της περιόδου της δυναστείας των Κομνηνών.
Β. Συζήτηση για τη Στρώμνιτσα και την περιοχή της στη Βουλή των Ελλήνων το 1919
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1919 σε συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων μεταξύ των άλλων θεμάτων τέθηκε ερώτημα προς την Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου από τον βουλευτή Θεσσαλονίκης Φ. Παπαγεωργίου “… αν διεξεδικήθη εις το συνέδριον της ειρήνης (Βερσαλλιών -1919) η απόδοσις της Στρωμνίτσης (στη Ελλάδα) και αν ελήφθησαν υπόψιν οι επανειλημμένως τηλεγραφηθέντες εις το συνέδριον και τον Βενιζέλον πόθοι των Ελλήνων, Τούρκων και Ισραηλιτών περί ενώσεως με την Ελλάδα και ένεκα ποιων ιστορικών και άλλων λόγων επεδικάσθη αύτη εις την Σερβίαν μολονότι ουδείς Σέρβος υπάρχει εις την επαρχίαν ταύτην”.
Απάντησε ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος λέγοντας πως δεν διεκδικήσαμε την Στρώμνιτσα και οι αιτήσεις των Στρωμνιτσιωτών δεν ελήφθησαν υπόψιν, διότι δεν στηρίχθηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση, διότι με τη ελληνοσερβική συνθήκη του 1913 η κοιλάδα της Στρώμνιτσας άνηκε στην σερβική επιρροή. “…. Είμαι βέβαιος ότι η Βουλή εμπνέεται υπό της πεποιθήσεως ότι εν κράτος δεν δύναται να είναι σεβαστόν εις την Κοινωνίαν των Εθνών, αν πρωτίστως δεν σέβεται τα ιδίας συνθήκας και όταν μάλιστα αύται δεν υπεβλήθησαν δια της βίας του νικητού αλλά συνήφθησαν εν πλήρη ελευθερία γνώμης των εθνών, άτινα ηθέλησαν να συνδεθούν φιλικότατα”.
Συνέχισε λέγοντας πως από τη στιγμή που η συνθήκη δίνει τη Στρώμνιτσα στη Σερβία δεν μπορεί να αναμένει κανείς από τον ίδιο να εμφανιστεί στο Συνέδριο της Ειρήνης και να επιβουλευθεί την συμμαχία. Πρόσθεσε, πως το 1915 δόθηκε ευκαιρία στην Ελλάδα να πραγματοποιήσει τους πόθους των Στρωμνιτσιωτών. Τότε, όταν επιστρατεύθηκε η Βουλγαρία για να επιτεθεί στη Σερβία, ρώτησα, ανέφερε, τον Πάσιτς (Σέρβο Πρωθυπουργό), αν συμφωνούσε οι καζάδες Γευγελής και Δοϊράνης να περιέλθουν στην Ελλάδα και η Σερβία να παραιτηθεί από τη Στρώμνιτσα. Ο Πάσιτς απάντησε μετά από τέσσερεις μήνες ότι αποδέχεται, επειδή η Σερβία αποβλέπει στην αξία της φιλίας με την Ελλάδα με τον ρητό όρο πως δεν θα προδίδαμε τις συμμαχικές μας υποχρεώσεις και αν δεν θα βλέπαμε απαθείς τη συντριβή της Σερβίας από την Βουλγαρία.
Ο Πρωθυπουργός επεσήμανε: “Δυστυχώς αφήσαμεν την Σερβίαν αβοήθητον (εννοούσε την επίθεση της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο, πριν την ένταξη ελληνικών δυνάμεων στο πλευρό της Ανταντ, Αγγλων, Γάλλων κλπ). Συνεκινήθην εκ των εκκλήσεων των Στρωμνιτσιωτών προς εμέ και εσκεπτόμην πως επέρασεν εμπρός από τα πόδια μας η ευκαιρία να επεκτείνωμεν τα όρια. Είναι αδύνατον να φαντασθήτε πόσον ήμην δυστυχής. Ούτε σκιά όμως σκέψεως υπήρχε όπως αποτανθώ εις την Σερβίαν και είπω: Λησμονίσατε τας καταστροφάς ας υπέστητε και δώστε μας την Στρώμνιτσαν και την Δοϊράνην. Δεν ήθελα να δημαγωγήσω ότι εζήτησα την Στρώμιτσαν αλλά δεν μου την έδωκαν. Είμαι βέβαιος ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού επιδοκιμάζει την πολιτικήν μου . Δεν αποκρύπτω ότι η πολιτική μου συνίσταται και σήμερον ακόμη εις το να κατορθώσω, αν είναι δυνατόν, οι ελληνικότατοι πληθυσμοί οι μείναντες έξω των ελληνοσερβικών συνόρων να παλιννοστήσουν εις το ελληνικόν έδαφος και εγκατασταθούν εις μέρος της απολύτου εκλογής των του κράτους αναλαμβάνοντος πάσαν συνδρομήν υλικήν και ηθικήν.
Αλλά οι πληθυσμοί οι μένοντες εκτός των ορίων του Κράτους δεν πρέπει να πιστεύσουν, εφόσον τουλάχιστον εγώ ηγούμαι, ότι το Κράτος έχει βλέψεις επί των εδαφών εκείνων. Εάν θέλουν να έλθουν εις το ελληνικόν έδαφος θα ανοίξωμεν τας αγκάλας να τους δεχθώμεν. Αν μένουν όμως έξω, ουδέποτε θα διακινδυνεύσωμεν τας σχέσεις της καλής γειτονίας με την Σερβίαν δι΄ ενδεχόμενα παράπονα….”.
Συνεχίζοντας την αγόρευση ο Πρωθυπουργός εξέφρασε τις ευχαριστίες προς τον βουλευτή που έθεσε την ερώτηση, διότι του έδωσε την ευκαιρία να δώσει εξηγήσεις στη Βουλή και στους Στρωμνιτσιώτες. Επεσήμανε στη δευτερολογία του πως μετά τον καθορισμό των συνόρων της Ελλάδος “…αύτη θα παύσει έχουσα βλέψεις είτε προς το μέρος της Σερβίας είτε προς το μέρος της Βουλγαρίας…” και όσοι κατοικούν εκεί μπορούν να παλιννοστήσουν. Αν προτιμήσουν να μείνουν εκεί, το Κράτος ουδέποτε θα επέμβει.
Όλα αυτά μετά και την επίσημη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου και την είσοδο της Ελλάδας σε μια νέα πολεμική αναμέτρηση και περιπέτεια τη γνωστή Μικρασιατική Εκστρατεία που κατέληξε στην ομώνυμη Καταστροφή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 και σε εφαρμογή της Συνθήκης του Νιεγύ έγινε και η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.
Βιβλιογραφία:
– Αγγελόπουλος Αθανάσιος, Βόρειος Μακεδονία, Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης, Θεσσαλονίκη 1980.
– Βικιπαίδεια, ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια.
– Εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ” φ. 4.12.1919.
– Λευκίδης Αριστείδης, “Οι Στρωμνιτσιώτες μένουν πιστοί θεματοφύλακες της Ορθοδοξίας”, εφ. Μαχητής του Κιλκίς, φ. 317/27.11.1981.
– Φάσσος Λύσανδρος (επιμέλεια), Η Στρώμνιτσα από την εποποιία στο δράμα …, Κιλκίς 1990.
– Χρ. Π. Ίντος, Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Από το Κιλκίς στη Δοϊράνη και στη Στρώμνιτσα, Αθήνα 2013.
– Του ιδίου, Ο Μεγάλος Πόλεμος (Α΄ Παγκόσμιος, 1914-1918) στον Νομό Κιλκίς, Γουμένισσα 2019.