Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος: Από τους κορυφαίους πνευματικούς Έλληνες της εποχής της Αναγέννησης
Ο Βησσαρίων, κατά κόσμον Ιωάννης, ήταν ένας από τους κορυφαίους πνευματικούς άνδρες της ελληνικής διανόησης κι από τους σημαντικότερους της Αναγέννησης, γνωστός στην ιστορία ως καρδινάλιος Βησσαρίων. Γεννήθηκε το 1402 στη πόλη των Μεγάλων Κομνηνών την Τραπεζούντα, την εποχή που ο πληθυσμός της ανερχόταν σε διακόσιες χιλιάδες κατοίκους και ήταν γνωστή για την ομορφιά της σε όλο τον κόσμο.
Όντας νέος ο Βησσαρίων πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου περί το 1425 εκάρη μοναχός και κατόπιν επέστρεψε στη γενέτειρά του. Υπήρξε για ένα διάστημα υποτακτικός του Μητροπολίτη Δοσιθέου, ο οποίος ήταν κι ένας από τους δασκάλους του. Ο Δοσίθεος εκτιμώντας την εξυπνάδα του τον έστειλε στο μητροπολίτη Σηλυβρίας, που του δίδαξε τη ρητορική και τη φιλοσοφία. Κι επειδή η φιλοσοφία είχε κυριολεκτικά αιχμαλωτίσει την σκέψη του, μετέβη ο Βησσαρίων στο Μυστρά, το 1427, προκειμένου να μαθητεύσει κοντά στο σοφό της εποχής εκείνης, τον πλατωνιστή Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, ο οποίος του δίδαξε μαθηματικά και φιλοσοφία. Μαζί με τον Ψελλό και τον Πλήθωνα ο Βησσαρίωνας αποτέλεσε τον τρίτο σοβαρό μελετητή του Πλάτωνα.
Ως δεινός ρήτορας που ήταν, η φήμη του έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και την Τραπεζούντα, οι αυτοκράτορες των οποίων του ζήτησαν να τεθεί στην υπηρεσία τους. Ο Βησσαρίωνας προτίμησε την Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκε εκεί εγκαταλείποντας τον Μοριά. Μετά από λίγο καιρό, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, εκτιμώντας την ευστροφία και την παιδεία του ενήργησε, ώστε να χειροτονηθεί διάκονος, ύστερα πρεσβύτερος και κατόπιν επίσκοπος, αναλαμβάνοντας την αρχιεπισκοπή της Νίκαιας, λίγο προτού αναχωρήσει για τη Φερράρα, ως μέλος της ορθόδοξης αντιπροσωπείας, στη σύνοδο Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας, που στόχο της είχε την ένωση.
Αναφερόμενος στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας ο Παν. Κανελλόπουλος γράφει: «Ο Βησσαρίων έλαμψε ως πνεύμα συμφιλιωτικό, ως Έλλην πατριώτης που αγωνιούσε και ήθελε την ένωση για να σωθεί η Κωνσταντινούπολη. Ο Μάρκος Ευγενικός ως άκαμπτος δογματικός της Ανατολικής Εκκλησίας, έβαζε την ελληνική «Ορθοδοξία» παραπάνω από την τύχη της ελληνικής αυτοκρατορίας. Ο δεύτερος ήταν φανατικός ιδεολόγος, ενώ ο πρώτος ουμανιστής». Πέραν όλων τούτων, ο Ευγενικός, κατ’ αντίθεση με τον Βησσαρίωνα, ουδέποτε πίστευε ότι η Δύση θα έσπευδε να παράσχει ουσιαστική βοήθεια προς το Βυζάντιο, και αν ακόμη πραγματοποιείτο η ένωση των Εκκλησιών. Οι εξελίξεις δικαίωσαν ως προς το σημείο τούτο τον αδιάλλακτο Ορθόδοξο Ιεράρχη, διότι πράγματι η Δυτική βοήθεια που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1452 υπό τον καρδινάλιο Ισίδωρο και τον Ιανουάριο του 1453 υπό τον Ιωάννη Ιουστινιάνη, συγκρινόμενη προς τις στρατιωτικές ανάγκες του Κων/νου Παλαιολόγου, ήταν ασήμαντη. (Πηγή: «Ιστορία εικονογραφημένη», αριθμός τεύχους 10, Απρίλιος 1974).
Στη Σύνοδο αυτή Βησσαρίων πείθεται πως οι δογματικές διαφορές των δύο εκκλησιών πρέπει να παραμερισθούν και τάσσεται υπέρ της ένωσης πιστεύοντας ότι είναι προς το συμφέρον της αυτοκρατορίας. Από εδώ και στο εξής θα σκέπτεται και θα πράττει περισσότερο ως Έλληνας παρά ως Ορθόδοξος. Έτσι, αντί να επισημάνει τις διαφωνίες τονίζει το σημείο εκείνο όπου Έλληνες και Λατίνοι Πατέρες συμφωνούσαν επί του δόγματος της Αγίας Τριάδας και αποδέχεται συμβιβαστική λύση για το «φιλιόκβε». Όταν ολόκληρη η ορθόδοξη αντιπροσωπεία διαφωνεί με το ζήτημα της παγκόσμιας εξουσίας του πάπα και ο αυτοκράτορας είναι έτοιμος να αποχωρήσει από τη Σύνοδο, γίνεται αποδεκτή η πρόταση του Βησσαρίωνα με την οποία «ανεγνωρίζετο εις τον πάπαν η υπερτάτη εξουσία εξαιρουμένων των δικαιωμάτων και προνομίων της Ανατολικής Εκκλησίας». Το σθένος, η επιμονή και η επιχειρηματολογία του Βησσαρίωνα έχουν ως αποτέλεσμα να αποδεχθούν οι περισσότεροι αρχιερείς τη συμβιβαστική λύση στα θρησκευτικά ζητήματα. Και ενώ κατ’ αυτόν τον τρόπον εξελίσσεται η πορεία της Συνόδου, ο αυτοκράτορας πληροφορείται ότι η Πόλη απειλείται άμεσα από τους Τούρκους.
Ο Βησσαρίων φρονεί ότι μόνο με την ένωση θα σωθεί η πατρίδα, επειδή έτσι θα επιχειρηθεί σταυροφορία υπέρ του καταρρέοντος βυζαντινού κράτους. Αν δεν επιτευχθεί η ένωση, οι Έλληνες θα εξισλαμισθούν με την ολοκλήρωση των τουρκικών κατακτήσεων. Στις 15 Απριλίου 1439 οι Δυτικοί μεταφέρουν τη Σύνοδο στη Φλωρεντία. Εδώ ο Βησσαρίων εκφωνεί λόγο, όπου μεταξύ άλλων τονίζει την ανάγκη της ένωσης. Πολλοί από τους αντιπροσώπους διαφωνούν. Ο δεσπότης Δημήτριος, ο Πλήθων ο Γεμιστός και οι αντιπρόσωποι της Ιβηρίας εγκαταλείπουν τη Φλωρεντία για να μην υποχρεωθούν να υπογράψουν. Ο Βησσαρίων μαζί με τον Γεώργιο Σχολάριο και με μια ομάδα λατινοφώνων καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να πείσουν τους κληρικούς της Ανατολικής Εκκλησίας για την ένωση. Τελικά στις 5 Ιουλίου 1439 στη Μητρόπολη της Παναγίας των Άνθεων υπογράφεται και κηρύσσεται επίσημα η ένωση των δύο Εκκλησιών». (Ιστορία εικονογραφημένη», τεύχος 432, Ιούνιος 2004). Οι ορθόδοξοι αποδέχτηκαν το ρωμαϊκό δόγμα ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορευόταν από τον Θεό Υιό όσο και από τον Θεό Πατέρα και αναγνώριζαν επίσης το πρωτείο του παπισμού. Σε αντάλλαγμα ο πάπας θα έστελνε δυο πολεμικές τριήρεις και 300 στρατιώτες για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. (ιστορία της ανθρωπότητας από την Unesco τόμος 13, σελ.3732).
Όταν ο Βησσαρίωνας επέστρεψε στην Βασιλεύουσα, αντιμετωπίσθηκε με μεγάλη ψυχρότητα, ακόμη κι από τους φίλους του, και αναγκάσθηκε να μεταβεί στην Ιταλία. Οι Δυτικοί βέβαια τον υποδέχθηκαν θερμά, ενώ σχεδόν αμέσως, μετά την άφιξή του στη Ρώμη, μιας και η θέση του στην Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον δύσκολη του δόθηκε το οφίκιο του καρδιναλίου. Ορίστηκε μετά επίσκοπος και εστάλη στην Μπολόνια. Κατά τα πέντε έτη της παραμονής του στην Μπολόνια, επέτυχε τόσα πολλά, ώστε η πόλη τον ανακήρυξε προστάτη της.
Μετά το θάνατο του Νικολάου το 1455, ο Βησσαρίωνας υπήρξε υποψήφιος για τον παπικό θρόνο. Δεν εξελέγη, όμως γιατί πολλοί αντιτάχθηκαν στη διατήρηση της γενειάδας από μέρος του. Με εντολή του Πίου Β΄ ο Βησσαρίωνας επιχείρησε ένα ταξίδι στην Ευρώπη, για να πείσει τους διαφόρους ηγεμόνας της Γερμανίας και των άλλων χωρών για την ανάγκη οργάνωσης μιας σταυροφορίας κατά των Τούρκων, αλλά από το ταξίδι του αυτό επέστρεψε άπρακτος.
«Είναι φανερό βέβαια ότι ο εκλατινισμός του Βησσαρίωνα ήταν επίπλαστος και έγινε αποκλειστικά για λόγους εθνικούς, αφού η παραμονή του στην Ιταλία δεν υπήρξε τίποτε άλλο από μία συνεχή προσπάθεια για τη διενέργεια σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων. Ο Βησσαρίων βοήθησε, επιπλέον, με κάθε τρόπο τη σπουδή των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση, ενισχύοντας ταυτόχρονα τους Έλληνες λογίους, που είχαν καταφύγει εκεί, ενώ την πλούσια βιβλιοθήκη του την δώρισε στη γερουσία της Βενετίας, το 1468, επειδή σ’ αυτή την πόλη έβρισκαν πρώτο καταφύγιο και χώρο διαμονής, όσοι Έλληνες μετανάστευαν ή ταξίδευαν στην Ιταλία. (Η σπουδαία αυτή δωρεά με περισσότερους από 900 τόμους, στους οποίους περιλαμβάνονταν 750 πολύτιμα ελληνικά χειρόγραφα, αποτέλεσε τον πυρήνα της περίφημης ως σήμερα Μαρκιανής Βιβλιοθήκης). Σε κείνη την συλλογή των βιβλίων του συγκαταλέγονταν πολλά, που είχαν γραφεί με το ίδιο το χέρι του. Ένα από εκείνα τα αυτόγραφα έργα του ήταν και το «Εγκώμιον εις Τραπεζούντα». Συνέγραψε, όμως, και άλλα πολλά, θεολογικά και συγγραφικά συγγράμματα, στίχους ιαμβικούς, επιστολές, κανόνες για τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο κα πολλά άλλα έργα, καθώς και δύο εγκώμια, πλην απ’ αυτό της Τραπεζούντας, τα «Εγκώμιον οσίου Βησσαρίωνος του ερημίτου» και «Εγκώμιον ισθμού Πελοποννήσου». (Βησσαρίωνος Εγκώμιον εις Τραπεζούντα, Κατά τον Μαρκιανόν Κώδικα, αντί προλόγου Θανάσης Γεωργιάδης, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2000).
Ο Βησσαρίωνας διεκδικεί για δεύτερη φορά τον παπικό θρόνο, το 1471, πλέον ως καθολικός, αλλά αποτυγχάνει για λίγες ψήφους. Ο νέος πάπας ο Σίξτος ο Β΄ υποκινούμενος από τον Βησσαρίωνα υιοθετεί την οργάνωση αντιοθωμανικής σταυροφορίας, αλλά δυστυχώς έτυχε άσχημης υποδοχής από το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΑ΄. Αποκαρδιωμένος και περίλυπος ο Βησσαρίωνας επιστρέφει στην Ιταλία. Πεθαίνει στις 10 Νοεμβρίου 1472. Η ταφή του έγινε με μεγάλες τιμές στο ναό των Αγίων Αποστόλων, στη Ρώμη, παρουσία του πάπα.