Αρθρογραφία

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΤΑΒΕΡΝΕΣ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ – ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Εκτός από τις κλασικές ταβέρνες που για να ‘σαι πελάτης τους έπρεπε «να’ σαι μάγκας να ‘σαι και μπελαλής» υπήρχαν και οι οικογενειακές και οι κοσμικές ταβέρνες. Εκεί δεν συναντούσες τον ταβερνιάρη όρθιο μπροστά στον πάγκο με την κόκκινη ποδιά και τα μανίκια του λερωμένου πουκάμισου ανασηκωμένα μέχρι τους αγκώνες ή πελάτες σε κατάσταση βαριάς μέθης που έσπαζαν τα μπουκάλια, που έφτυναν θορυβωδώς καταγής σαν να έφτυναν κατάμουτρα «την κακούργα την κενωνία» και που καμιά φορά σηκώνονταν να χορέψουν παρέα με το τραπέζι, το οποίο συγκρατούσαν μόνο με τα δόντια τους. Εκεί δεν απαγορευόταν από τον άγραφο νόμο και η είσοδος των γυναικών, αφού οι θαμώνες μπορούσαν να πάνε συνοδεία της αρραβωνιαστικιάς, της αδελφής ή της ξαδέλφης, με την προϋπόθεση οι κοπέλες να επιστρέψουν στο σπίτι πριν σκοτεινιάσει.

Τώρα το πού ακριβώς βρίσκεται το όριο που ξεχωρίζει την ταβέρνα με τον «κόσμο των βαρελοφρόνων» από το κέντρο διασκεδάσεως πολλές φορές είναι δυσδιάκριτο, τόσο λόγω των αντικρουόμενων πληροφοριών των παλαιότερων όσο και εξαιτίας της μετεξέλιξης κάποιων καταστημάτων από ταβέρνες σε «κοσμικά» κέντρα διασκέδασης με ζωντανή ορχήστρα. Η ακριβής ταξινόμηση είναι ακόμη πιο δύσκολη για τον επιπλέον λόγο ότι κάποια καφενεία μεταμορφωνόταν τα βράδια σε ταβέρνες με τα φανταράκια να προστίθενται στη συνήθη πελατεία τους τις ώρες της εξόδου τους από το στρατόπεδο. Τέτοια καφενεία – ταβέρνες ήταν τα «Χελιδονάκια» του Παναγιώτη Λεχονίδη απέναντι από την παλιά Τράπεζα και η «Γαλλία» του Νίκου Γαβριηλίδη στην οδό Ρώτα, που τότε λεγόταν «Αφροδίτης» λόγω του παρακείμενου οίκου ανοχής της μαντάμ Πάτρας.

Ο ιδιοκτήτης είχε μια εμμονή με αυτή τη χώρα με τους μεγάλους φιλοσόφους, συγγραφείς και καλλιτέχνες και προσέθετε το όνομά της ανελλιπώς στο υβρεολόγιο του όταν ήθελε να διώξει τους ξενύχτηδες πελάτες: «Πιείτε ένα τελευταίο τσίπουρο και φύγετε γαμώ τη Γαλλία σας!»

Στα χρόνια του Εμφύλιου έχουμε την άνθιση της ταβέρνας στην πόλη μας, που ακόμη κι όταν νύχτωνε χωρίς φεγγάρι φωτιζόταν ολόκληρη από το εκτυφλωτικό φως του τεράστιου προβολέα που ήταν τοποθετημένος στη θέση της νέας δεξαμενής στο λόφο του αγίου Γεωργίου. Υπόγεια ταβέρνα εκείνης της εποχής ήταν ο «Κάτω κόσμος» του Μιχαηλίδη στην οικοδομή του Φελέκη, εκεί που βρίσκεται το ωρολογοποιείο Παυλίδη. Είχε είσοδο από τη Χαλκέων και λειτούργησε από το 1945 μέχρι το 1960. Λένε ότι μια βραδιά τραγούδησε εκεί και ο μέγας Βασίλης Τσιτσάνης.

Η μουσική στην ταβέρνα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 40 προερχόταν από γραμμόφωνα με το ριγωτό πράσινο ή κόκκινο χωνί, το ξύλινο κουτί με τη μανιβέλα και τις βαριές πλάκες των 78 στροφών, που όταν έπεφταν ράγιζαν ή έσπαζαν και διαρκούσαν μόνο 4 λεπτά. Ένας αστικός μύθος θέλει τους Στενημαχίτες να μπουκώνουν με πενηντάρικα το χωνί όταν μερακλώνονταν, όπως έκαναν με τους λαϊκούς οργανοπαίκτες που τους κολλούσαν τα χαρτονομίσματα στο μέτωπο όταν έρχονταν στο τσακίρ κέφι.

Γραμμόφωνο είχε η ταβέρνα των αδελφών Καλότση, Θανάση και Μιχάλη, στο παζάρι, η «Παράγκα» του Στέφου Καζαντζή γνωστή μετέπειτα ως «Εκάλη», η «Συνάντηση των φίλων» του Αργύρη Καλογιάννη που την πήρε το καλοκαίρι του 1960 ο Γιάννης Γιορτσίδης και τη λειτούργησε ως ουζερί με το όνομα «Μπακαλιαράκια».

Όσο για τα ονόματα που είχαν οι ταβέρνες, συνήθως έπαιρναν το όνομα του ιδιοκτήτη τους, σαν του Δημητρού του Τζίρη, δίπλα στον κινηματογράφο «Αλέξανδρος» όπου οι πελάτες στέκονταν όρθιοι και έπιναν ακουμπώντας την πλάτη τους στα βαρέλια ή του «Μάνθου» (Σουλίδη) στην οδό Στενημάχου. Άλλοτε πάλι η ονομασία οφειλόταν στο παρατσούκλι του ιδιοκτήτη σαν την ταβέρνα του «Κεκέ» στο δρομάκι πάνω από τα λουλουδάδικα, που τότε δεν κατέληγε στα σκαλάκια αλλά σ’ έναν αδιαμόρφωτο ανηφορικό βράχο.

Υπήρχαν και πιο κοσμοπολίτικα ονόματα όπως «Γλυφάδα» ή «Ακρόπολις». Η «Γλυφάδα» του Αλέξανδρου Σαλτσίδη στο ύψος του μύλου του Σαμαρά το πρωί λειτουργούσε σαν πεταλωτήριο και το βράδυ σαν ταβέρνα με ψήστη τον Τσίγγαρα κι εκεί ήταν η αφετηρία των φορτηγών που τη δεκαετία του 50 ξεκινούσαν για να μεταφέρουν τους μαθητές στα χωριά των Κρουσσίων. Η «Ακρόπολις» βρισκόταν στο βορειότερο σημείο του Κιλκίς στην έξοδο προς Ξηρόβρυση και θα μπορούσε ίσως να καταταγεί και στην κατηγορία των εξοχικών κέντρων. Όνομα με άρωμα ανατολής είχε ο «Γκιουλ μπαξές» στην 25ης Μαρτίου με εκλεκτούς μεζέδες. Νομίζω ότι το πιο ευφάνταστο όνομα ήταν το «Τεσσεράμισι» του Κυριάκου Γεωργιάδη στην Καπετάν Μακούλη που πήρε αυτή την ονομασία γιατί έκλεινε πάντα τελευταίο στις τεσσεράμισι το πρωί.

Στην 21ης Ιουνίου, δίπλα στο μετέπειτα εστιατόριο «Τα τρία αδέλφια» υπήρχε η ταβέρνα του Αλέξανδρου Μαυροματίδη με καταπληκτικά σουτζουκάκια. Το 1968 λειτούργησε το «Πικάντικο» στην αρχή της 21ης Ιουνίου με ιδιοκτήτη τον Στάθη Χωτίδη από τον Άγιο Αντώνιο που πριν δούλευε γκαρσόν στο εστιατόριο του Ιγνάτη. Κάποιο βράδυ ένας από τους μεθυσμένους θαμώνες έκανε κατά λάθος όπισθεν με το φορτηγό του και ο τοίχος της ταβέρνας κατέληξε σε πλίνθους ατάκτως ερριμμένους.

Κατάστημα εστίασης με πολλαπλές χρήσεις – το πρωί πατσατζίδικο, το μεσημέρι εστιατόριο, το βράδυ ταβέρνα – ήταν του Γιώργου Τζαβέλα αρχικά στη Θεσσαλονίκης και μετά στη Νίκου Παναγιώτου, τότε Λέοντος Σοφού. Τη δεκαετία του 70 ο γιος του Νίκος με τον Χάρη Παπαδόπουλο λειτούργησαν την ταβέρνα «Κληματαριά» στην Καλούδη και στη συνέχεια στην 21ης Ιουνίου προσφέροντας στους πελάτες τους τον περίφημο «γύρο του Τζαβέλα» που ήταν χωρίς αμφιβολία ο καλύτερος όλων των εποχών.

Τα γκαρσόνια, που δούλευαν συνήθως στις μεγάλες οικογενειακές ταβέρνες με την πολυπληθή πελατεία, που πολλές φορές γέμιζε ασφυκτικά όλα τα τραπέζια ήταν ντυμένα πάντα με άσπρο πουκάμισο και με το χαμόγελο στα χείλη έτρεχαν κυριολεκτικά για να πάρουν ή να μεταφέρουν τις παραγγελίες, κάνοντας επιδέξιους ελιγμούς ανάμεσα στα τα τραπεζοκαθίσματα. Και ήταν άξια θαυμασμού όχι μόνο η ικανότητά τους να μεταφέρουν πιάτα, πιατέλες και φιάλες, κρατώντας τα ανάμεσα στα δάχτυλά των χεριών τους αλλά και η σβελτάδα τους.

Αυτή η σβελτάδα, βέβαια, εξαφανιζόταν ως δια μαγείας όταν ερχόταν η ώρα πληρωμής του λογαριασμού, που συνοδευόταν πάντα με τη γνωστή διαβεβαίωση: «Μάλιστα, κύριε… Αμέσως… Να σερβίρω τους κυρίους αποδώ κι έφθασα». Όταν επιτέλους έφθανε η πολυαναμενόμενη ώρα της «λυπητερής» οι πελάτες ήδη είχαν χωνέψει όσα προηγουμένως είχαν φάει και έπρεπε να επιβεβαιώσουν τη γραμμένη στο τεφτέρι παραγγελία, κάνοντας απαρίθμηση των πιάτων και των μπουκαλιών και ελέγχοντας την άθροιση των επιμέρους ποσών. Πολλές φορές το γκαρσόνι τα έβγαζε περισσότερα, ο πελάτης λιγότερα, η άθροιση αναθεωρούνταν και το τραπέζι μεταβαλλόταν σε θρανίο φροντιστηρίου μαθηματικών. Τα ρέστα αργούσαν ακόμη περισσότερο να έρθουν κι έτσι ο λογαριασμός πληρωνόταν όχι μόνο σε χρήμα αλλά και σε χρόνο. Και ως γνωστόν ο χρόνος είναι χρήμα…

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα