Αρθρογραφία

ΜΟΔΙΣΤΡΕΣ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Οι μοδίστρες μαζί με τις καπνεργάτριες αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζόμενων γυναικών σε αστικά επαγγέλματα στην πόλη του Κιλκίς. Εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του γυναικείου πληθυσμού της πόλης για τις καθημερινές αλλά και τις επίσημες εμφανίσεις του.
Στη δεκαετία του 1930 οι παραδοσιακές ενδυμασίες με τις οποίες είχαν έρθει οι πρόσφυγες είχαν σχεδόν εγκαταλειφθεί και λεγόμενος δυτικός συρμός είχε επικρατήσει στις ενδυματολογικές επιλογές των Κιλκισιωτών.
Οι πλέον επιρρεπείς στα κελεύσματα της μόδας ήταν φυσικά οι νέες γυναίκες και οι κοπέλες που προτιμούσαν να «επενδύσουν» στην εμφάνισή τους τα λίγα χρήματα που διέθεταν, όπως γράφει στη διπλωματική διατριβή του ο Κοσμάς Παρασκευόπουλος το 1937:
«Ο νεωτερισμός και η πολυτέλεια ήρχισαν και εις την κωμόπολιν αυτήν να εισορμούν μετά ζωηρότητος. Δυστυχώς η πολυτέλεια εισεχώρησεν εις αφάνταστον βαθμόν. Αρκεί να εμφανίζωνται εις τας κοσμικάς συγκεντρώσεις και εις τους περιπάτους κομψώς ενδεδυμέναι ακολουθούσαι και την τελευταίαν λέξιν της μόδας και εις τον οίκον των να στερούνται και αυτού ακόμη του επιουσίου. Δυστυχώς παρατηρεί τις νέας πτωχών οικογενειών να ενδύωνται πολυτελείς ενδυμασίας παρά την οικονομικήν καχεξίαν των γονέων των».
Από τις επίσημες εκδηλώσεις που απαιτούσαν «ειδική» αμφίεση ήταν προπολεμικά οι χοροεσπερίδες, που όπως γράφει ο Σταύρος Λίβας «αποτελούσαν πάντοτε κοσμικό γεγονός πρώτου μεγέθους, και που ο θηλυκόκοσμος το περίμενε πώς και πώς. Φορέματα και επίσημες τουαλέτες ράβονταν «εν τάχει» γι’ αυτό το σκοπό και τα δυο μοδιστράδικα (οίκοι Κοπτικής και Ραπτικής) της Λαμπροπούλου και της Κουρτέση δεν σήκωναν κεφάλι απ’ τη δουλειά όλες εκείνες τις μέρες».
Εκτός από τις ράπτριες που εργάζονταν στα μοδιστράδικα οι περισσότερες δούλευαν στο χώρο κατοικίας τους και αποτελούσαν τον πιο συνηθισμένο τύπο μοδίστρας τον 20ο αιώνα. Εργάζονταν το χρόνο που τους περίσσευε και όχι πλήρες 8ωρο, αφού ασχολούνταν και με τις δουλειές του σπιτιού.
Σε Εμπορικό Οδηγό του 1937-38 βρίσκουμε τα ονόματα των προπολεμικών μοδιστρών του Κιλκίς: Αναστασιάδου Αγγελική, Δανιηλίδου Ευθυμία, Δημητριάδου Ευριπία, Ευτυχίδου Αριάδνη, Καμπά Ουρανία, Κουκίδου Γεωργία, Κύρου Φωτεινή, Λαμπροπούλου Ελένη, Λαμπροπούλου Κατίνα, Νικολαΐδου Μάρθα Πολυχρονιάδου Παρθένα, Ζαφειριάδου Τριανταφυλλιά, Θωμαΐδου Σουλτάνα.
Στη διάρκεια της Κατοχής και στα χρόνια που ακολούθησαν η επαγγελματική δραστηριότητα των μοδιστρών, όπως ήταν φυσικό, περιορίστηκε. Όμως παρά τις δυσκολίες, όπως γράφει ο Κώστας Λαχάς «ο κόσμος, προς το τέλος ή και μέσα στις δυσκολίες του Εμφυλίου, έστω με μεταποιήσεις, έστω και με υφάσματα από διάφορα αλεξίπτωτα που υπήρχαν εκείνο τον καιρό, δίχρωμα φορέματα, παλτά περίεργα, όλο και κάτι έραβε». (Κ. Λαχάς, Πλους ονείρου – Απ’ τον Εχέδωρο στον Θερμαϊκό»).
Εκτός από φορέματα και φούστες οι μοδίστρες αναλάμβαναν το ράψιμο ζακετών, παλτό, μαντό και ταγιέρ. Ο τρόπος εργασίας ήταν ο ίδιος με αυτόν των ραφτών μόνο που χρειαζόταν πολύ περισσότερες πρόβες, αν και μερικές από τις πιο έμπειρες μοδίστρες ισχυρίζονται ότι μόνο δυο πρόβες αρκούσαν. Το ύφασμα και τις κλωστές τα έφερνε πάντα η πελάτισσα. Οι μαθητευόμενες μοδίστρες πληρώνανε για τα μαθήματα κοπτικής, ενώ δεν αμείβονταν για τη ραπτική.
Τα εργαλεία που κυρίως χρησιμοποιούσε η μοδίστρα ήταν τα ψαλίδια, η ραπτομηχανή και το σίδερο. Τα ψαλίδια διαχωρίζονταν σε μικρά και μεγάλα, ανάλογα με το είδος και το τμήμα του υφάσματος που έπρεπε να κοπεί. Οι ραπτομηχανές ήταν αρκετά ακριβές ενώ μέχρι να εμφανιστούν τα ηλεκτρικά σίδερα κυριαρχούσε το σίδερο με το ξυλοκάρβουνο. Μια σειρά μικροαντικειμένων, βελόνες και καρφίτσες που τις έμπηγαν στην «πελότα» που ήταν ένα μικρό βελούδινο μαξιλαράκι, μεζούρα, δαχτυλήθρα, σημαδόπετρα συμπλήρωναν τον εξοπλισμό του μοδιστράδικου. Τέλος για να παρακολουθεί τις εξελίξεις της μόδας η μοδίστρα φρόντιζε να προμηθεύεται τα σχετικά περιοδικά, γνωστά ως «φιγουρίνια».
Μέχρι τη δεκαετία του 1980 αρκετές γυναίκες συνέχιζαν να ράβονται σε μοδίστρες. Συνήθως ήταν ευτραφείς γυναίκες που δεν μπορούσαν να βολευτούν με τα έτοιμα ρούχα ή αυτές που διέθεταν ένα ακριβό ύφασμα, συνήθως δώρο από συγγενείς του εξωτερικού.
Ο αριθμός των μοδιστρών που δούλεψε στην πόλη είναι ανεξακρίβωτος, αφού οι περισσότερες εργάζονταν κατ’ οίκον χωρίς να είναι ασφαλισμένες σε κάποιο ασφαλιστικό ταμείο. Έτσι ο κατάλογος του ΙΚΑ που ακολουθεί περιέχει μόνο ένα μικρό αριθμό από αυτές:
Κουρτέση Μάρθα, Αγ. Γεωργίου 23
Μπερμπεγιάννη Τριανταφυλλιά, Λ. Νίκης 34
Βατιλίδου Ευδοξία, Λ. Σοφού 49
Στακτοπούλου Ευγενία, Νίκης 30
Στα χρόνια των μνημονίων οι μοδίστρες επανήλθαν στο προσκήνιο και οι ραπτομηχανές άρχισαν να δουλεύουν ξανά εντατικά, αυτή τη φορά όμως μόνο με τις επιδιορθώσεις ενδυμάτων. Πού να βρεθούν λεφτά για καινούργια ρούχα, ακόμη και τα πιο φθηνά, απ’ αυτά που πουλιούνται στο σαββατιάτικο παζάρι; Κι αν γυρίσαμε έναν αιώνα πίσω, τότε που τα παλιά ρούχα μπαλώνονταν και φοριούνταν μέχρι να λειώσουν, είναι προφανές ότι την κύρια ευθύνη φέρει το άθλιο πολιτικό σύστημα. Ένα πολιτικό σύστημα που μοιάζει και θυμίζει την ευτραφή και ψευδολόγο Σούζη στην ταινία «η Παριζιάνα» και στο οποίο οφείλουμε να δώσουμε την ίδια απάντηση με την Πελαγία, τη μοδίστρα που υποδύεται η Ρένα Βλαχοπούλου: «Σούζη τρως. Και ψεύδεσαι και τρως!».

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα