Αρθρογραφία

Η ΕΠΙΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΙΩΝ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Περί των παλαιών επίπλων ο λόγος σήμερα, ήτοι κάθε κινητού αντικειμένου που χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών ή τη διακόσμηση του σπιτιού και κατασκευάζονταν συνήθως από ξύλο. «Το έπιπλον», για να ξεκινήσω με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (1927), «είναι τεκμήριον πολιτισμού. Όσον ο πολιτισμός αυξάνει, τόσον τα έπιπλα γίνονται περιπλοκώτερα και τελειότερα από απόψεως ανέσεως και τόσον γεννώνται ανάγκαι νέων επίπλων».

Η πρόοδος, λοιπόν, του πολιτισμού άλλαξε εντελώς την επίπλωση των οικιών, στις οποίες μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα τα κινητά έπιπλα απουσίαζαν εντελώς. Δεν υπήρχαν καναπέδες και καρέκλες παρά μόνο σταθερές κατασκευές, τα «μιντέρια», που δημιουργούνταν από την υπερύψωση του ξύλινου δαπέδου. Τα μιντέρια τοποθετούνταν στους τοίχους των σοφάδων και των οντάδων σε σχήμα Π και το ύψος τους μαζί με τα μαξιλάρια δεν ξεπερνούσε τα 45 εκ. Στα χαμηλά αυτά ντιβάνια οι ένοικοι του σπιτιού ξαπλωμένοι ή καθισμένοι σταυροπόδι, αναπαύονταν, γλεντούσαν ή δέχονταν τους ξένους. Βασικό στοιχείο της επίπλωσης αυτής της περιόδου ήταν οι ξύλινες νταμπλαδωτές εντοιχισμένες ντουλάπες, οι «μεσάντρες» ή «μουσάντρες», όπου τοποθετούσαν τα στρωσίδια, τα ρούχα και τα υφαντά. Στον κινητό εξοπλισμό περιλαμβάνονταν και οι κασέλες ή σεντούκια, οι καλύτερες φτιαγμένες από κυπαρισσόξυλο, όπου εκτός από τα υφαντά της οικογένειας σε ιδιαίτερο μικρό χώρισμα, για μεγαλύτερη ασφάλεια, τοποθετούνταν τα κοσμήματα ή ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχε το σπίτι.

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. μια αστική κατοικία διέθετε όλα τα σημερινά γνωστά είδη επίπλων: Στο χώρο της εισόδου μαζί με τον καθρέφτη υπήρχε ένα δίφυλλο ντουλάπι, ο «αναρτητήρ» γνωστός και ως «πορτ μαντώ» ή «καπελιέρα», που ήταν κατασκευασμένος από μαόνι, καρυδιά ή δρυ. Το πορτ- μαντώ περιελάμβανε την παπουτσοθήκη, την κρεμάστρα για τα επανωφόρια, καθρέφτη, συρταράκι την βούρτσα ξεσκονίσματος των ρούχων ενώ χαμηλά υπήρχε ομπρελοθήκη. Υπήρχαν ακόμη δυο μικρές καρέκλες και αν υπήρχε χώρος τοποθετούνταν ένα μικρό τραπεζάκι αναμονής.

Στο σαλόνι κυριαρχούσε ο βαρύς σκαλιστός μπουφές ή «σκευοθήκη», με τα λιονταρίσια πόδια, που πάνω του οι νοικοκυρές τοποθετούσαν διάφορα γυάλινα διακοσμητικά. Ο μπουφές ήταν κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς και πάνω από αυτόν ήταν τοποθετημένος σκαλιστός καθρέφτης.

Το τραπέζι του σαλονιού ήταν κατασκευασμένο από ξύλο καρυδιάς με εμφανή νερά και ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Υπήρχαν ακόμη ένας τριθέσιος καναπές και δυο πολυθρόνες με τα συνοδευτικά τραπεζάκια, ένα μεγάλο διαστάσεων για τα κεράσματα και δυο μικρά για την τοποθέτηση των σταχτοδοχείων.

Στην κρεβατοκάμαρα, τα βασικά έπιπλα ήταν το κρεβάτι, η «ιματιοθήκη» ή «δουλάπα», η τουαλέτα, το κομοδίνο. Το μεγάλο κρεβάτι, σκαλιστό αν ήταν από καρυδιά ή χωρίς σκαλίσματα αν ήταν κατασκευασμένο από δρυ, είχε «πλάτη» μπρος και πίσω, πόδια με «τακούνι» και στρογγυλεμένες άκρες. Η ντουλάπα ήταν δίφυλλη, τρίφυλλη, τετράφυλλη, με ύψος 2,20μ.

Στην κρεβατοκάμαρα υπήρχαν επίσης τουαλέτα με καθρέφτη μαζί με το κάθισμα της, σιφονιέρα με συρτάρια για τα ασπρόρουχα και τα σεντόνια και δυο κομοδίνα.
Στα υπνοδωμάτια υπήρχε ένα απλό κρεβάτι με μια καρέκλα, ενώ η κουζίνα ήταν χτιστή με τούβλο και ο επιπλοποιός προσέθετε τις πόρτες και το εσωτερικό ράφι.

Όλη αυτή την περίοδο μέχρι τον πόλεμο το έπιπλο εξακολουθούσε να αποτελεί είδος πολυτελείας. Το 1937 ένας μπουφές κόστιζε περίπου 4.400 δραχμές (5 χρυσές λίρες) και το σύνολο των επίπλων της κρεβατοκάμαρας 10.700 δραχμές (12 χρυσές λίρες). Το 1939 ένα φθηνό ερμάριο κόστιζε 950 δραχμές, όταν το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη ανερχόταν σε 50 δραχμές και του ειδικευμένου σε 100 δραχμές. (Γ. Παρμενίδης –Ε. Χ. Ρούπα, Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα 1830-1940).

Εντελώς διαφορετική παρουσιαζόταν η επίπλωση στα προσφυγικά σπίτια και στις εργατικές κατοικίες την περίοδο του Μεσοπολέμου. Κάποια από τα σπίτια αυτά δεν διέθεταν την παραμικρή επίπλωση ενώ πολλά ήταν αυτά που διέθεταν ένα και μοναδικό κρεβάτι το οποίο μοιράζονταν 2 και 3 άτομα. Αν επιπλέον υπήρχε ένα ντιβάνι και ένα ντουλάπι για τα ρούχα η επίπλωση θεωρούνταν ικανοποιητική. Ενδιαφέρουσα για την επίπλωση ενός εργατικού νοικοκυριού στο Μεσοπόλεμο είναι η έρευνα του Υπουργείου Οικονομικών που διεξήχθη το 1920 στο δήμο της Αθήνας: «12% δε διαθέτουν την παραμικρή επίπλωση, εκτός από ένα στρώμα, τοποθετημένο καταγής, για τον ύπνο. 41% διαθέτουν ένα και μοναδικό κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι με δύο ή τρία καθίσματα και τον πιο στοιχειώδη εξοπλισμό κουζίνας. 24% διαθέτουν επιπλέον και ένα δεύτερο κρεβάτι, που χρησιμοποιείται από δύο ή τρία παιδιά κι έναν καναπέ. Υπάρχουν ακόμη 21 στις 100 εργατικές οικογένειες που «διαθέτουν μια επίπλωση σχετικά ικανοποιητική»: ένα ή δυο έπιπλα τοποθετημένα δίπλα στο κρεβάτι, το ένα μετά το άλλο (συχνά από τη μεταχειρισμένη επίπλωση κάποιου εστιατορίου), ένα ντουλάπι για τα ρούχα, καμιά φορά μερικοί πίνακες ζωγραφικής, λαϊκής αισθητικής αντίληψης. Παραμένει κάποιο 2% των κατοικιών των οποίων «το εσωτερικό είναι πραγματικά άνετο και δημιουργεί μια ευχάριστη ατμόσφαιρα». (Βίκα Γκιζελή «Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930).

Τα έπιπλα της εποχής εκείνης, ήταν ανθεκτικά και δύσκολα καταστρέφονταν από τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου. Εκτός κι αν συνέτρεχαν λόγω ανωτέρας βίας, όπως το παρακάτω περιστατικό που συνέβη όταν γεννήθηκε ο πατέρας μου την πρωτοχρονιά του 1931. Όταν έφερε το βρέφος στο σπίτι ο παππούς μου επειδή έκανε φοβερό κρύο και τα καυσόξυλα είχαν τελειώσει, χωρίς να διστάσει, με το τσεκούρι τεμάχισε το μοναδικό τραπέζι του σπιτιού κι έριξε τα ξύλα στη σόμπα.

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα