Αρθρογραφία

Βιβλικά πλαίσια των Θεοφανειών

Του Πολύδωρου Καβακιώτη

Στη θεολογία χρησιμοποιούμε πολύ συχνά τον όρο αποκάλυψη (=ξεσκέπασμα, φανέρωση μυστικού). Αποκάλυψη του Θεού σημαίνει θεοφάνειες στην κτίση και την ιστορία˙ σημαίνει ότι ο Θεός παρουσιάζεται, αποκαλύπτει τον εαυτό του, δηλ. αποκαλύπτει μία πλευρά του είναι του, στον κόσμο. Ο όρος αποκάλυψη ταυτόχρονα εντοπίζει την πλήρη διαφορά μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος, ακτίστου και κτιστού1.

Θα πρέπει να τονισθεί ότι αυτό που αποκαλύπτεται από τον Θεό είναι μέσω των ακτίστων τριαδικών ενεργειών. Η ουσία παραμένει πάντοτε απρόσιτη στον άνθρωπο. Είναι δεδομένο ότι ο Θεός ως προς την ουσία του είναι «ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος» (Λειτουργία Μ. Βασιλείου). Ωστόσο «……ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθοποιών….» (Πρ. Αποστ. 14:17). Διαχρονική πεποίθηση των χριστιανών είναι ότι ο Θεός, από αγάπη προς τον άνθρωπο, του αποκαλύπτεται με πολλούς τρόπους. Αυτούς «παρουσιάζει» η Αγία Γραφή και η ζωή της Εκκλησίας. Η φανέρωση του Θεού γίνεται με -2- τρόπους: α) με τη φυσική αποκάλυψη, φανερόν ότι μέσα από την αρμονία, την τάξη και το κάλλος του φυσικού κόσμου, με αποκορύφωση την αποκάλυψή Του στο εσωτερικό του ανθρώπου, (συνείδηση, τάση προς το θείο, έμφυτη θρησκευτικότητα)˙ β) με την υπερφυσική αποκάλυψη, δηλ. την έμμεση φανέρωσή Του στην Παλαιά Διαθήκη και την άμεση φανέρωσή Του στην Καινή Διαθήκη στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε˙ ο μονογενής υιός ο ών εις τον κόλπον του πατρός εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν. 1:18). Αυτή είναι η μοναδική αποκάλυψη του Θεού, διότι ο «εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν. 14:9). Η αποδοχή της υπερφυσικής αποκάλυψης είναι συνυφασμένη με την πίστη αλλά και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος: «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α Κορινθ. 12:3˙ Ιωάν. 15:26). Η αποκάλυψη του Θεού είναι καταγεγραμμένη στα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παράδοσης.2

Έχουμε βέβαια, και το προφητικό βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννη, στο οποίο ο θεόπνευστος συγγραφέας παρουσιάζει την «Αποκάλυψιν» την οποία «έδωκεν αυτώ ο Θεός», για να καταδείξει στους δούλους Του «α δει γενέσθαι εν τάχει»(Αποκ. 1:1). Το βιβλίο αυτό εντάσσεται σε μια γενικότερη παράδοση, τη λεγόμενη αποκαλυπτική γραμματεία. Πίσω από τα βιβλία της αποκαλυπτικής γραμματείας ενυπάρχει η αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο. Ο Θεός φανερώνεται στον κόσμο με κάποιους τρόπους.

Η ορθόδοξη θεολογία στη δογματική της έκφανση ξεκινά από την αρχή της δημιουργίας. Η ίδια η δημιουργία προκαλείται από τη φανέρωση του Θεού, δηλ. οφείλεται σε μια θεοφάνεια. Ολόκληρη η ιστορία της Π. Διαθήκης γράφεται μέσω θεοφανειών. Οι θεοφάνειες λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η φανέρωση της Αγίας Τριάδας δια μέσου του άσαρκου Λόγου.3

Πέραν της σημασίας της φανέρωσης του Θεού στον κόσμο, που εντάσσεται σε αυτό που λέμε ιστορία της Θείας Οικονομίας, με τις θεοφάνειες επισημαίνεται αυτό που λέμε οντολογικό χάσμα ή οντολογική απόσταση, η απόσταση δηλ. στο επίπεδο της ουσίας, μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ο Θεός δηλ. παρεμβαίνει κάποια στιγμή, καθότι άκτιστος μέσα στον κτιστό κόσμο, στο κτιστό δημιούργημά του. Δεν είναι δηλ. ένας κτιστός Θεός, δεν είναι ένα μέρος αυτού του κόσμου. Είναι μία επέμβαση θα λέγαμε από τα έξω. Φανερώνεται λοιπόν από τη θεοφάνεια αυτό το γεγονός.

Παρεμβαίνει ο Θεός μέσα στον κόσμο, μέσω των θείων ενεργειών του, οι οποίες είναι άκτιστες και αυτές. Οι θείες ενέργειες, προσφέρουν την άκτιστη θεία χάρη, αλλά δεν μπορούν να αποκαλύψουν στον κτιστό άνθρωπο την ουσία Του. Παραμένει δηλ. σαφής η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών.

Η Παλαιά Διαθήκη, σύμφωνα με την πατερική ερμηνεία, τονίζει το γεγονός ότι ολόκληρη η κτίση και ολόκληρη η ιστορία αποτελούν τη μοναδική θεοφάνεια. Οι δε αναφερόμενες συγκεκριμένες θεοφάνειες, στην αποκάλυψη της ιστορίας του Ισραήλ, συνιστούν τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας Θεού και ανθρώπου. Ο απρόσιτος λοιπόν Θεός γίνεται προσιτός κατά τη δόξα του με άμεσο τρόπο και μόνο, δηλ. με τη φανέρωση του Θεού δια μέσου των θεοφανειών.4

Ο τριαδικός Θεός κατά τη δραματική έξοδο του Ισραήλ από την Αίγυπτο είναι παρών στη νεφέλη. Είναι «ο μεγάλης βουλής άγγελος» και μιλάει με τους εκλεκτούς του μέσω ποικίλων σχέσεων. Σε κάποιους αποκαλύπτεται με τη νεφέλη, τα όνειρα και τα οράματα ενώ στον Μωυσή ομιλεί «στόμα κατά στόμα» (ΑΡΙΘΜ. 12:4-8). Και ο Μωυσής βέβαια βλέπει τη θεία δόξα σε περιορισμένα όρια. Πάντοτε υφίσταται η ουσιαστική διαφορά μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος. Η πολυμορφία αυτή των συμβόλων και των πολλών τρόπων θεοφάνειας -και η επικοινωνία «στόμα κατά στόμα» είναι συμβολική – αποκαλύπτει δε την κυριαρχία του Θεού στην κτίση και την ιστορία.5

Υπάρχει και μία ξεχωριστή θεοφάνεια που συσχετίζεται με τον δυναμικό χαρακτήρα της εμφάνισης του Θεού στον κόσμο. Προσεγγίζουμε το γεγονός, σύμφωνα με το οποίο ο προφήτης Ηλίας δεν είδε τον Θεό ούτε στον άνεμο, ούτε στον σεισμό, ούτε στη φωτιά, αλλά τον είδε ως φωνή αύρας λεπτής (στον λεπτό ψίθυρο). Δηλ. το θείο μεγαλείο, που σε άλλες περιπτώσεις το βλέπουμε πραγματικά με βροντές και λοιπά στο Σινά, δηλώνεται σαν κάτι θα λέγαμε που δύσκολα γίνεται αντιληπτό και αυτό έχει να κάνει με τα αισθητήρια του ανθρώπου, τα οποία θα πρέπει να είναι γυμνασμένα για να μπορούν να το καταλάβουν (δηλ. το θείο μεγαλείο).

Επιπρόσθετα σημειώνουμε ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ο δημιουργός του κόσμου, δεν είναι μόνον αυτός ο οποίος φέρνει τον κόσμο και όλα τα πλάσματα από το μη είναι στο είναι, αλλά είναι επίσης και αυτός ο οποίος ενδιαφέρεται για τον κόσμο. Είναι αυτός ο οποίος προσφέρει τη λεγόμενη συνεκτική θεία χάρη˙ συνέχει τον κόσμο, φροντίζει για τα δημιουργήματά του και μεριμνά για την τελείωσή τους.

Eίχαμε αναφερθεί στα κοινά της Αγίας Τριάδας, δηλ. στην κοινή φύση (ή ουσία) και στη ΜΙΑ ενέργεια. Σήμερα, μεταξύ άλλων, θα αναφερθούμε στην αρχή ή αιτιότητα της Τριάδας. Μία από τις βασικές αρχές της ορθόδοξης θεολογίας είναι το ότι τα πάντα στον κόσμο, στην οντολογία (= μελέτη της έννοιας του όντος και τη ουσίας των πραγμάτων) έχουν μία αρχή ή ένα αίτιο. Δηλ. δεν υπάρχει τίποτα, από το τίποτα. Και τούτο είναι μία βασική αρχή στις φυσικές επιστήμες.

Ο Θεός είναι η αναίτια αιτία των πάντων. Του κόσμου. Στη δε θεολογία, η αιτία της υπάρξεως και των τριών προσώπων είναι ο Πατέρας. Ο Πατέρας είναι η μοναδική αρχή ή αιτία της υπάρξεως του εαυτού Του, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι αυτοαιτία. Επομένως αφού ο Πατέρας είναι αρχή ή αιτία στην Τριάδα, τότε ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι αιτιατά (= αποτελέσματα μίας αιτίας). Προσοχή όμως. Αυτή η αιτιότητα, επειδή βρισκόμαστε στον χώρο της συζήτησης για τον Τριαδικό Θεό, ο οποίος είναι αΐδιος (= άκτιστος, άναρχος) δεν εισάγει χρονικότητα, δεν εισέρχονται δηλ. λογικές χρόνου ή χρονικής προτεραιότητας. Δεν υπάρχει δηλ. χρόνος, στον οποίο δεν υφίστατο ο Υιός ή το Άγιο Πνεύμα. Η αιτιότητα, εισέρχεται στη συζήτηση, για να έχουμε μία οντολογική αρχή στην ύπαρξη και όχι μία χρονική αρχή στην ύπαρξη.

Ο χρόνος εισάγεται μόνον εις τον χώρο του κτιστού, σε εμάς.6 Επί το απλούστερον: Δεν υπάρχει χρόνος κατά τον οποίο, ο Πατέρας δεν γεννάει (συμβατικά) τον Υιό.
Τίθεται εύλογα το ερώτημα εάν η οντολογική προτεραιότητα του Πατέρα, έναντι των δύο άλλων προσώπων (του Υιού και του Αγ. Πνεύματος) υποδηλώνει μεγαλύτερο βαθμό υπάρξεως;
Οι Πατέρες δίδουν την απάντηση. Ομιλούν για μία προτεραιότητα τη επινοία ή τη τάξει, δηλ. για μία λειτουργική προτεραιότητα και όχι για οντολογική προτεραιότητα.
Προτεραιότητα επινοίας ή τάξεως, άνευ αισθητού σφάλματος, σημαίνει: ίσα – ίσα το μυαλό μας να μπορέσει να καταλάβει ότι υπάρχει μία αιτιότητα. Διότι χωρίς αιτιότητα, δεν υπάρχει τίποτα.

Συμπερασματικά, ο Πατέρας λειτουργώντας ως αιτία υπάρξεως του εαυτού Του, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεν έχει μεγαλύτερο βαθμό υπάρξεως.7

Επιχειρώντας να κατανοήσουμε τη θεολογική ερμηνεία των θεοφανειών, διεισδύουμε στο πρόβλημα, εάν ο Λόγος (το βο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας) αποκαλύπτει τον Πατέρα ή την Τριάδα. Η απάντηση που προσήκει στο ερώτημα αυτό είναι η εξής: Όταν ο Λόγος αποκαλύπτει τον Πατέρα, αποκαλύπτει κατ’ ανάγκην την Τριάδα˙ και όταν αποκαλύπτει την Τριάδα, αποκαλύπτει τον Πατέρα. Έτσι, η θεολογία είδε στην Παλαιά Διαθήκη, αφ’ ενός μεν τη μοναρχία του Θεού Πατέρα, αφ’ ετέρου δε τον Λόγο που με τις θεοφάνειες αποκαλύπτει τον Πατέρα και την Τριάδα. Με τη θεολογική γλώσσα θα λέγαμε ότι οι ιστορικές θεοφάνειες του τριαδικού Θεού μέσω του Λόγου, προβάλλουν ακριβώς τη μοναρχία του Πατέρα.

Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί θεωρούμε ότι ο Πατέρας είναι αυτός που εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, και είναι αυτός που γεννά τον Υιό. Αυτό είναι το λεγόμενο υποστατικό ιδίωμα του Πατέρα και το οποίο διατηρεί τον μονοθεϊσμό στη χριστιανική διδασκαλία, δηλ. είναι η μοναρχία του Πατέρα.8

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έδωσε έμφαση περισσότερο στην ενότητα της ουσίας. Θεώρησαν δηλ. οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η ενότητα της ουσίας των τριών προσώπων ήταν εκείνη που διαφυλάσσει τον μονοθεϊσμό. Για μας τους ορθόδοξους είναι η μοναρχία, η οποία φαίνεται στην αποκάλυψη γενικότερα και μάλιστα η αποκάλυψη του ενός αποκαλύπτει την Τριάδα. Όταν ρώτησαν τον Ιησού Χριστό για τον Θεό είπε ότι ο γινώσκων εμέ γινώσκει και τον Πατέρα μου. Αυτό είναι κάτι το αλληλένδετο και συνδέεται και με την ενότητα της ουσίας. Δεν είναι δηλαδή δύο διαφορετικοί θεοί και το αντίστοιχο γίνεται και με το Άγιο Πνεύμα. Αλλού είπε: «ο ποιών το εμόν θέλημα, το θέλημα του Πατρός ποιεί». Υπάρχει δηλαδή ενότητα σε όλες τις ενέργειες. Δεν υφίσταται ξεχωριστή ενέργεια για κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, οι ενέργειες είναι ενιαίες.

Ο Τριαδικός μονοθεϊσμός είναι ο ένας και μοναδικός Θεός, η μόνη πηγή και αιτία, που με τη φανέρωση μέσω των θεοφανειών συσχετίζεται προς τα φυσικά και ιστορικά γεγονότα. Ο μονοθεϊσμός της Π. Διαθήκης, σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία, είναι τριαδικός. Κι αυτό εξηγείται με τις θεοφάνειες που οικοδομούν όχι μόνον κώδικες ηθικής και νόμου, αλλά κυρίως την κοινότητα ζωής, όπου το παιχνίδι παίζεται μεταξύ αφθαρσίας και φθοράς, τελείωσης και αποτυχίας. Επιπρόσθετα σ’ αυτή τη σχέση ζωοποιού Θεού και κτίσης διαμέσου των θεοφανειών μπορεί να εννοηθεί το μυστήριο της ενανθρώπησης του Λόγου.9

Οι θεοφάνειες στην ιστορία του Λόγου του Θεού φαίνονται στην Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι ο κορμός της Ιεράς Παράδοσης, δηλ. ο υπομνηματισμός της ιστορίας του λαού του Θεού, από τη δημιουργία μέχρι την τελείωση, μέχρι τη βασιλεία.

Η θεοφάνεια αποτυπώνεται ήδη από τον αο στίχο του πρώτου βιβλίου της Αγίας Γραφής (αος στίχος της Γενέσεως). Η ίδια η δημιουργία δηλαδή συνιστά την πρώτη θεοφάνεια. Ο Θεός δηλ. δημιουργώντας τον κόσμο, είναι παρών στον κόσμο και μάλιστα στην τριαδική του μορφή.

Καταληκτικά τόσο οι θεοφάνειες της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης βρίσκονται στην ίδια ιστορική πορεία και έχουν την ίδια τριαδική βάση, επειδή μέσω αυτών διαδραματίζεται όχι μόνον η ιστορία, αλλά και η διαπροσωπική σχέση Θεού και κτίσης. Άξονας είναι ο Λόγος, τόσο στην Παλιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Η παρουσία του Θεού στην κτίση, στη δημιουργία, ουσιαστικά είναι του Λόγου. Βέβαια οι ενέργειες είναι κοινές. Στη μεν Παλαιά Διαθήκη έχουμε την άσαρκη παρουσία του Λόγου, στη δε Καινή Διαθήκη έχουμε την ένσαρκη. Ο Λόγος του Θεού ενσαρκώνεται, ενανθρωπίζεται και παίρνει μέρος στην ανθρώπινη ιστορία ως άνθρωπος.

1) ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21988, σ.58.
2) ΔΡΙΤΣΑ Δ., ΜΠΑΛΙΑΤΣΑ Δ., ΚΑΡΑΜΑΤΣΚΟΥ Δ., Λεξικό Πρωτοχριστιανικών, Βυζαντινών και Νεοτέρων Ορθοδόξων όρων, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2005, σ.57.
3) ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., όπ.π.,σσ.59-61.
4) ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., όπ.π., σ.62.
5) ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., όπ.π., σσ.61-62.
6) ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ Χρ. Corpus Πανεπιστημιακών Παραδόσεων Δογματικής Γ΄, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2012, σ.35.
7) ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ Χρ. ό.πρ., σ.36.
8) ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21988, σσ.67-68.
9) ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., όπ.π., σσ.75-76.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Φωτοσχόλιο

Από την επίσκεψη της ευρωβουλευτού Μαρίας Σπυράκη στο δημαρχείο Κικίς