«Κυβέρνηση και ΝΔ υπηρετούν και στην παιδεία το κεφάλαιο»
Διμέτωπη επίθεση κατά της κυβέρνησης και της ΝΔ γιά τις θέσεις που υποστηρίζουν γιά την παιδεία, εξαπέλυσε η ΚΝΕ Κιλκίς, με αφορμή την μεταξύ των δύο αυτών πλευρών διαμάχη γιά τον εν λόγω τομέα.
Στην σχετική ανακοίνωση αναφέρονται τα εξής:
«Η σχολική χρονιά ολοκληρώνεται και φέτος με ακόμη πιο οξυμμένα προβλήματα στον χώρο της παιδείας. Από τα κενά σε εκπαιδευτικούς και ώρες διδασκαλίας που έχουν χαθεί, από τις ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή και στο κτιριακό, μέχρι και το γεγονός ότι η λαϊκή οικογένεια και φέτος έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη για την μόρφωση των παιδιών της.
Η αντιεκπαιδευτική πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ήρθε να προστεθεί στην εξ ίσου αντιεκπαιδευτική πολιτική που εφάρμοσαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για δεκαετίες.
Κι όμως, με αφορμή την συζήτηση για τα θέματα της παιδείας, έχει οξυνθεί η αντιπαράθεση ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ για το ποιός έχει καλύτερες θέσεις για την παιδεία.
Εν τέλει, πού πραγματικά διαφωνούν;
Στις αρχές του μήνα η ΝΔ κυκλοφόρησε ένα κείμενο με τίτλο «Δέσμη πρώτων προτάσεων για την παιδεία προς διαβούλευση», που περιλαμβάνει συνολικώς τις θέσεις της ΝΔ για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, οι οποίες αποτελούν την βάση της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση αυτήν την στιγμή.
Διαβάζοντας κανείς αυτήν την δέσμη προτάσεων της ΝΔ, πραγματικά θα δυσκολευτεί να βρει διαφορές με όσα ήδη εφαρμόζει ή έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωρισμένα παραδείγματα:
Ως προς τις βασικές γενικές κατευθύνσεις η ΝΔ κάνει λόγο για ενίσχυση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας, με την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου των διδασκόντων και την σύνταξη πλήρους εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας σχολικής μονάδας, ενώ η κυβέρνηση στο πόρισμα του κυβερνητικού διαλόγου σημειώνει, ότι «η αυτονομία του σχολείου πρέπει να περάσει μέσα από την ενδυνάμωση των συλλογικών λειτουργιών της κοινότητας των διδασκόντων».
Η ΝΔ μιλάει για αξιολόγηση κάθε παραμέτρου της εκπαίδευσης, ενώ η κυβέρνηση αναφέρει, ότι το σχολείο «κάθε χρόνο πρέπει να θέτει στόχους (…) και αυτή θα πρέπει να είναι η βάση της αξιολόγησης της δράσης του».
Ακόμη, η ΝΔ τονίζει την ανάγκη της ενίσχυσης της εκπαίδευσης για την επιχειρηματικότητα και η κυβέρνηση εντάσσει την επιχειρηματικότητα στην εγκύκλιο ύλη του σχολείου.
Και οι δύο μιλάνε για ενιαίο τύπο σχολείου, για μείωση της διδακτέας ύλης και των ωρών διδασκαλίας, για εξορθολογισμό της ύλης και για ψηφιακό σχολείο.
Ενώ και για την ανώτατη εκπαίδευση, συμφωνούν τελικώς στην παραπέρα εμπορευματοποίηση της, μιλώντας ή για ιδιωτική πρωτοβουλία ή για μη δημόσια και μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ και ΤΕΙ ή για ιδιωτικά πανεπιστήμια, και συμφωνούν στη σύνδεση της έρευνας με την «υγιή και καινοτόμο επιχειρηματικότητα».
Τι είναι, όμως, αυτό που τους οδηγεί σε τόσο όμοιες προτάσεις;
Στην πραγματικότητα, οι διαξιφισμοί ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ για το ποιος αντιγράφει ποιόν, είναι εντελώς χωρίς νόημα, διότι και οι δύο αντιγράφουν από το ίδιο πρωτότυπο, που δεν είναι άλλο από την στρατηγική της ΕΕ για την παιδεία και τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ.
Αυτό τους οδηγεί να εμφανίζουν τόσο όμοιες θέσεις στην παιδεία. Από εκεί εκπορεύονται π.χ. οι ύμνοι τους στην αυτονομία των σχολείων, η οποία ταυτοχρόνως σημαίνει και αυτόνομη… τσέπη, με τους γονείς ή το διδακτικό προσωπικό να αναλαμβάνουν κάλυψη βασικών αναγκών της σχολικής μονάδας, όπως κτιριακές επιδιορθώσεις και άλλα, με πάμπολλα παραδείγματα στο Κιλκίς και σε όλη την Ελλάδα.
Από εκεί εκπορεύεται η συμφωνία τους για την εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα, η οποία πλέον διαπερνά σαν νήμα όλες τις βαθμίδες του αστικού συστήματος εκπαίδευσης, σε μία προσπάθεια να εμποτιστούν από νωρίς οι μελλοντικοί εργάτες να σκέφτονται υπέρ των συμφερόντων των εργοδοτών τους.
Στο μεδούλι της στρατηγικής της ΕΕ για την παιδεία είναι η γενίκευση της μαθητείας, της εξασφάλισης φτηνής μέχρι και μη αμειβόμενης εργασίας για το κεφάλαιο δηλαδή, και είναι διαρκής τις τελευταίες δεκαετίες η προσπάθεια όλων των ελληνικών κυβερνήσεων να αυξήσουν την ροή των μαθητών, που στρέφονται προώρως προς την τεχνική εκπαίδευση σε σχέση με τη γενική εκπαίδευση και να φτάσουν στον ευρωπαϊκό στόχο της αναλογίας 60/40 ή 70/30 υπέρ της τεχνικής. Και βασικό «εργαλείο» για την υλοποίηση, το διαρκή έλεγχο και την προσαρμογή αυτών των κατευθύνσεων είναι η «αξιολόγηση».
Όταν, λοιπόν, ταυτίζονται στις βασικές κατευθύνσεις, όταν παρακολουθούν και υιοθετούν τις διεθνείς πρακτικές που επιλέγει και ξεχωρίζει ο ΟΟΣΑ, τότε είναι πολύ εύκολο να συμπίπτουν και στις «λεπτομέρειες», δηλαδή να ταυτίζονται και στις επί μέρους προτάσεις τους.
Γι’ αυτό δεν έχει κανένα νόημα και είναι αποπροσανατολιστικό για την λαϊκή οικογένεια και για τα παιδιά της να εμπλέκεται στην διαμάχη μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.
Μια διαμάχη, η οποία εκφράζεται και σε τοπικό επίπεδο στο Κιλκίς, όπου έχουμε δει και έχουμε διαβάσει τις προηγούμενες ημέρες εκπροσώπους και συνδικαλιστές τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΝΔ να αντιπαρατίθενται, για το ποιος έχει την καλύτερη πρόταση για την παιδεία.
Το ερώτημα, που πρέπει να απαντηθεί, είναι «πρόταση για την παιδεία για τις ανάγκες ποιανού;» Για τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων στο χώρο της εκπαίδευσης και για τις ανάγκες του συστήματος που υπηρετούν πιστά τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ή για τις ανάγκες των παιδιών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων;
Η μόνη πραγματικά ρεαλιστική και αναγκαία πρόταση, που ικανοποιεί τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών του λαού, είναι η πρόταση του ΚΚΕ για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο σύγχρονης γενικής παιδείας, αποκλειστικώς δημόσιο και δωρεάν χωρίς καμμία επιχειρηματική δράση, με αποκλειστικώς μόνιμο προσωπικό, με σύγχρονες υποδομές, με στόχο της πραγματική μόρφωση του συνόλου των μαθητών και την πολύπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητάς τους».