Καποδίστριας και Κοραής: Από την Ρωμηοσύνη στην μετακένωση των ψευδοφώτων της Δύσης
«Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης» Ι. Καποδίστριας
27 Σεπτεμβρίου 1831, ημέρα Κυριακή, ώρα 6.35 το πρωί. Εξω από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, πέφτει νεκρός, από χέρια ελληνικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Συνήθιζε ο Κυβερνήτης να λειτουργιέται νωρίς, «όρθρου βαθέος», από την «πρώτη καμπάνα», όπως λέει ο λαός. Ο θάνατό του θεωρήθηκε «συμφορά διά την Ελλάδα».
«Ο κακούργος όστις εδολοφόνησε τον Καποδίστριαν, εδολοφόνησε την πατρίδα του» θα πει θρηνώντας ο φίλος του και μεγάλος ευεργέτης της πατρίδος μας, Ελβετός Φιλέλληνας Εϋνάρδος. Διηγείται και ο Κολοκοτρώνης στην «Διήγησιν Συμβάντων» για την αντίδραση του λαού στο φρικτό νέο: «Την αυγήν όπου το έμαθαν οι πολίται της Τριπολιτσάς, έμειναν νεκροί, άφησαν τα εργαστήριά των, τες δουλειές τους και επερπατούσαν εις τους δρόμους ωσάν τρελλοί». («Απαντα, περί Κολοκοτρωναίων», έκδ. «ΔΕΒ», σελ. 239).
Ο απλός λαός «έχασε τα λογικά του» από την οδύνη. Κάποιοι όμως… πανηγύριζαν. Ο ευρισκόμενος στην παρισινή θαλπωρή, Αδαμάντιος Κοραής, είχε την κακόγουστη ιδέα να κατηγορήσει τους δολοφόνους ότι έσωσαν τον Καποδίστρια από την τύχη που του άξιζε περισσότερο: να τον διώξουν από την Ελλάδα.
Εχω ένα μικρό, ολιγοσέλιδο βιβλίο, έκδοση του 1976. Περιέχει κείμενα, επιστολές του Καποδίστρια. Είναι του προ λίγων ετών καταργηθέντος «Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων», του γνωστού ΟΕΔΒ, αρκτικόλεξο, που μαζί με το σύμβολό του, την κουκουβάγια, το πουλί της γνώσεως, κοσμούσε τα οπισθόφυλλα των σχολικών βιβλίων. Ο εν λόγω «Οργανισμός» τολμούσε να εκδίδει και να μοιράζει στα σχολεία βιβλία εθνικού περιεχομένου, για να συμβάλλει στην ιστορική παιδαγωγία μαθητών και δασκάλων. Με την κατάργησή του, την εισβολή ιδιωτικών εκδοτικών οίκων και την άλωση της Εκπαίδευσης από τους ποικιλώνυμους «Γραικύλους της σήμερον», παρεισδύουν στα σχολεία κουρελουργήματα τύπου «Ρεπούση» ή βιβλία «Γλώσσας», που «μορφώνουν» τα Ελληνόπουλα με συνταγές μαγειρικής.
Ερανίζομαι από το θαυμάσιο τευχίδιο κάποια κείμενα του Κυβερνήτη – ο μοναδικός που έμεινε στην ιστορία μ’ αυτόν τον περιούσιο τίτλο – τα οποία επιβεβαιώνουν το γιατί υπήρξε συμφορά για το Γένος η απώλειά του.
Είχε συλλάβει εναργέστατα ο Κυβερνήτης την ιδέα ότι για να ανορθωθεί ο λαός, χρειάζεται σωστή Παιδεία, «η ροδόχρους ελπίδα του Εθνους», όπως την αποκαλεί. Τι σχολείο ονειρεύεται; «Τα σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής». Δεν διαφεύγει από τον ανύστακτο ζήλο του για την Παιδεία, το ποιόν των δασκάλων. Γράφει «… αν η παρούσα γενεά δεν ενδυναμωθεί από ανθρώπους μορφωμένους εν καλή διδασκαλία και μάλιστα προς τον κανόνα της αγίας ημών πίστεως και των ηθών μας θα είναι δυσοίωνο το μέλλον της Ελλάδος και η διακυβέρνηση της αδύνατη».
Η παρούσα κρίση που μας «τηγανίζει» είναι, συν τοις άλλοις, και απόρροια μιας Παιδείας, η οποία πράττει τα αντίθετα από αυτά που μας κανοναρχούσε ο Καποδίστριας. Πρώτα «αιχμαλώτισε» τις παιδαγωγικές σχολές, τοποθετώντας «ξιπασμένους οψίπλουτους» της μάθησης, καθηγητές χωρίς ιθαγένεια, για να υπονομεύσει το ποιόν των δασκάλων και στη συνέχεια ανέλαβε να καταστήσει τα σχολεία τόπους προσκτήσεως πληροφοριών. Σχολεία χωρίς «ψυχή και Χριστό», σχολεία… «ευρωπαϊκά», φραγκολεβαντίνικα. Ελάχιστη υπόληψη έτρεψε ο Κυβερνήτης για την Ευρώπη: «Και εγώ αναγκαιότατον κρίνω να συλλέξωμεν και επαναγάγωμεν εις την Ελλάδα τους νέους Ελληνας, όσοι επί προφάσει μαθήσεως διαφθείρωνται εν Ευρώπη».
Αυτό όμως που για τον Κυβερνήτη είναι εστία διαφθοράς – η Ευρώπη και οι αντίχριστες θεωρίες της – για τον υπερτιμημένο Αδαμάντιο Κοραή είναι «τόπος επαγγελίας».
Δυστυχώς για την πατρίδα μας δεν εισακούσθη ο Καποδίστριας, αλλά οι εκ Παρισίων απανταχούσες του Κοραή, που επείχαν θέση βασιλικού διατάγματος την εποχή των πρώτων βημάτων του νεοελληνικού κράτους. Ο Κοραής, άγευστος της Ορθοδόξου πίστεως και των χριστοειδών ηθών της, προκρίνει την «μετακένωσιν» των φώτων. Να μιμηθούμε την Ευρώπη, τα «πεφωτισμένα έθνη της Εσπερίας» για να συγκαταριθμηθώμεν μεταξύ των «πεπολιτισμένων» εθνών.
«Εκείνος που ήρχισε τον πόλεμον κατά την Ρωμηοσύνης ήτο ο Αδαμάντιος Κοραής», γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. («Κωστής Παλαμάς και Ρωμηοσύνη», εκδ. «Ρωμηοσύνη», σελ. 12), και παραπέμπει στην γνωστή φράση του Κοραή ότι «επρόκρινα το όνομα Γραικός επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης». Ζώντας στο Παρίσι ο Κοραής, βιώνοντας και υιοθετώντας τον αντικληρικαλισμό και αντιχριστιανισμό του λεγόμενου Διαφωτισμού και το μένος του κατά της Ρωμηοσύνης (Βυζάντιο), αποκόπτει με το κύρος του, σύρριζα την αδιάσπαστη συνέχεια του Γένους, και το στρέφει στην στείρα, αρχαιολατρία. (Από την οποία ανέκυψε και η καθαρεύουσα, γλώσσα άγνωστη στον λαό. Φόρτωσαν στον αγράμματο λαό μια γλώσσα όλο στόμφο και επιτήδευση, τις «ελληνικούρες» και αποσιωπήθηκαν ο ζωντανός, πηγαίος, «βουνίσιος» λαϊκός λόγος, η γλώσσα του Μακρυγιάννη, πράγμα που είχε τραγικές συνέπειες για την πνευματική αναγέννηση της πατρίδας μας). Ο Κοραής είναι εν πολλοίς υπεύθυνος για την υποτίμηση του «Βυζαντίου», για το στήσιμο «αερογέφυρας» όπως προσφυώς ειπώθηκε μεταξύ των Νεοελλήνων και των αρχαίων. Είμαστε παιδιά του παππού μας και όχι του πατέρα μας, του Ρωμηού της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης.
«Ουαί, ουαί», γράφει, «τέκνα μου αγαπητά, δυστυχείς απόγονοι των Ελλήνων. Εσυντρίβη τέλος πάντων και ο ρωμαϊκός ζυγός και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες εκρημνίσθησαν από του Βυζαντίου θρόνου» (Αδ. Κοραής: «Άπαντα, εκδ. Μπίρη, Αθήναι 1970, σελ. 30).
Και αλλού «Η κατάρατος αύτη φιλαρχία εγέννησε την διχόνοιαν, διήγειρε τας πόλεις και τους πολίτας κατ’ αλλήλων, άναψε των εμφυλίων πολέμων την πυρκαϊάν και υπέταξε τους Ελληνας πρώτον εις τους Μακεδόνας, έπειτα εις ξένον έθνος τους Ρωμαίους και τελευταίον εις το βαρβαρώτερον και αγριώτατον όλων των εθνών του κόσμου, τους Τούρκους» «Αυτόθι, σελ. 173) (Η υποταγή «εις τους Μακεδόνας» ολίγον απέχει της προδοσίας). Αλλού ειρωνεύεται τους Ορθοδόξους, τους απλοϊκούς κυρίως μοναχούς, αυτούς τους χυδαίους όπως λέγει, «οι οποίοι δι’ άλλο δεν επιθυμούν την καταστροφήν των Τούρκων, παρά διά να ακούσωσιν την λειτουργίαν εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας. (σελ. 100). Προτείνει την διάλυση του μοναχισμού, την σύντμηση των Ακολουθιών, την κατάργηση της αγαμίας των Επισκόπων, της νηστείας. (Εξαιρετικές για τα θέματα αυτά είναι οι μελέτες και τα έργα των δύο πολιών και σεβαστών γερόντων ιερέων του π. Θεοδώρου Ζήση και του π. Γεωργίου Μεταλληνού).
Ο Κοραής «πέθανε και ετάφη», ζώντας μέχρι τα βαθιά γέρματα στο Παρίσι στις 6 Απριλίου 1933. Ο Καποδίστριας που έδωσε τα πάντα για την «ματοκυλισμένη» του πατρίδα, δολοφονήθηκε ανάνδρως και πότισε με το αίμα του την γη μας. Έγινε όμως το μεγάλο κακό. Ό,τι δεν πέτυχαν οι εχθροί του Γένους, τότε που ο μεγαλομάρτυς λαός μας βίωνε τα «αγαθά» του Ισλάμ – που κάποιοι σήμερα το τιμούν με τζαμιά και τμήματα σπουδών στο ΑΠΘ – το πέτυχαν ο Κοραής και τα εκγονά του, στους χρόνους της… Ελευθερίας, υπό την βαυαροκρατία και τους συνεχιστές της. Περιφρονήσαμε την μάνα μας την «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» και γονατίσαμε στις «αλώπεκες του σκότους», (Ε. Βούλγαρης), στις Φραγκομητριές, που μας άφησαν χωρίς πίστη, χωρίς πατρίδα, «αρετή και τιμιότη». (Δυστυχώς και στα σχολικά βιβλία κυριαρχεί η ίδια νοοτροπία. Στο βιβλίο «Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Α’, Β’ και Γ’ Γυμνασίου, ο Κοραής τιμάται με τρισέλιδη επαινετικότατη παραπομπή, ενώ ο πολύαθλος «άγιος» της πολιτικής, Ιω. Καποδίστριας, διαπομπεύεται – για πρώτη φορά στην ελληνική εκπαίδευση – μέσω ενός σατυρικού ποιήματος του Αλ. Σούτσου). («Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Γ. Γυμνασίου, σελ. 72). Κλείνω παραπέμποντας σ’ έναν σπουδαίο Ελληνα, τον Δημ. Βερναρδάκη (1834 – 1907), που γράφει και περιγράφει το εθνικό μας «παραστράτημα», για το ψευτορωμαίικο χαρτοβασίλειο, το οποίο σήμερα ψυχορραγεί: «… αφήκαμεν παν ό,τι εκληρονομήσαμεν παρά των πατέρων ημών και εγκαταλιπόντες το πάτριον έδαφος μετεπηδήσαμεν δι’ ενός βιαίου άλματος εις το μέσον της Ευρώπης του ΙΘ’ αιώνος. Απηρνήθημεν λοιπόν τα πάτρια και εδανείσθημεν ολόκληρον σχεδόν τον βίον ημών εκ της Δύσεως. Και πρώτον μεν απηρνήθημεν κατ’ ουσίαν, αν όχι κατά τύπους, το πάτριον θρήσκευμα και ελατρεύσαμε την θεότητα της γαλλικής επαναστάσεως… Εάν δε και δεν εξέπνευσεν ακόμη όλως παρ’ ημίν η εις Χριστόν πίστις, ψυχορραγεί όμως. Αφήκαμεν την πάτριον δίαιταν και ενδυμασίαν, και εδανείσθημεν την των Φράγκων. Αφήκαμεν την εθνικήν ημών ποίησιν και φιλολογίαν και εδανείσθημεν τα γαλλικά μυθιστορήματα… Ιδού λοιπόν από της αναγεννήσεως και εφεξής ολόκληρος ο ευρωπαϊκός βίος εισέρρευσεν εις ημάς ακωλύτως… και άφθονος. Ήτο τούτο ορθόν και φρόνιμον; Εγώ μεν διστάζω να αποκριθώ μετά βεβαιότητος, αλλ’ η ιστορία μαρτυρεί ότι οσάκις ξένος πολιτισμός εισέρρευσεν βιαίως και αδιακρίτως εις ξένον έθνος, ουδέποτε είχεν αγαθά αποτελέσματα την δε αλήθειαν ταύτην δεν διέψευσε μέχρι σήμερον… Ουδέποτε επείσθην ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, ακόμη και εκ της καλλίστης αυτού όψεως εξεταζόμενος, ήτο όλως αρμόδιος εις το ημέτερον έθνος». (Κ. Σαρδελή, «Η προδομένη Παράδοση», εκδ. «Τήνος», σελ. 22).