Αρθρογραφία

ΡΟΥΣΑΛΙΕΣ – ΡΟΥΣΑΛΙΟΙ, ΕΝΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ

Γράφει ο Γεώργιος Χ. Τοσιλιάνης*

Κατά την περίοδο του Δωδεκαήμερου, από την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων έως και τα Θεοφάνεια, στην περιοχή της Γουμένισσας αλλά και σε άλλες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας τελούνταν και τελείται το έθιμο «Ρουσαλίες». Το ίδιο έθιμο σε κάποιες περιοχές (Αλεξάνδρεια Ημαθίας, Νάουσα κ.λ.π.) είναι γνωστό με την ονομασία «Ρουγκάτσια».

Πρόκειται για ένα πανάρχαιο έθιμο «αγερμού» ( αγερμός = έρανος, συγκέντρωση χρημάτων για τους θεούς), με ρίζες στην αρχαία Ελλάδα. με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων για το κτίσιμο ή την επισκευή κάποιας εκκλησίας ή και σχολείου, ή και γενικότερα φιλανθρωπικό σκοπό,

Η ονομασία «Ρουσαλίες» πιθανόν να προέρχεται από τα «Rosalia» ή «Rosaria», ειδωλολατρική γιορτή των αρχαίων Ρωμαίων για την λατρεία των νεκρών, η οποία γινόταν Μάιο – Ιούνιο, εποχή που υπάρχουν άφθονα τριαντάφυλλα, καθώς «rosa» σημαίνει στα Λατινικά το τριαντάφυλλο. Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τα «Rosalia» διαδόθη­καν στην Ελλάδα, στην Βαλκανική και στην Μικρά Ασία. Οι Ελληνικοί και Ελληνόφωνοι πληθυσμοί εξελλήνισαν την λατινική λέξη «Rosalia» με την ελληνική «Ρουσάλια». Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η γιορτή αυτή εκχριστιανίστηκε και διατηρήθηκε στους Βυζαντινούς, για να απαγορευτεί από την «Εν τρούλω Σύνοδο» το 692 μ.Χ., όπως και οι Καλένδες, ως ειδωλολατρική.

Σήμερα, με την ονομασία «Ρουσάλια» υπάρχει έθιμο που τελείται στα Μέγαρα, παλαιότερα και στο Αγρίνιο, κατά το οποίο ομάδες νέων ψάλλουν τα κάλαντα την Δευτέρα του Πάσχα.

Το έθιμο «Ρουσαλίες» λοιπόν που τελούνταν και τελείται στην Γουμένισσα και γενικότερα στην Κεντρική Μακεδονία, κληρονόμησε τον χαρακτήρα και τον σκοπό του «αγερμού», του εράνου δηλαδή για την συγκέντρωση χρημάτων για τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων και το όνομα (με μικρή παραφθορά) από τα «Rosalia» ή «Rosaria» των αρχαίων Ρωμαίων και τα «Ρουσάλια» των Βυζαντινών. Ως προς το ένοπλο και την μορφή του χορού αποτελεί άμεσο απόγονο, επιβίωση και ιστορική συνέχεια του Πυρρίχιου, πολεμικού χορού των αρχαίων Ελλήνων, αλλά μεταλλάχθηκε, αποκτώντας Χριστιανικό ένδυμα, ως προς τον χρόνο (καθώς τελείται το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων), τον σκοπό και τον τρόπο τέλεσής του.

Σχετικά με την προέλευση της λέξης «Ρουγκάτσια», όπως είναι γνωστό το έθιμο «Ρουσαλίες» σε άλλες περιοχές, πιθανότατα, σύμφωνα με τους μελετητές, να προέρχεται από την λατινική λέξη «rogatio», που σημαίνει ζήτηση (erogatio = απονομή, διανομή), οπότε «Ρουγκάτσια» στην ουσία είναι αυτοί που ζητάνε.

Οι Ρουσαλίες ήταν ομάδες δώδεκα ή και περισσότερων χορευτών, ντυμένοι με φουστανέλα, κεντημένο γιλέκο, πουκαμίσα, φαρδύ κόκκινο ζωνάρι, πολύχρωμη μαντήλα δεμένη στην μέση, ειδικό κάλυμμα κεφαλής και τσαρούχια, οι οποίοι κρατούσαν σπαθιά στα χέρια, έχοντας ορίσει ως επικεφαλής έναν αρχηγό, στον οποίο όφειλαν σεβασμό και υπακοή τα υπόλοιπα μέλη.

Είχαν ως σκοπό όπως προαναφέραμε την συγκέντρωση χρημάτων για το κτίσιμο ή την επισκευή κάποιας εκκλησίας ή και σχολείου, ή και γενικότερα φιλανθρωπικό σκοπό, και η αποστολή τους ξεκινούσε την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και διαρκούσε έως και τα Θεοφάνεια (6 Ιανουαρίου).

Εκτός από την ομάδα των χορευτών, και βέβαια τους μουσικούς, τους ακολουθούσε (χωρίς να φορούν ειδική ενδυμασία) και επιτροπή πολιτών ως συνοδοί, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την είσπραξη και φύλαξη των χρημάτων και την μεταφορά των διαφόρων προϊόντων – γεννημάτων που θα τους προσφέρονταν, αλλά και μεταφορικό μέσον, κάρο τα παλιά τα χρόνια, στο οποίο φόρτωναν τα προϊόντα – γεννήματα (δημητριακά κ.λ.π.) που τους προσφέρονταν.

Από την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων έως και την Παραμονή των Θεοφανείων επισκέπτονταν χορεύοντας διάφορα χωριά, μετά από προσυνενόηση με τις τοπικές αρχές (πρόεδρο και ιερέα) των χωριών και την τελευταία ημέρα, τα Θεοφάνεια, τελούσαν το έθιμο στον τόπο τους.

Αφού συγκεντρώνονταν στο κέντρο του χωριού, έχοντας μαζί τους και τους μουσικούς, δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι, μετέβαιναν στην εκκλησία του τόπου, η οποία αποτελούσε την αφετηρία για την έναρξη του εθίμου, για να πάρουν της ευλογία του ιερέα πριν ξεκινήσουν, τηρώντας το «από Θεού άρξασθε». Ο ιερέας αφού τους ευλογούσε, έδινε στον αρχηγό τους την εικόνα του Αγίου για το χτίσιμο ή την επισκευή της εκκλησίας του οποίου τελούνταν το έθιμο.

Μετά την ευλογία από τον ιερέα και με την εικόνα στα χέρια του αρχηγού, υπό τους ήχους της μουσικής, του νταουλιού και των δύο ζουρνάδων, άρχιζε ο χορός τους. Αρχικά με χορευτικούς βηματισμούς και κρατώντας και σείοντας τα σπαθιά ψηλά, έκαναν τρείς τελετουργικούς γύρους γύρω από την εκκλησία.

Ολοκληρώνοντας τους γύρους σχημάτιζαν κύκλο και χόρευαν τους τέσσερις, ειδικούς για την περίσταση και το έθιμο, χορούς μπροστά στην εκκλησία.

Οι ειδικοί αυτοί χοροί χορεύονταν: 1) κρατώντας μπροστά τους τα σπαθιά και κάνοντας μετά από κάποια βήματα περιστροφικές κινήσεις γύρω από το σώμα τους, 2) με υψωμένα και προτεταμένα τα σπαθιά 3) κρατώντας τα σπαθιά οριζόντια με τα δυό τους χέρια, από την λαβή και την άκρη της λεπίδας, 4) κρατώντας τα σπαθιά με τα δυο τους χέρια από την λαβή και την άκρη της λεπίδας, με κάμψη του σώματος προς την γη – κίνηση προσκυνήματος. Στο τέλος κάθε χορού ακουμπούσαν την κορυφή του σπαθιού στο έδαφος.

Ολοκληρώνοντας τους τελετουργικούς αυτούς χορούς στον αυλόγυρο της εκκλησίας ξεκινούσαν χορεύοντας υπό τους ήχους του μουσταμπέικου και άλλων ρυθμικών σκοπών κατευθυνόμενοι μέσω της πλατείας προς την έξοδο του χωριού.

Επισκέπτονταν όλα τα γύρω χωριά, αφού πρωτύτερα ειδοποιούσαν τις τοπικές αρχές (πρόεδρο, ιερέα), για να πάρουν την άδειά τους, και την τελευταία ημέρα, τα Θεοφάνεια, τελούσαν το έθιμο στο δικό τους χωριό, από όπου ξεκίνησαν.

Φθάνοντας σε κάθε τόπο, έπαιρναν με την σειρά, επισκεπτόμενοι, όλα τα σπίτια. Σε κάθε σπίτι ένας από τους χορευτές σχημάτιζε με το σπαθί του το σημείο του σταυρού πάνω στην εξώπορτα, για να ευλογηθεί το σπίτι και όλη τη οικογένεια και να φύγει το κακό, τα κακά πνεύματα, για να εισέλθουν στην νέα χρονιά απαλλαγμένοι από κάθε κακό της προηγούμενης. Ακόμη και ασθενείς ζητούσαν να τους σταυρώσουν με το σπαθί.

Οι νοικοκυραίοι τους υποδέχονταν με διάφορα κεράσματα, (τσίπουρο, μεζέδες, κ.λ.π.) πάνω σε δίσκους και αφού προσκυνούσαν την εικόνα τους προσέφεραν χρήματα ή και γεννήματα – αγροτικά προϊόντα (δημητριακά κ.λ.π.), τα οποία φορτώνονταν σε κάρο που τους ακολουθούσε, ως εισφορά για το κτίσιμο ή την επισκευή της εκκλησίας ή του σχολείου.

Σε κάθε σταυροδρόμι του χωριού η ομάδα σταματούσε και χόρευε τους λεβέντικους πολεμικούς χορούς, οι οποίοι όπως προαναφέραμε χορεύονταν αποκλειστικά από τους Ρουσαλίες την περίοδο αυτή, κάνοντας περιστροφικές κινήσεις, χτυπώντας ανά δύο τα σπαθιά, ή κρατώντας τα σπαθιά και από τις δύο άκρες. Οι όλες κινήσεις τους συνοδεύονταν από πολεμικές ιαχές.

Τα βράδια φιλοξενούνταν ανά δύο ή τρείς σε σπίτια του χωριού στο οποίο βρίσκονταν, με μέριμνα του προέδρου ή του ιερέα του χωριού. Την δε επόμενη ημέρα συγκεντρώνονταν στο κέντρο του χωριού μετά από προσκλητήριο χτύπημα του νταουλιού, για να συνεχίσουν το δρώμενο στο ίδιο ή σε άλλα χωριά.

Εάν κατά την διάρκεια του δρώμενου κάποιος από τους χορευτές, λόγω ασθένειας ή κούρασης αδυνατούσε να συνεχίσει, τον αντικαθιστούσε κάποιο παλικάρι από το χωριό στο οποίο βρίσκονταν.

Πολλές πληροφορίες για το πώς τελούνταν το έθιμο στις αρχές του 19ου αιώνα, αντλούμε από δημοσιευμένη το 1963 εργασία του Ι. Ξανθού, ο οποίος υπηρετούσε ως δάσκαλος, επί τουρκοκρατίας, στην περιοχή της Γευγελής και είχε λάβει μέρος ως Γενικός Αρχηγός σε δρώμενο Ρουσαλίων το 1911-12 και περιγράφει αναλυτικά το έθιμο[1].

Σύμφωνα με τον Ι. Ξανθό λοιπόν, η οργάνωση των Ρουσαλίων, των οποίων η ομάδα αποτελούνταν από 35 έως 40 άτομα, γινόταν από πενταμελή επιτροπή έντιμων και ευυπόληπτων πολιτών. Η πενταμελής επιτροπή αποτελούνταν από τον Γενικό Αρχηγό, τον Ταμία και τρείς Βοηθούς για την συλλογή και φόρτωση των ειδών σε κάρο που ακολουθούσε. Στην χορευτική ομάδα οριζόταν Αρχηγός, αλλά και Υπαρχηγός για την αναπλήρωση του Αρχηγού σε περίπτωση ανάγκης. Η ένδυση των χορευτών με την ειδική φορεσιά γινόταν με την βοήθεια μιας ηλικιωμένης γυναίκας.

Αρχικά το δρώμενο – ο έρανος τελούνταν με σιδερένια σπαθιά, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκαν με ξύλινα, διότι παλιά είχαν γίνει αψιμαχίες, αιματοχυσία και σκοτωμοί μεταξύ διαφορετικών ομάδων που είχαν διασταυρωθεί οι πορείες τους, καθώς λόγω υπεροψίας καμία ομάδα δεν παραμέριζε να περάσει η άλλη, είτε η μία ομάδα απαιτούσε να περάσει η άλλη ομάδα κάτω από τα υψωμένα της σπαθιά για να την ταπεινώσει. Όσοι έχαναν την ζωή τους σε τέτοιες αψιμαχίες θάβονταν επί τόπου και όχι στα κοιμητήρια, διότι θεωρούνταν αυτοκτονία. Τέτοιοι τάφοι Ρουσαλίων, σύμφωνα με τον Ι. Ξανθό, υπήρχαν και έξω από την Αξιούπολη.

Μετά την ολοκλήρωση του δρώμενου – εράνου σε κάθε χωριό, γινόταν δημοπρασία – πλειστηριασμός των προϊόντων που είχαν συγκεντρωθεί στο ίδιο το χωριό. Το προϊόν του εράνου καταγραφόταν σε ειδικό βιβλίο και παραδίδονταν στον Ταμία, ο οποίος το παρέδιδε για φύλαξη στον Ταμία του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του χωριού εκείνου, παρουσία του ιερέα και του προέδρου, καθώς η κατοχή τόσων χρημάτων εγκυμονούσε κινδύνους. Στο τέλος της περιοδείας, οι Ταμίες κάθε χωριού πήγαιναν και παρέδιδαν τα χρήματα στον Ταμία της πενταμελούς επιτροπής, ο οποίος στην συνέχεια τα παρέδιδε στον Ταμία του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του χωριού.

Αφού ολοκλήρωναν το δρώμενο και επέστρεφαν στο χωριό τους, το πρωί των Φώτων πήγαιναν στην εκκλησία και μετά τον εκκλησιασμό και το τέλος του Μεγάλου Αγιασμού μπροστά στην Ωραία Πύλη λάμβαναν την Ευλογία του Ιερέα με ιδιαίτερη ευχή και έπαιρναν από αυτόν τον Μέγα Αγιασμό. Οι συγχωριανοί τους, τους απένειμαν τις προσήκουσες τιμές.

Και στην Γουμένισσα, το δρώμενο των Ρουσαλίων άρχιζε την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και διαρκούσε έως και την ημέρα των Θεοφανείων.

Αφού έπαιρναν την ευλογία και την εικόνα από τα χέρια του ιερέα, έχοντας ως αφετηρία μία από τις δύο εκκλησίες του τόπου μας και τελούσαν όλο το τελετουργικό, όπως το προαναφέραμε, με τους τρείς γύρους γύρω από την εκκλησία και τους τέσσερις ειδικούς χορούς στον αυλόγυρο του Ναού, με τελευταίο τον προσκυνηματικό χορό, αναχωρούσαν χορεύοντας. Επισκέπτονταν διάφορα χωριά έως και την Παραμονή των Θεοφανείων, οπότε επέστρεφαν. Την τελευταία ημέρα, τα Θεοφάνεια, τελούσαν το έθιμο στην Γουμένισσα και ολοκλήρωναν το δρώμενο κάνοντας τρείς κύκλους γύρω από την εκκλησία από την οποία ξεκίνησαν και χορεύοντας τελευταίο τον προσκυνηματικό χορό, με τον οποίο είχαν αρχίσει την περιοδεία τους.

Στην συνέχεια παρέδιδαν την εικόνα στον ιερέα της εκκλησίας ασπαζόμενοι το χέρι του και λαμβάνοντας την ευλογία και την ευχή του.

Τα χρήματα και τα διάφορα προϊόντα – γεννήματα (σιτηρά κ.λ.π.) που συγκέντρωναν, τα κατέθεταν ενώπιον της εκκλησιαστικής επιτροπής του ναού, η οποία τα αξιοποιούσε για τους προαναφερόμενους σκοπούς, (το κτίσιμο ή την επισκευή κάποιου ναού είτε σχολείου, είτε για φιλανθρωπικούς σκοπούς), τα δε παλικάρια που συμμετείχαν στο δρώμενο – έρανο απολάμβαναν τον σεβασμό και την εκτίμηση των συγχωριανών τους.

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Ξανθός Ι., Μακεδονικά έθιμα, Ρουσαλίες, Μακεδονικά τ. 5, Θεσσαλονίκη 1963.
  2. Αφηγήσεις ηλικιωμένων
  3. Σχετικά άρθρα στο Διαδίκτυο

[1] Ι. Ξανθός, «Ρουσάλια ή Ρουγκάτσια», Μακεδονικά έθιμα, Μακεδονικά, Τόμος 5ος, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 253 – 260.

 

Περισσότερα
Δείτε ακόμα