6 Απριλίου – Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Θρακικού Ελληνισμού
Η Μαύρη Επέτειος της Γενοκτονίας που αδικήθηκε από την ιστοριογραφία και την Ελληνική Πολιτεία
Οι πρόγονοί μας, όταν ήρθαν «από την Πατρίδα», κουβάλησαν ο καθένας ένα μικρό μπόγο με λίγα πράγματα απ’ το βιος τους. Αυτός ο μπόγος έγινε η μαγιά να ξαναστήσουν καινούργιο σπιτικό. Εκτός, όμως, από αυτόν τον μικρό μπόγο, κουβάλησαν ακόμη έναν, πολύ πιο βαρύ και πολύ πιο μεγάλο, και τον παρέδωσαν σε μας. Και μας είπαν: «Εδώ μέσα έχουμε την ιστορία μας και τις παραδόσεις μας. Εμείς με αίμα και δάκρυ καταφέραμε και τα διαφυλάξαμε για 3.000 χρόνια. Η σειρά σας τώρα. Αν είστε άξιοι, τιμήστε τα και παραδώστε τα κι εσείς στα παιδιά σας και στα εγγόνια σας, για να γνωρίζουν κι εκείνα ποιες είναι οι ρίζες τους».
Ας ανοίξουμε, λοιπόν, σήμερα αυτόν τον βαρύ μπόγο με την ιστορία και ας θυμηθούμε τις πράξεις Γενοκτονίας που έγιναν σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης την περίοδο 1914-1918. Είναι οι ίδιες ακριβώς θηριωδίες που έγιναν σε βάρος και των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, απλά η Θράκη ήταν η πρώτη περιοχή που τις έζησε. Το κείμενο έχει κάποια έκταση, και πάλι όμως είναι μικρό για ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Με τους βαλκανικούς πολέμους η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε όλες τις ευρωπαϊκές της κτήσεις, εκτός από την Ανατολική Θράκη, ενώ ο στρατός της ήταν εντελώς αποδιοργανωμένος. Προκειμένου να μην υπάρξουν στο μέλλον απώλειες κι άλλων εδαφών, οι Νεότουρκοι έθεσαν εκ νέου σε εφαρμογή, και με μεγαλύτερη ένταση, το σχέδιό τους για τον πλήρη εκτουρκισμό της αυτοκρατορίας. Ένα σχέδιο που ξεκίνησαν να υλοποιούν το 1908, δεν πρόλαβαν όμως να ολοκληρώσουν λόγω των βαλκανικών πολέμων που ακολούθησαν.
Τον Ιούλιο του 1913, μόλις ανακατέλαβαν την Ανατολική Θράκη, τουρκικός στρατός και τσέτες, άρχισαν να λεηλατούν, να σκοτώνουν και να φυλακίζουν τους Θρακιώτες, με τη δικαιολογία ότι κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής συνεργάστηκαν με τους Βουλγάρους, ενώ η αλήθεια είναι ότι υπέφεραν τα πάνδεινα. Στις περιοχές Μαλγάρων, Χαριούπολης, Καλυβίων, Μακράς Γέφυρας και Κεσσάνης λεηλάτησαν, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν 48 ελληνικά χωριά, κατέσφαξαν 16.000 Έλληνες, ενώ συγκέντρωσαν 4.000 ορφανά άνω των 4 ετών και τα έστειλαν στη Λάμψακο της μικράς Ασίας, με σκοπό τον εξισλαμισμό. Πρόλαβε, όμως, το Πατριαρχείο και τα μετέφερε στο ελληνικό ορφανοτροφείο της Πριγκίπου. Μέχρι το τέλος του 1913, πολλά χωριά της Αδριανούπολης όπως το Αλεπλί, το Γενίκιοϊ, το Αμπαλάρ, κ.α. είχαν ήδη εξαναγκαστεί να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα.
Τον Δεκέμβριο του 1913, ύστερα από πρόσκληση της νεοτουρκικής κυβέρνησης έφτασε στην Πόλη ο στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς επικεφαλής αποστολής Γερμανών αξιωματικών, με σκοπό την αναδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού. Αυτοί, αφού επιθεώρησαν διάφορα στρατηγικά μέρη της αυτοκρατορίας, δήλωσαν στους Νεότουρκους:
«Οι Έλληνες έχουν στα χέρια τους όλο τον πλούτο και είναι πρώτοι στα γράμματα. Αν δεν τους διώξετε, να είστε σίγουροι ότι θα σας υποδουλώσουν οικονομικά και πνευματικά, και αύριο θα σας εκμεταλλεύονται χειρότερα από σήμερα» και εισηγήθηκαν την εκδίωξη όλων των Ελλήνων από τη χώρα, με πρώτους της Ανατολικής Θράκης και των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Γιατί όμως οι Γερμανοί βιάζονταν να εκδιωχθούν πρώτοι οι Έλληνες της Θράκης και των μικρασιατικών παραλίων; Ο λόγος είναι ότι εκείνη την περίοδο προετοιμάζονταν για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήθελαν με κάθε τρόπο η γραμμή Βερολίνου-Βαγδάτης να μην διέρχεται μέσα από ελληνικούς πληθυσμούς. Φοβούνταν ότι στον αυριανό πόλεμο θα λειτουργούσαν ως πράκτορες της Αγγλίας.
Και οι Νεότουρκοι, όμως, είχαν τους δικούς τους λόγους, για την άμεση εκδίωξη των Ανατολικοθρακών. Πριν από τους βαλκανικούς πολέμους, τα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας έφθαναν μέχρι τη Θεσσαλία και τη Σερβία, ενώ, με τη λήξη τους, τα σύνορα ήρθαν στον Έβρο, και η Πόλη έγινε σχεδόν παραμεθόρια. Σε έναν μελλοντικό πόλεμο κινδύνευε η πρωτεύουσα. Και ο κίνδυνος αυτός γινόταν ακόμη μεγαλύτερος αφού στην Ανατολική Θράκη υπερτερούσε ο ελληνικός πληθυσμός, ο οποίος, σύμφωνα με την απογραφή του Πατριαρχείου του 1911, αριθμούσε 370.000 ψυχές. Έπρεπε με κάθε τρόπο να δημιουργηθεί ανάμεσα στον Έβρο και την Κωνσταντινούπολη ένα συμπαγές μουσουλμανικό ανάχωμα για την προστασία της πρωτεύουσας.
Τον Δεκέμβριο του 1913 έγινε στη Ραιδεστό μεγάλο συλλαλητήριο με την μεταφορά Τούρκων από τα γύρω χωριά, στους οποίους μίλησε ο αρχηγός του στρατού Μεχμέτ Αλή πασάς. «Αυτός ο τόπος δε χωρεί άλλο μιλέτ εξόν απ’ τους Τούρκους. Η Τουρκία στους Τούρκους» τους είπε και έριξε το σύνθημα: “Γιαγκίν, κεσίν, γιάγμα” (κάψτε, σφάξτε, αρπάξτε). Ανάλογο κλίμα είχε δημιουργηθεί και στις άλλες περιοχές της Θράκης.
Συμφωνούσαν, λοιπόν, η Τουρκία και η Γερμανία, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, στη διαδικασία πλήρους εκτουρκισμού της μέχρι τότε πολυεθνικής αυτοκρατορίας, με πρώτη περιοχή εφαρμογής του σχεδίου τους την Ανατολική Θράκη.
Στο βιβλίο του «Τα Μυστικά του Βοσπόρου» ο Χένρι Μοργκεντάου, πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την περίοδο, αναφέρει: «Οι διωγμοί ξεκίνησαν από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας και επεκτάθηκαν στην περιοχή γύρω από τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τα Δαρδανέλλια, τον Βόσπορο και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Οι Έλληνες αυτοί υπέστησαν τα ίδια σχεδόν δεινά με τους Αρμένιους».
Από την άνοιξη του 1914, ένα κλίμα τρόμου απλώθηκε σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Θράκης. Οι νυχτερινές εξαφανίσεις ιερέων, δασκάλων και δημογερόντων, η στρατολόγηση του ανδρικού πληθυσμού από 18 ως 45 ετών στα αμελέ ταμπουρού και στην πρώτη γραμμή του Τσανάκαλε, οι εκφοβισμοί, οι σφαγές, οι δολοφονίες, οι βιασμοί γυναικών, οι αρπαγές περιουσιών, οι επιτάξεις σχολείων και λοιπών κτιρίων των ελληνικών κοινοτήτων, ο αποκλεισμός των Ελλήνων εμπόρων, οι βίαιοι εξισλαμισμοί και οι αρπαγές ορφανών παιδιών έγιναν καθημερινό φαινόμενο.
Η επίσημη κυβέρνηση όλα αυτά τα απέδιδε στους αγανακτισμένους μουσουλμάνους πρόσφυγες (μουχατζίρηδες) που έρχονταν από τη Μακεδονία, στην πραγματικότητα όμως από πίσω κρυβόταν το δοβλέτι. Kαϊμακάμηδες, ζαπτιέδες, μπέηδες, στρατηγοί, υπουργοί, στα φανερά καταδίκαζαν αυτές τις πράξεις, ενώ στα κρυφά καθοδηγούσαν τους τσέτες και τους πρόσφυγες πού και πότε να χτυπήσουν. Χιλιάδες Θρακιώτες, κυρίως γυναικόπαιδα, για να γλιτώσουν τη ζωή τους, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και ύστερα από πολυήμερες πορείες, άρρωστοι, νηστικοί, ξυπόλυτοι και με τον τρόμο στα μάτια, έφταναν στα λιμάνια της Προποντίδας, με κυριότερα της Ηράκλειας και της Ραιδεστού, να πάρουν βαπόρι για την Ελλάδα.
Όπως αναφέρει ο Χένρι Μοργκεντάου «Κυβερνητικοί υπάλληλοι ορμούσαν βάρβαρα στα θύματά τους, τα συγκέντρωναν σε ομάδες, μη επιτρέποντάς τους να τακτοποιήσουν τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Όπως ήταν φυσικό, αυτοί οι άτυχοι άνθρωποι αντιστάθηκαν στον εκπατρισμό με αποτέλεσμα να γίνουν τοπικές σφαγές».
Οι διωγμοί εντάθηκαν τις ημέρες του Πάσχα (6 Απριλίου 1914). Τη Μεγάλη Δευτέρα, 5.000 ξεριζωμένοι Θρακιώτες από τη Βιζύη, τη Μαγκριώτισσα, το Μουσελίμ και το Άβγουζα, είχαν γεμίσει εκκλησίες, σχολεία, χάνια, πλατείες αλλά και τα σοκάκια της Ραιδεστού, ενώ επιπλέον 5.000 από Κρυονέρι, Κουρούδερε, Καραχαλήλ, Γιαντσικλάρ, Τοπτσίκιοϊ, Σαράι, Καβάκι, Γιοβαλί, Άγιο Γεώργιο, Τσακλί, Άγιο Ιωάννη και Τσόγκαρα συνωστίζονταν στη διπλανή Ηράκλεια.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, έφτασαν στη Ραιδεστό άλλοι 1.000 Θρακιώτες απ’ το Σαράι και τα χωριά της Βιζύης. Τη μέρα που ο Χριστός ανέβαινε τον Γολγοθά, οι Έλληνες της Θράκης κουβαλούσαν το δικό τους σταυρό.
Ανήμερα του Πάσχα, 5.000 καινούργιοι πρόσφυγες απ’ το Αχμέτβεη, τη Μεσσήνη, το Ουζούν Κιοπρού, το Μπαμπάεσκι, τα Μάλγαρα, το Λουλέμπουργκαζ και άλλα χωριά στριμώχτηκαν μαζί με τους παλιούς στη Ραιδεστό δημιουργώντας το αδιαχώρητο.
Συνολικά, ανήμερα του Πάσχα, αυτού του Μαύρου Πάσχα, στη Ραιδεστό και την Ηράκλεια βρίσκονταν στοιβαγμένοι περισσότεροι από 17.000 Θρακιώτες. Τις επόμενες ημέρες, η κυβέρνηση φρόντισε να τους στείλει με βαπόρια στην Ελλάδα, αφού πρώτα τους υποχρέωσε να πληρώσουν τα ναύλα και να υπογράψουν ότι φεύγουν με δική τους θέληση και δεν θα ξαναγυρίσουν.
Οι διωγμοί συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση μέχρι και τον Αύγουστο του 1914. Τα περισσότερα χωριά της Τυρολόης, του Λουλέμπουργκαζ, των Σαράντα Εκκλησιών, της Κεσσάνης και των Μαλγάρων εκκενώθηκαν. Την ίδια περίοδο εκκενώθηκαν και τα χωριά Αράπχατζη, Σχολάρι, Τσανακτσί, Ναΐπκιοϊ, Σιμιτλί, Κούμβαο και Πάνιδο της περιφέρειας Ραιδεστού.
Και όπως προέβλεπε το τουρκικό σχέδιο, την ώρα που από τη Ραιδεστό απέπλεαν καράβια γεμάτα Θρακιώτες, στο λιμάνι της κατέφθαναν άλλα καράβια απ’ τη Θεσσαλονίκη, γεμάτα μουσουλμάνους από τη Μακεδονία (Ελληνική, Σερβική και Βουλγάρικη) που, ύστερα από πρόσκληση των Νεότουρκων και με την υπόσχεση ότι θα τους παραχωρηθούν σπίτια και βιος (των Ελλήνων), κατέκλυζαν τη Θεσσαλονίκη και επιβιβάζονταν στα καράβια με προορισμό τη Ραιδεστό.
Μέχρι και τον Αύγουστο του 1914, είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους 232.000 Θρακιώτες, πολλοί από τους οποίους θανατώθηκαν, σφαγιάστηκαν ή πέθαναν στο δρόμο της προσφυγιάς.
Οι απελάσεις σταμάτησαν ξαφνικά τον Σεπτέμβριο του 1914, όταν, λίγο μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Νεότουρκοι σε συνεργασία με τους Γερμανούς έκλεισαν τα Στενά του Ελλησπόντου. Καράβια πλέον δεν μπορούσαν ούτε να μπουν ούτε να βγουν στην Προποντίδα. Όμως στην Ανατολική Θράκη είχαν απομείνει 140.000 Έλληνες, τους οποίους οι Τούρκοι δεν πρόλαβαν να εκδιώξουν. Για να απαλλαγούν και από αυτούς, κατέφυγαν στους εκτοπισμούς.
Έτσι, από την άνοιξη του 1915, χιλιάδες Θρακιώτες μεταφέρονταν με καράβια απέναντι στη Μικρά Ασία, κυρίως στην Πάνορμο, και από κει, ύστερα από ατέρμονες πορείες μέσα στην παγωνιά, το χιόνι ή τον καύσωνα, έφταναν αποδεκατισμένοι στη Μικρασιατική ενδοχώρα και διασκορπίζονταν λίγοι λίγοι στα αφιλόξενα τουρκοχώρια του Μπιλετζίκ, της Νικομήδειας, της Άγκυρας, του Εσκί Σεχίρ, του Αξάρ, του Μπαλίκεσιρ και άλλων περιοχών. Και, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Μαδύτου και Καλλιπόλεως, κάθε τόσο τους μετακινούσαν από χωριό σε χωριό, με σκοπό τη βιολογική τους εξόντωση. Μέχρι το φθινόπωρο του 1918, εκτοπίσθηκαν στη Μικρά Ασία περίπου 96.000 Θρακιώτες από τα Γανόχωρα, το Μυριόφυτο, την Περίσταση, την Ηρακλείτσα, την Καλλίπολη και τα γύρω χωριά, αλλά και από την Τρουλιά, τον Άγιο Στέφανο, τον Σκοπό, τις Σοφίδες, τη Μήδεια, τη Βιζύη, το Σαμάκοβο, τον Πύργο (Κεμέρ Μπουργκάζ), το Λαζάρκιοϊ και άλλα βορειότερα χωριά.
Κατά τον καθηγητή Βακαλόπουλο, την περίοδο 1914-1918, εγκατέλειψαν την πατρώα γη περίπου 330.000 Θρακιώτες, με αποτέλεσμα στο τέλος του 1918, να έχουν απομείνει, μόνο 40-50.000, κυρίως στις μεγάλες πόλεις και στα χωριά κοντά στην Πόλη.
Το 1918, μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψαν από τη Μικρά Ασία 40.000, και το 1920, με την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης, επέστρεψαν από την Ελλάδα 150.000 Έλληνες. Συνολικά μαζί με αυτούς που γλίτωσαν τον ξεριζωμό, το 1920 η Ανατολική Θράκη αριθμούσε περίπου 240.000 Έλληνες, έναντι των 370.000 του 1911. Έλειπαν 130.000. Κάποιοι από αυτούς προτίμησαν να παραμείνουν στην Ελλάδα, οι περισσότεροι όμως έχασαν τη ζωή τους στους δρόμους της εξορίας.
Για τους Θρακιώτες που επέζησαν, όλα όσα τράβηξαν εκείνη την περίοδο έμειναν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη τους ως «Πρώτος Διωγμός». Ο όρος «Γενοκτονία» δεν ήταν γνωστός τότε.
Μπορούν, όμως, να χαρακτηριστούν Γενοκτονία, όλα τα παραπάνω γεγονότα; Έγινε, πράγματι, Γενοκτονία στην Ανατολική Θράκη την περίοδο 1914-1918;
Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του εγκλήματος της Γενοκτονίας, που εγκρίθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη τον Δεκέμβριο του 1948 «γενοκτονία καλείται μια από τις ακόλουθες πράξεις που λαμβάνει χώρα με στόχο την ηθελημένη καταστροφή ή τον αφανισμό ενός μέρους ή μιας ολόκληρης εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ανθρώπων: 1) η δολοφονία μελών της ομάδας αυτής 2) η πρόκληση σοβαρών σωματικών ή ψυχολογικών τραυμάτων σε μέλη της ομάδας 3) η ηθελημένη επέμβαση στις συνθήκες ζωής των μελών της ομάδας με στόχο τον φυσικό αφανισμό τους 4) η επιβολή μέτρων με στόχο την περεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας αυτής και, τέλος, 5) η βίαιη μετατόπιση παιδιών από την ομάδα αυτή σε μια άλλη ομάδα ανθρώπων»
Βασική προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί μια πράξη Γενοκτονία, είναι να υπάρχει «πρόθεση» για την ολική ή μερική καταστροφή μιας ομάδας ανθρώπων. Υπήρχε τέτοια πρόθεση της κυβέρνησης των Νεότουρκων για τους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης;
Στο βιβλίο του «Τα Μυστικά του Βοσπόρου» ο Χένρι Μοργκεντάου σημειώνει ότι ο υπουργός εσωτερικών Ταλαάτ του εξήγησε: «Το Οθωμανικό κράτος μίκρυνε τόσο πολύ ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί. Για να διατηρήσουμε όσα εδάφη απέμειναν, πρέπει να απαλλαγούμε από τους ξένους λαούς», ενώ ο υπουργός στρατιωτικών Εμβέρ του δήλωσε: «Δεν θέλω να επιρρίψω τις ευθύνες στους κατωτέρους μας και είμαι πρόθυμος να αναλάβω ο ίδιος την ευθύνη για όσα συνέβησαν. Το ίδιο το υπουργικό συμβούλιο διέταξε να γίνουν οι εκτοπίσεις».
Ο Τούρκος συγγραφέας Φουάτ Ντουντάρ, στο βιβλίο του «Ο Κώδικας της Σύγχρονης Τουρκίας», αναφέρει ότι οι διωγμοί των Ελλήνων άρχισαν από την Ανατολική Θράκη, και όπως προέκυψε από την αποκρυπτογράφηση των τηλεγραφημάτων που αντάλλασσαν την περίοδο εκείνη οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ο Ταλαάτ απαιτούσε από τους κατά τόπους νομάρχες να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο ώστε σε καμιά νομαρχία οι μη μουσουλμάνοι να μην υπερβαίνουν το 10% του συνολικού πληθυσμού.
Υπήρχε, λοιπόν, κυβερνητική απόφαση, υπήρχε πρόθεση, για την εξαφάνιση του ρουμ μιλέτ (της εθνικοθρησκευτικής ομάδας των Ρωμιών). Και για το σκοπό αυτό χρησιμοποίηθηκαν από τους Τούρκους όλες εκείνες οι πράξεις που, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Ο.Η.Ε., κάθε μία από μόνη της καλείται Γενοκτονία.
Έγινε, λοιπόν, Γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης την περίοδο 1914-1918. Μια Γενοκτονία, που δυστυχώς αδικήθηκε τόσο από την ιστοριογραφία όσο και από την ελληνική πολιτεία, με αποτέλεσμα στον περισσότερο κόσμο να παραμένει άγνωστη. Οι λόγοι πολλοί και δεν είναι του παρόντος. Εμείς, όμως, οι απόγονοι εκείνων που μαρτύρησαν αλλά και εκείνων που επέζησαν με σωματικά και ψυχικά τραύματα, έχουμε υποχρέωση να διατηρήσουμε τη μνήμη ζωντανή. Είναι χρέος προς τα παιδιά μας και ελάχιστη τιμή προς τους προγόνους μας και την ιστορία. Μεγάλο βάρος πέφτει και στους Θρακικούς Συλλόγους. Η θρακιώτικη παράδοση, που την υπηρετούν με θέρμη, πρέπει να πατάει γερά πάνω στην ιστορική μνήμη, αλλιώς θα καταντήσει στοιχείο φολκλόρ σε επετειακές εκδηλώσεις.
* Συγγραφέας