«Μαθαίνοντας να αποχαιρετώ, μαθαίνω να ζω»
Για τη σκιά σου να ζω
δεν είναι εύκολο
-πίστεψε με-
Να ημερώνω τις λέξεις
για μέρες απροσπέραστες
Να μεγαλώνω τα ασύνδετα «και»
και τα πολύμορφα «αλλά»
στης αγκαλιάς
το σπουδαίο ξημέρωμα
Τις λέξεις μου να τρέφω
με πυκνωμένα σύννεφα
Καθόλου δεν είναι εύκολο
-πίστεψέ με-
Να κάνω γέφυρες στα κύματα
Να διπλώνω ξανά και ξανά
τα χρόνια
μέσα στις κούτες.
Που να χωρέσουν οι λέξεις μου;
Ντροπιασμένες, γυμνές,
συλλαβές όλο απραξία
και πάλη αδιοχέτευτη
Τα γράμματά μου λίγα.
Για ποταμούς,
για φώτα,
για δρόμους που δε δοξάστηκαν ποτέ.
Κι εγώ, πέρα δω,
να ρωτώ
άραγε
πώς και από πού
να βρεθώ
για να σε συναντήσω;
Έχει κάμποσο καιρό τώρα, που βάλθηκα να αποχαιρετήσω… Έψαχνα τρόπους συγχώρησης, γύρευα ευθύνες, καταλόγιζα λάθη, πείσμωνα παιδιάστικα, πισωγυρνούσα συχνά, έβαζα σα μικρό παιδί τα κλάματα διότι δεν μπορούσε απλώς να γίνει το δικό μου…Αναρωτιέμαι πολλές φορές, ποιά μπορεί να είναι αυτή η διαπεραστική δύναμη που με ωθεί να αγγίζω θέματα τα οποία ρίχνουν άφθονο αλάτι στις πληγές μου…
Κι αναρωτιέμαι: Αν όχι τώρα, στο καλωσόρισμα ενός νέου χρόνου, τότε πότε είναι άραγε η ώρα για να αποχαιρετίσουμε ανθρώπους και πράγματα που μπορεί να καταλαμβάνουν ακόμη νοερά χώρο και χρόνο από την ζωή μας;
Καθένας μας, φτάνει στην 31η Δεκέμβρη κάθε χρόνου πιασμένος χέρι χέρι με κάτι που ανέτοιμος κάποτε είχε χάσει. Κι άραγε, πότε νιώθουμε αυτήν την βαθειά βεβαιότητα να αφήσουμε πίσω κάτι που πιστεύουμε ότι μας ανήκει;
Αγκαλιασμένοι, λοιπόν, σφιχτά, με κάτι που δεν πετύχαμε, μονάχοι, να αποχωριστούμε, ψάχνουμε τους τρόπους για να αφήσουμε τον πόνο, τα αγαπημένα πρόσωπα, τις λύπες, τις μορφές, πάνω σε έναν κύκλο απελευθέρωσης.
Λένε, ότι όταν μοιράζεσαι κάτι που σε πονάει αληθινά, γλυκαίνει η θλίψη, αποκτά μια όψη αλλιώτικη και σου δίνει συμφιλιωτικά το χέρι.
Έως τώρα, πίστευα ότι ο αποχωρισμός είναι το σκοτάδι. Η ζωή μου δίδαξε ότι αποχαιρετώ σημαίνει φωτίζω. Δίνω φως στη μορφή, κι έτσι την αφήνω, απλώς, να μου φύγει. Την συγχωρώ ή την σπρώχνω βίαια, μα, στα σίγουρα την αφήνω να φύγει. Δεν την κρατώ, μήτε με σφίγγει κι εκείνη.
Και έτσι, ξέχωρα, μα και τόσο κοντά, συναντώ την άλλη πλευρά της ζωής, και αφήνω το χώρο για καθετί καινούργιο.
Κάποιους φίλους, τελικώς, τους συναντώ στις μεγάλες χαρές ή στις ξεχωριστές μου λύπες. Με παίρνουν σχεδόν υπνωτισμένη από το χέρι, προχωρούμε για ώρα παρέα, κι ύστερα, σα να με αφήνουν ευλαβικώς, έχοντας την βέβαιη πίστη ότι θα καταφέρω να βαδίσω στο δικό μου μοναχικό δρόμο.
Μου θυμίζει, εκείνες τις στιγμές που ο πατέρας μου, μου μάθαινε ποδήλατο, και, κάποια στιγμή, με άφηνε ή απλώς τον αποχωριζόμουν, για να πετάξω μακριά «ποδηλατίζοντας» σε μέρη που γνώριζα καλά, ότι δεν περπατιούνται…