H φυγή δεν είναι λύση αλλά μέρος του προβλήματος
Επιχειρώ να θυμηθώ τα Χριστούγεννα πριν την οικονομική κρίση. Η πόλη μας στολισμένη (όχι με τα περισσευούμενα στολίδια των προηγούμενων Χριστουγέννων ή ακόμη και του Πάσχα), τα μαγαζιά διακοσμημένα εορταστικά, σχεδόν από τα μέσα Νοέμβρη, οι πολίτες με τις τσέπες φουσκωμένες από το διπλό μισθό της εποχής που μαγεμένοι από τις φωτεινές βιτρίνες ξόδευαν με ευχαρίστηση στα καταστήματα.
Ανήμερα Χριστούγεννα του 2015, μια πόλη σε νεκρική ησυχία. Τις προηγούμενες ημέρες δεν υπήρχε τοπικός καταστηματάρχης, που να μη μου γκρίνιαξε για την κρίση και για την μειωμένη κίνηση στα μαγαζιά. Οι δε δημόσιοι υπάλληλοι, βλέποντας το μισθό τους να κατρακυλά ολοένα, και περισσότερο περιορίστηκαν σε ελάχιστα ψώνια και σε περιπάτους μπροστά από τις κεντρικές βιτρίνες.
Το νέο «κατασκεύασμα» της πόλης μας, το πάρκο-φάντασμα, στέκεται έρημο με τα φτωχικά του στολίδια, κάνοντάς σε να περιμένεις, ότι σε κάποια γωνιά θα εμφανιστεί μπροστά σου θλιμμένο, το «κοριτσάκι με τα σπίρτα».
Ο κόσμος μουρμουρίζει μίζερα «Χρόνια Πολλά», ξέροντας, ότι ακόμη κι αν είναι πολλά, δεν έχει κάτι από αυτά να περιμένει.
Πού πήγε η χαρά μας; Η ελπίδα μας, ότι ο νέος χρόνος θα τα αλλάξει όλα; Ποιός μας έμαθε ότι έχουμε αυτό που μας αξίζει;
Συναντώ, συχνά, μέσα από τη δουλειά μου νέους και εφήβους. Τρομαγμένους από έναν κόσμο που τους περιέγραψαν με τα πιο γκρίζα χρώματα. Παιδιά που οι γονείς τούς «φούσκωσαν» τα μυαλά, ότι «μόνο στο εξωτερικό θα τα καταφέρεις και θα μπορέσεις να επιτύχεις στη ζωή». Κοιτάζω τα φωτεινά τους μάτια, όλο όνειρο ματαιωμένο και εγκλωβισμένη ενέργεια. Δεν θέλω να τους τρομάξω.
Όχι, δεν τους αξίζουν σίγουρα αυτά τα Χριστούγεννα, δεν τους πρέπει αυτή η εικόνα της πόλης και της χώρας τους. Κι αν «κόψω», όμως, τα ήδη λαβωμένα τους φτερά τι θα πετύχω; Δεν θέλω μήτε να τους γεμίσω το μυαλό με κενές προσδοκίες.
Θέλω να τους μιλήσω για την ζωή μας, που είναι αγώνας και προσπάθεια. Να τους πω πως στις προηγούμενες γενιές δεν κοπιάσανε όλοι για να βρεθούν στην θέση που κατέχουν τώρα. Γι’ αυτό αξίζει να μείνουν, για να φτιάξουν μια χώρα αξιοκρατίας και ίσων ευκαιριών.
Τους φέρνω το παράδειγμα του εαυτού μου, λίγα χρόνια πριν από την ελληνική κρίση, να βρίσκομαι μπροστά στο γραμματοκιβώτιο της φοιτητικής μου εστίας κάπου στη Μεγάλη Βρετανία, να διαβάζω την επιστολή του πανεπιστημίου που καλούσε εμένα και δεκάδες άλλους φοιτητές να μείνουμε στην χώρα τους, να σπουδάσουμε και να δουλέψουμε. Στην πλειοψηφία μας επιστρέψαμε. Διότι τους κόπους μας θέλαμε να τους χαρίσουμε στη χώρα μας που δε μας φέρθηκε πάντα με τον τρόπο που μας άξιζε, όμως θέλαμε να την αλλάξουμε (έστω στο ελάχιστο), για να την κάνουμε να αξίζει για όλους μας το ίδιο.
Θέλω να μιλήσω στους νέους για την δύναμή τους, που τους έπεισαν ότι είναι αδυναμία τους. Θέλω να τους πω, ότι μπορείς να ξεχωρίσεις ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης, να επιτύχεις και να διακριθείς. Η χώρα μας, δε βρήκε ακόμα τους ηγέτες που χρειάζεται.
Η Ελλάδα δεν είναι τα συσσίτια στις ενορίες, δεν είναι οι ρατσιστές, οι ομοφοβικοί και οι συνωμοσιολόγοι. Δεν είναι η χρεωκοπία, το «Γκρέξιτ», η ανεργία, οι δανειστές και τα ρουσφέτια.
Βρήκα ξανά την Ελλάδα, σε ένα απόσπασμα των παιδικών μας χρόνων από ένα ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου:
«Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;
Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι;
Ανέμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό,
πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;
Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή
θα φέξουνε φάροι πολλοί να περάσω
βοριάδες, νοτιάδες θα βρω μα θα φτάσω
με πρίμο αγεράκι, μ’ ακέριο πανί.»