Αρθρογραφία

Η αγιότητα: Ένα «λησμονημένο όραμα»

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός

Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις. Ο όρος «άγιος» έχει ενδιαφέρουσα  ετυμολογική ιστορία. Η ρίζα της λέξεως στην ελληνική γλώσσα είναι το αγ-, από το οποίο παράγονται μια σειρά από όρους, όπως το αγνός, το άγος, το ρήμα άγω. Τη βαθύτερη σημασία της ρίζας αυτής την κρατάει το ρήμα άζεσθαι, που σημαίνει το δέος σε μια απόκρυφη και φοβερή δύναμη, σε στίχο του Αισχύλου, το σέβας προς τον φορέα της Δύναμης, όπως το συναντάμε στον Όμηρο. Έτσι στον αρχαίο ελληνισμό η αγιότητα συνδέεται με τη δύναμη,  αυτό που προκαλεί ταυτόχρονα έλξη και φόβο. Αυτό που άγει και οδηγεί. Το πρότυπο.

Στην μετά Χριστόν εποχή η αγιότητα συνδέεται με τον Θεό και όχι με τον άνθρωπο ή τα ιερά πράγματα, όπως στον αρχαίο Ελληνισμό, γίνεται πρόσωπο, και μάλιστα στους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτίζεται με την Αγία Τριάδα.  Η αγιότητα, για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική, και δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του ανθρώπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού, από τον βαθμό της προσωπικής σχέσεώς μας με τον προσωπικό Θεό. (Για τον λόγο αυτό και η Θεοτόκος ονομάζεται «Παναγία» ή και «Υπεραγία» -όχι για τις αρετές Της, αλλά γιατί αυτή, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, ενώθηκε προσωπικά με τον άγιο Θεό δίνοντας σάρκα και αίμα στον Υιό του Θεού).

Στις μέρες μας η λέξη «άγιος» ή «αγιότητα» παραπέμπει σε κάτι εντελώς άσχετο και ξένο προς την εποχή μας, προς τον πολιτισμό και τις αναζητήσεις του συγχρόνου ανθρώπου. Ποιο από τα σχολεία μας και τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργούν την αγιότητα ή την προβάλουν ως όραμα και πρότυπο; Είναι χαρακτηριστικό πως στα σχολικά βιβλία Γλώσσας, προβάλλονται πολλές φορές τα γενέθλια ως η σημαντικότερη γιορτή του παιδιού και πουθενά η ονομαστική εορτή, η μνήμη ενός αγίου.

 «Παιδεία εστί μετάληψις αγιότητος», μας κανοναρχεί ο άγιος Χρυσόστομος, αλλά ποιος μπορεί να το θέσει σήμερα ως στόχο της Παιδείας;

Ποιος από τους γονείς της εποχής μας φιλοδοξεί να κάνει τα παιδιά του «αγίους»;

Γράφει σε κείμενο η απροσπέλαστη Γαλάτειας Σουρέλη, αναφερόμενη σε παλαιότερες εποχές, όπου υπήρχε  σαφής αγωγή αγιότητας, εξ απαλών ονύχων, μες στην οικογένεια: «…Αγωγή αγιότητας γινόταν και με τον λαϊκό κατηχητικό λόγο, που μάθαιναν οι μανάδες στα παιδιά τους: Ένας είναι ο Κύριος, δεύτερη είναι η Παναγιά, τρίτος είναι ο Πρόδρομος, τέσσερα τα Ευαγγέλια, πέντε οι Παρθένες, έξι τα εξαπτέρυγα, επτά είναι τα μυστήρια, οκτώ το οκτωήχι, εννιά είναι τα τάγματα, δέκα είναι οι εντολές, έντεκα τα εωθινά, δώδεκα οι Απόστολοι. Όλα αυτά τα μάθαιναν οι μανάδες στα παιδιά τους ψέλνοντάς τα. Και το παιδομάνι-τότε οι άνθρωποι κάνανε πολλά παιδιά-κατέβαζε αυτήν την πρόσθεση και την έκανε αφαίρεση: Δώδεκα οι Απόστολοι, έντεκα τα εωθινά, δέκα είναι οι εντολές…. ένας είναι ο Κύριος! Αγωγή, ακόμα, γινόταν και με το νανούρισμα: Στο πάπλωμα σου κέντησα αετούς να σε στολίζουν/σου κέντησα μια Παναγιά, στ’ αχνό προσκέφαλό σου/κι ακόμα την Αγιά-Σοφιά να’ χεις στο μαγουλό σου. Αγωγή γινόταν και με την ευχή: Η Παναγιά μαζί σου, που περιέχει ολόκληρη την ορθόδοξη παράδοση! Ποιο παιδί φεύγει σήμερα για το σχολείο του και κάποιος βρίσκεται πίσω του να το σταυρώσει και να του πει: να ‘χεις την ευχή μου, η Παναγιά μαζί σου; Ακόμα και από την ευχή μας έχουμε στερήσει τα παιδιά μας».

Κανένας κατακτητής δεν μπόρεσε να καταστρέψει την ψυχική μας έκφραση και τον ελληνισμό μας. Ξέβαφαν και ξεθώριαζαν, γιατί έστεκαν στα σπίτια, φρουροί ακοίμητοι οι γονείς και κυρίως οι Μάνες οι Ρωμηές, που μοσχοβολούσαν σαν το Τίμιο Ξύλο.

«Απ’ όλα τα λαλούμενα κάλλιο λαλεί η καμπάνα/κι απ’ όλα τα μυρωδικά κάλλιο μυρίζει η μάνα». Οι μαστοί της μάνας είναι τρεις. Οι δύο για τα γάλα και ο τρίτος το στόμα της. Τώρα στα σπίτια δεν ακούγεται το μυρίπνοο στόμα της Μάνας, αλλά το δυσώδες και ρυπαρό στόμα της τηλεόρασης. Τα  σκύβαλα της τηλοψίας πήραν τη θέση της. Και αγρίεψαν τα παιδιά, δεν είναι γαλήνια. (Θυμίζω ότι οι λέξεις γαλήνη-γαληνεύω μάλλον προέρχονται, ετυμολογικώς, από το γάλα. Το γάλα γαληνεύει το πεινασμένο βρέφος και νήπιο). Ένας λόγος που αγρίεψαν τα παιδιά είναι γιατί δεν έχουν λόγο να εκφραστούν, να συνεννοηθούν. Και όταν δεν μπορείς να μιλήσεις, οργίζεσαι, καταφεύγεις στην βία, αντί στα επιχειρήματα, για να πείσεις.

Το ζούμε αυτό μες στην τάξη. Έχω χρόνια να ακούσω μαθητή μου, όταν μεταφέρει εξωσχολικές γνώσεις, να πει «μου είπε, μου διηγήθηκε ο μπαμπάς μου, η μαμά μου ή η γιαγιά μου».

Όλοι ξεκινούν με την εξής στερεότυπη φράση: «Κύριε, είδα στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο». Αγαπούν τα παιδιά τους και οι σημερινές μητέρες, θυσιάζονται γι’ αυτά, αλλά έχασαν την πυξίδα, εκτροχιάστηκαν, όπως, λίγο ή πολύ,  όλοι μας.

Όπως λέω και στις μάνες που έρχονται να ρωτήσουν για την πρόοδο των παιδιών τους,  για να βρουν την περπατησιά τους, ας αρχίσουν μ’ αυτό που έκαναν οι γιαγιάδες τους, «όταν τις έβρισκε το κακό και θόλωνε ο νους τους». (Ελύτης): Έπεφταν στα γόνατα και θερμοπαρακαλούσαν την Θεομάνα μας:

«Ω Παναγιά μου, Δέσποινα και του Χριστού μητέρα/σε σένα παραδίνομαι, νύχτα και την ημέρα,/κι όντες κοντύνει η γλώσσα μου και θαμπωθεί το φως μου/τότε κυρά μου Παναγιά, να στέκεις βοηθός μου».

Ο «επιτυχημένος» άνθρωπος της εποχής μας, το ιδανικό της σύγχρονης παιδείας και του πολιτισμού μας, δεν είναι καν ο «καλός κι αγαθός» των κλασσικών χρόνων. Είναι εκείνος που εξασφαλίζει χρήματα, ανέσεις και κοινωνική προβολή -αυτό θέλουν οι γονείς από τα παιδιά τους, σ’ αυτό κυρίως αποβλέπουν τα εκπαιδευτικά μας συστήματα, αυτό καλλιεργούν τα μέσα επικοινωνίας, αυτό ονειρεύεται η πλειονότητα των νέων μας. Πράγματι, σε μια κοινωνία, η οποία βιώνει ως το σοβαρότερο πρόβλημά της το οικονομικό, την  ανεργία και κυριαρχείται από το άγχος πώς να επιβιώσει στις δύσκολες καταστάσεις που ζούμε, το να γίνεται λόγος για άγιους και αγιότητα αποτελεί πρόκληση, αν όχι πρόσκληση σε γέλωτα και χλευασμό. Η αγιότητα αποτελεί ένα «λησμονημένο όραμα». Λησμονημένο γιατί κάποτε υπήρχε, γιατί αυτό ενέπνεε τον πολιτισμό μας, διότι οι άνθρωποί μας άλλοτε ζούσαν με τους αγίους και αντλούσαν από αυτούς το μέτρο του πολιτισμού τους, αυτοί ήταν οι ήρωες, οι μεγάλοι πρωταθλητές, οι «διάσημοι ποδοσφαιριστές» οι επώνυμοι και «σταρ» των χρόνων τους.  Σε μια τέτοια εποχή σαν την δική μας,  πώς μπορείς, να συγκινήσεις, να ακουστείς, να μιλήσεις  για την αγιότητα;

Περισσότερα
Δείτε ακόμα