Τμήμα ισλαμικών σπουδών: υπογράφοντας προσκυνοχάρτια
«Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη…
Μην αφήσεις τον άθεο να πάρη
το στερνό θησαυρό σου»
Κωστής Παλαμάς
«Αδελφοί μου, η συζήτησις ετελείωσεν εις τας ημέρας μας. Ο Χριστός απεμακρύνθη από την Ευρώπην, όπως κάποτε από την χώραν των Γαδαρηνών, όταν οι Γαδαρηνοί το εζήτησαν. Μόλις όμως αυτός έφυγεν, ήλθε πόλεμος, οργή, τρόμος και φρίκη, κατάρρευσις, καταστροφή. Επέστρεψεν εις την Ευρώπην ο προχριστιανικός βαρβαρισμός, εκείνος των Αβάρων, των Ούνων, των Λογγοβάρδων, μόνον ότι ήτο εκατόν φορές φρικωδέστερος. Ο Χριστός επήρε τον Σταυρόν Του και την ευλογίαν Του και απεμακρύνθη. Έμεινε ζόφος και δυσωδία. Και σεις τώρα αποφασίστε με ποιον θα υπάγετε, ποιον θα ακολουθήσετε: την σκοτεινήν και δυσώδη Ευρώπην ή τον Χριστόν;».
(αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, 1974, σελ. 252).
Επειδή έχω την εντύπωση, αν όχι πεποίθηση, ότι και το θέμα του τζαμιού στην Αθήνα και η ίδρυση τμήματος ισλαμικών σπουδών στην θεολογική σχολή του Α.Π.Θ., έγινε κατόπιν έξωθεν πιέσεων-όπως παλαιότερα και για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες-απευθύνω το ερώτημα του αγίου Ιουστίνου στους ελλογιμοτάτους καθηγητές του τμήματος θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με ποιον θα υπάγετε;
(Η σιωπή, η αποχή και η υπογραφή σε ανθελληνικά και αντορθόδοξα κείμενα, είναι το λιπαντικό για μία ταχεία και άνευ προσκομμάτων αναρρίχηση στο δένδρο της ιεραρχίας. Όπως έλεγαν παλιότερα για τους μετανοημένους αριστερούς, τους δηλωσίες, «άντεξαν στα βασανιστήρια, λύγισαν στις προσφορές»).
Μια και «ήδη εβάφη κάλαμος αποφάσεως», κεκλεισμένων των θυρών, διά τον φόβο του λαού, οφείλουν οι κύριοι καθηγητές να απαντήσουν σε κάποια ερωτήματα, που εύλογα αναφύονται.
Πρώτον: Ποιο είναι το Ισλάμ, το οποίο, «δόξη και τιμή», ανακηρύσσουν τμήμα της Θεολογικής; Το μόνο Ισλάμ που γνώρισε τούτος ο τόπος είναι το, θηριώδες και κτηνώδες, τουρκικό. Παραπέμπω, για να θυμηθούν ποιό Ισλάμ τιμούν, στο βιβλίο «Οι τουρκικές ωμότητες στην Κύπρο», του Π. Μαχλουζαρίδη, Λευκωσία 1975. (Σελ. 72). Διηγείται γριά 75 ετών, η οποία είχε και κόρη 40 χρονών, με διανοητική καθυστέρηση: «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι στο χωριό μας, την Παρασκευή 16.8.74, εγώ και η κόρη μου μείναμε στο χωριό μας, διότι δεν τα καταφέραμεν να φύγωμεν, όπως πολλοί άλλοι χωριανοί μας. Με την κόρη μου μείναμε χωσμένες για 5-6 μέρες στο σπίτι μας κι εκεί μέσα μάς βρήκαν 3 Τούρκοι στρατιώτες… Αυτοί όρμησαν πάνω μας, μας έδεσαν το στόμα και τα χέρια και μας εβίασαν. Την άλλη μέρα ήρθαν άλλοι 5 Τούρκοι στρατιώτες και μας εβίασαν… Την άλλην μέραν πήγαμεν στο σπιτούδιν της μάνας μου (εκατοχρονίτισσα γριά), την ηύρα τσουλλοκαθιστήν, χαμαί πεθαμένην…». Ούτε γριούλες σέβονταν οι οπαδοί του τουρκοϊσλάμ ούτε άρρωστα πλάσματα του Θεού. Τρίζουν τα κόκκαλα των αθώων θυμάτων…
Δεύτερον: Ο ταπεινωμένος, εξαθλιωμένος και κατασυκοφαντημένος λαός μας, αναζητεί μία αιτία, μιαν αναλαμπή για να νιώσει λίγο υπερήφανος, μια στάλα ελπίδας για να σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Τέτοιες ειδήσεις επιτείνουν την απόγνωσή του. «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Γονάτισε οικονομικά ο λαός και «χορεύουν» οι προβατόσχημοι λύκοι. Περνούν «αβρόχοις ποσί» τα πονηρεύματα. «Ποιμένες πολλοί διέφθειραν τον αμπελώνα μου εμόλυναν την μερίδα μου» θρηνεί ο Ιερεμίας και μαζί κι εμείς για την κατάντια κάποιων «ποιμένων» πανεπιστημιακών και μη. (Ακούμε και για επισκόπους που επικροτούν την ισλαμολαγνεία).
Τρίτον: Στην πατρίδα μας, όσο κι αν χώνουν κάποιοι το κεφάλι στην άμμο και επιδίδονται στον αντιρατσισμό της Μυκόνου, έχουμε τεράστιο, εκρηκτικό πρόβλημα με τους Μουσουλμάνους λαθρομετανάστες. Το Ισλάμ δεν αφομοιώνεται παρ’ όλες τις πολυπολιτισμικές σαχλαμάρες και επινοήσεις. Το φανατικό Ισλάμ «αφομοιώνει» με το σπαθί, βιάζει και δηώνει, γατί έτσι απολαμβάνει τα ουρί του Παραδείσου. Η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει είναι του Νικηταρά του Τουρκοφάγου. Η ίδρυση τέτοιου τμήματος δεν θα εκληφθεί ως δημοκρατική γενναιοδωρία, ευρωπαϊκό κεκτημένο, «άνοιγμα στον ξένο» και λοιπές κρανιοκενείς πομφόλυγες, αλλά υποχώρηση, δειλία, ηττοπάθεια. Όπως έλεγε και ο παππούς μας, ο Θουκυδίδης, «ει ξυγχωρήσετε και άλλο τι μείζον ευθύς επιταχθήσετε». Μετά το τζαμί στην Αθήνα και το τμήμα στην Θεσσαλονίκη, θα ζητήσουν ισλαμοσχολεία, αποκαθήλωση εικόνων, μαντίλες και μπούργκες και… νέα Τουρκοκρατία. Και τώρα δεν υπάρχουν «Κολοκοτρωναίοι ικανοί να αποβάλουν την δουλεία με σκέτο σαπουνόνερο» όπως θα έλεγε και ο Ελύτης.
Τέταρτον: Τα τελευταία μνημονιακά χρόνια έγιναν στην πατρίδα μας σημεία και τέρατα. Δεν είδα δημοσιευμένο και με υπογραφές ένα κείμενο των καθηγητών, με το οποίο να καταδικάζουν την επιδρομή κατά του λαού, που με τον ιδρώτα του και το αίμα του, τους σιτίζει. Κάνουν την καλύτερη δίαιτα: καταπίνουν, τα λόγια τους, «παίρνουν γραμμή και μπαίνουν στην γραμμή». Το πανεπιστημιακό άσυλο δεν περιφρουρεί πλέον ελεύθερα πνεύματα, αλλά νεοκουβαλητές του σάπιου συστήματος. Τι φοβούνται αλήθεια; Το «ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως» του απ. Παύλου δεν τους συγκλονίζει;
(Φημολογείται ότι κάποιοι δέχτηκαν «πιέσεις». «Πιέσεις» δέχονταν και οι Νεομάρτυρες, «πιέσεις» δέχτηκε και ο Αθανάσιος Διάκος… Αλλά ας μην κάνω τέτοιες συγκρίσεις, «στον τόπο που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια» λέει ο θυμόσοφος λαός).
Πέμπτον: Οι φοιτητές τους, προς τιμήν τους, αντιδρούν. Είμαι δάσκαλος και νομίζω δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για ένα δάσκαλο, από το να χάσει τον σεβασμό, την εκτίμηση, το κύρος του έναντι των μαθητών του. Να θυμίσω στους σεβαστούς καθηγητές, τους υπογράψαντες το προσκυνοχάρτι, τον αδυσώπητο λόγο του Μ. Βασιλείου ότι ο διδάσκαλος πρέπει να είναι «αρχέτυπον βίου, νόμος έμψυχος και κανών αρετής». Ας σταθούμε όλοι μας απέναντι απ’ αυτόν τον καθρέφτη και ας σκεφτούμε τι και ποιον βλέπουμε. Οι καλοί οι καπεταναίοι στην φουρτούνα κρίνονται και όχι υψηλές θεολογικές ρητορίες με ουισκάκι στα σαλόνια. Όπως έγραφε και ο Κόντογλου στο «Ευλογημένο Καταφύγιο» (σελ. 17). «Ο ευλαβής λαός δεν αισθάνεται την ανάγκη να ακούη βαθυστόχαστες θεολογίες με πανεπιστήμια και με διπλώματα ούτε παγκόσμια συμβούλια και διαλόγους. Ο πόθος του είναι να ακούση ότι υπάρχει κάποιος ρασοφόρος, ιερεύς ή καλόγερος (σ.σ. και λαϊκός θεολόγος, όπως ο μακαριστός Δ. Παναγόπουλος), που έχει καθαρή ζωή, ας είναι κι αγράμματος. Τόση είναι η δίψα του για αγιότητα, που φτάνει να είναι ένας ιερωμένος μοναχός ενάρετος, και τον λέγει άγιον». Βεβαίως ο λαός γνωρίζει ότι οι καλύτεροι θεολόγοι είναι τα «βοτσαλάκια της ερήμου», εκεί φυτρώνουν τα ευωδιαστά και μυρίπνοα άνθη οι Παϊσιοι, οι Πορφύριοι, οι Ιάκωβοι.
Να κλείσω με τον Ελύτη, ήταν τότε που η πνευματική ηγεσία σήκωνε στις πλάτες της τον λαό και δεν καθόταν στο σβέρκο του.
«Θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στην Τήνο, που να ‘ρθει με την ευχή της Παναγίας και να καθαρίσει τον τόπο απ’ όλων των λογιώ Τουρκιάς και της γηραιάς Ευρώπης τ’ απομεινάρια».
(«Πρόσω ηρέμα», 1990).