Η μάνα: ελπίδα και θεμέλιο του Γένους!
Απ’ ούλα τα λαλούμενα καλοχτυπά η καμπάνα
Κι απ’ ούλα τα γλυκύτερα, γλυκύτερ’ είν’ η μάνα
(δημοτικό)
Στην αρχή των απομνημονευμάτων του, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, διηγείται το πώς σώθηκε ο ίδιος και η φαμελιά του από τους Τούρκους του Αλήπασα. «Γκιζερούσαν δεκαοχτώ ημέρες εις τα δάση κι έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα», γράφει. Θέλησαν να περάσουν ένα γεφύρι που το «φύλαγαν οι Τούρκοι» και για να μην κλάψει ο νεογέννητος Μακρυγιάννης και «χαθούνε όλοι», τον άφησαν στο δάσος. «Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέει: «Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση», τους είπε «περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε… το παίρνω κι αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνουμε». Νίκησε το ανίκητο μητρικό ένστικτο. Και, γράφει ο πολύπαθος αγωνιστής, «η μητέρα μου και ο Θεός μας έσωσε» (εκδ. «Ζαχαρόπουλος», σελ. 178).
Η ωραιότατα ασύντακτη τελευταία φράση του ήρωα εξηγεί ότι, τις πρώτες καταβολές της στερέμνιας πίστης και θεοσεβείας του τους οφείλει στην μάνα του αλλά και ερμηνεύει περίτεχνα το πώς διασώθηκε το Γένος μας, σε τούτο το αλίκτυπο, γαλάζιο ακρωτήρι της Μεσογείου, στο διάβα των αιώνων. Οι μάνες και ο Χριστός «μας έσωσε». Γιατί «από τη γη βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι,/ κι από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλληκάρι», πιστοποιεί και ο άφθαστος και άφθιτος δημοτικός μας στίχος. Σε κανενός άλλου λαού την δημοτική ποίηση δεν έχει η Μάνα την εξαιρετική θέση που της δίνει το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Και, ας το προσέξουμε αυτό, το δημοτικό μας τραγούδι βλέπει την γυναίκα κυρίως σαν μάνα, ενώ τα τραγούδια της Δύσης την βλέπουν κυρίως σαν ερωμένη. Όταν ρωτήθηκε κάποιος σοφός από έναν γονέα σε ποιό από τα δύο παιδιά του, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, πρέπει να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανατροφή του, εκείνος αβίαστα απάντησε: στην κόρη σου. Γιατί μεγαλώνοντας σωστά τον γυιό σου, ανατρέφεις έναν σωστό πολίτη, ανατρέφοντας όμως σωστά την κόρη σου, ανατρέφεις σωστά μία ολόκληρη γενιά. Η σκέψη αυτή είναι βαθυστόχαστη. Την ψυχική και πνευματική του αρματωσιά δεν της προσπορίζει η αποθησαύριση των ξερών, πολλές φορές, γνώσεων της σχολικής παιδείας, αλλά ο εφοδιασμός της παιδικής ψυχής με όλα εκείνα τα βαθιά ανθρώπινα στοιχεία τα οποία έχει δημιουργήσει η μακραίωνη παράδοση της ζωής του λαού και που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά με τον προφορικό λόγο της μάνας, του πρώτου και ασύγκριτου δασκάλου του παιδιού.
Γιατί παιδεία θα ειπεί γλώσσα. Και η ελληνική γλώσσα είναι πρώτα δουλειά της Μάνας. Οι μαστοί της είναι τρεις: οι δύο για το γάλα και ο τρίτος το στόμα της, η λαλιά της, η γνήσια και άδολη πηγή της γλώσσας. Αγράμματη, αμόρφωτη, πες ό,τι θέλεις. Είναι όμως κεφαλάρι αστείρευτο βαθύτατης και φυσικής σοφίας. Στις λέξεις που πέφτουν από τα χείλη της, με την ησυχία και την ομορφιά του σταλαχτίτη, στο τρυφερό αυτί του παιδιού, γενεές γενεών έχουν κλείσει νόηση και αίσθημα, πείρα και Ιστορία – όλη την ουσία της ζωής τους. Έτσι δίνει στο νήπιο, που το κρατά στην αγκαλιά της η μάνα, μαζί με το γάλα και την πρώτη παιδεία, διαβάζουμε σε περισπούδαστο κείμενο του Σπ.Μελά το 1950 (περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, τεύχος 48).
Ίσως σήμερα «το γάλα» αυτό της Ελληνίδας μάνας να ξίνισε, γιατί και η ίδια δεν ξεδιψά από την άδολη πηγή της Παράδοσής μας, αλλά τρέφεται με τα ακάθαρτα νερά της ξενομανίας. Από τότε που «εκσυγχρονίστηκε» και βάλθηκε να γίνει Ευρωπαία περιφρονώντας πρωτοτόκια τιμημένα, ο τρίτος μαστός της μάνας, της Ρωμιάς, στέρεψε! Γι’ αυτό τα παιδιά μας πεινούν και διψούν και κραυγάζουν απελπισμένα «άνθρωπον ουκ έχω». Μιά σύντομη περιδιάβαση στην Παράδοση του Γένους μας θα μας καταδείξει, γιατί η μάνα ήταν η τροφός, το λιθάρι το ριζιμιό του λαού μας.
Στην περίφημη πραγματεία του Πλουτάρχου Λακαινών αποφθέγματα (εκδ. «Κάκτος», σελ. 232), διαβαζουμε μεταξύ άλλων σπουδαίων επεισοδίων: «Άλλη Λάκαινα προς τον υιόν λέγοντα μικρόν έχειν το ξόφος, είπε: βήμα πρόσθες». Μιά Σπαρτιάτισσα που ο γυιός της έλεγε ότι έχει μικρό ξίφος, είπε: κάνε άλλο ένα βήμα μπροστά». Μεγαλειώδης η φράση «πρόσθες βήμα», έτσι έφτασε η Σπάρτη στην δόξα των Θερμοπυλών!!
Μα και όταν το Γένος μας άφησε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας και «εβαπτίσθη εις Χριστόν» πάλι οι μάνες σηκώνουν τον σταυρό. Είναι συγκλονιστική η μάνα ενός από τους Σαράντα Μάρτυρες, του αγίου Μελίτωνος.
Στον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαβάζουμε, «διά χειρός» αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, τους ενθαρρυντικούς, προς τον λιποψυχούντα, εκ του παγετού, γυιό της: «Τέκνον μου γλυκύτατον, τέκνον Πατρός ουρανίου, τέκνον πολύ τιμιώτερον της μητρός διά την εν Χριστώ μαρτυρίαν, υπόμεινον ολίγον, ίνα στεφανωθής, μη φοβηθής τας βασάνους, ιδού ο Χριστός στέκεται αοράτως, ίνα λάβη την αγίαν σου ψυχήν, μίαν ώραν είναι ο πόνος και κατόπιν μεταβαίνεις εις την Βασιλείαν του Χριστού…». Και σημειώνει με θαυμασμό ο Άγιος: «Ω της ευγενεστάτης ψυχής! Ω της ευλογημένης γυναικός! Πού είναι μερικαί γυναίκες όπου κάλλιον έχουν να ασεβήση ο υιός των προς την Χριστιανωσύνην και να γίνη ασεβής και τον αγαπώσι και τον έχουσι διά καύχημά των, εάν δε γίνη καλόγηρος τον μισούν… Πού να εύρης σήμερον τοιαύτην γυναίκα μεγαλόψυχόν;». Και όταν οι υπηρέτες του ηγεμόνος φόρτωσαν τα λείψανα των 39 Αγίων για να τα κάψουν, πάλι η ηρωική μάνα, σήκωσε στους ώμους την τον μονογενή γυιό της ακολουθώντας τις άμαξες. Στους ώμους της εκοιμήθη ο Άγιος και «εστεφανώθη παρά Χριστού». Τέτοιοι ώμοι μανάδων στάθηκαν ο Σίμων ο Κυρηναίος του Γένους!!
Τι να πούμε για τις άγιες μητέρες των Τριών Ιεραρχών, την Εμμέλεια, την Νόννα και την Ανθούσα, οι οποίες ανάγκασαν τον περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο ν’ αναφωνήσει:
«Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκες είσιν»!! Για να θυμηθούμε και τον αείχλωρο λόγο του σύγχρονου αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη: «Η ευλάβεια της μητέρας έχει μεγάλη σημασία. Αν η μητέρα έχη ταπείνωση, φόβο Θεού, τα πράγματα μέσα στο σπίτι πάνε κανονικά. Γνωρίζω νέες μητέρες που λάμπει το πρόσωπό τους, αν και δεν έχουν από πουθενά βοήθεια. Από τα παιδιά καταλαβαίνω σε τί κατάσταση βρίσκονται οι μητέρες» (Λόγοι Δ’, Οικογενειακή ζωή, σελ. 90).
Αναρωτιούνται κάποιοι πως επέζησε 1000 χρόνια η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, το λεγόμενο Βυζάντιο. Οι μάνες, οι αφανείς σημαίες του Γένους, κρύβονται από πίσω! Ενδεικτικό το γεγεονός ότι 9 αυτοκράτειρες και μάνες αγίασαν! Η αγία Ελένη η ισαπόστολους, η αγία Πουλχερία, σύζυγος του επίσης αγίου αυτοκράτορα Μαρκιανού. Η Θεοφανώ, σύζυγος του Λέοντος Στ’ του Σοφού, η αγία Θεοδώρα η αναστηλώσασα τις εικόνες. Η αγία Ειρήνη, η θαυματουργός, σύζυγος του Μανουήλ Κομνηνού και μητέρα του Ιωάννη, που ο λαός τον αποκαλούσε Καλοϊωάννη, για τις αγαθοεργίες και την φιλανθρωπία του, με τα οποία τον κόσμησε η μητέρα του. Η αγία Υπομονή, μάνα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η πολύπαις και καλλίπαις, πολύτεκνη μάνα αυτοκρατόρων. Και σήμερα η πολύτεκνη μάνα είναι το θεμέλιο του έθνους! Δίπλα στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, πρέπει να στήσουμε και το μνημείο της άγνωστης Ελληνίδας πολύτεκνης μάνας, έλεγε ο λογοτέχνης Γ.Θεοτοκάς. Από τέτοιες μάνες βγήκαν και οι Νεομάρτυρες, το καύχημα της Εκκλησίας μας, την περίοδο της Τουρκοκρατίας (και Φραγκοκρατίας). Ο άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, όταν αλλαξοπίστησε, πήγε με σαρίκια και τούρκικα φέσια στην μάνα του. «Εγώ δεν έχω γυιό», του λέει, «φύγε»! Φεύγοντας ο Άγιος σκύβει και πίνει νερό με το πήλινο τάσι που είχαν στην αυλή τους. Ακούει πίσω του την μάνα του, που το έκανε κομμάτια. Κομμάτια έγινε και η καρδιά του, βρήκε τον εαυτό του και μαρτύρησε και αγίασε και θαυματουργεί.
Στο βιβλίο του Κ.Σιμόπουλου Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα (τ. Δ’, σελ. 287), διαβάζουμε το επεισόδιο που διασώζει ένας Γάλλος περιηγητής ονόματι Davesle:
Μήλος 1η Φεβρουαρίου 1828. Την ώρα, που ξεκουραζόμασταν απ’ το ανέβασμά μας στο Κάστρο της Μήλου, είδαμε να πλησιάζει προς το μέρος μας μία γυναίκα, που κρατούσε στο ‘να χέρι ένα σταμνί και στ’ άλλο ένα κοριτσάκι, ενώ ένα άλλο κοριτσάκι έτρεχε γύρω της. Στον ώμο της κρατούσε κάτι, που όταν μας πλησίασε, είδαμε, ότι ήταν ένα τρίτο παιδί, καλά φασκιωμένο. Της εζήτησα να μου δώσει λίγο νερό. Σήκωσε το σταμνί της και μου ‘γνεψε να πιώ. Εν τω μεταξύ ο σύντροφός μου, που μιλούσε άριστα τα νέα ελληνικά, είχε αρχίσει να παίζει με το μεγαλύτερο απ’ τα κοριτσάκια. Έτσι αναπτύχθηκε μεταξύ μας μία οικειότητα […] Τη ρώτησα για τη ζωή τους. Μου είπε ότι ο άντρας της ήταν άλλοτε εύπορος γεωργός, είχαν σπίτι καλό, ένα μεγάλο χωράφι κι ένα περιβόλι και κατόρθωνε να ζυν πολύ καλά. Ωστόσο δε δίστασε να τα εγκαταλείψει όλα και να τρέξει κοντά στους συμπατριώτες του, μόλις άρχισε ο πόλεμος της ανεξαρτησίας. Οι Τούρκοι για αντίποινα, όταν πέρασαν απ’ το νησί, έκαψαν το σπίτι και ρήμαξαν τα κτήματα. Τώρα ζουν πολύ φτωχά και πρέπει να ξαπεράσουν χρόνια, για να καλυτερέψει η ζωή τους. Τη ρώτησα, για να τη δοκιμάσω, αν βλέποντας τη φτώχεια, μέσα στην οποία μεγάλωναν τα παιδιά της, δε νοσταλγούσε τις χωρίς στενοχώριες ημέρες, που περνούσαν τον καιρό της τουρκικής κατοχής. Δεν περίμενα ποτέ, ότι τα λόγια μου θα ‘φερναν τέτοιο αποτέλεσμα: Η Ελληνίδα της Μήλου σηκώθηκε απότομα, άρπαξε στα χέρια της το φασκιωμένο μωρό, και ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και περιφρόνηση, είπε: «Να ποθούμε την εποχή που είμαστε σκλάβοι, στο έλεος ενός βάρβαρου, που μπορούσε να μας αρπάξει τους άντρες μας, τ’ αδέλφια μας, τα παιδιά μας, εμάς τις ίδιες; Όχι! Χίλιες φορές καλύτερα να ζώ με ψωμί κι ελιές και να νιώθω πως είμαι λεύτερη και μάνα ελεύθερων παιδιών»!!
Το ’21 η μάνα αφήνει τη λάτρα του σπιτιού και το μεγάλωμα των παιδιών και ζώνεται τ’ άρματα. «Η Δέσπω κάνει πόλεμο/με νύφες και μ’ αγγόνια». Μιά μόνο περίπτωση από τις χιλιάδες ανώνυμες και «επώνυμες» ηρωίδες της Επαναστάσεως θα αναφέρουμε. Την περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα και μάνα ηρώων. Συνελήφθη, κατά την καταστροφή της Νάουσας, τον Απρίλιο του 1822 και οδηγήθηκε, μαζί με πλήθος αιχμάλωτα γυναικόπαιδα στην Θεσσαλονίκη Πιέστηκε να αλλαξοπιστήσει. Αρνήθηκε. «Γι’ αυτό», γράφει ο αυτόπτης Γάλλος Pouqueville (Πουκεβίλ) στην ιστορία του «εβύθισαν εντός σάκκου, τον οποίον είχαν γεμίσει με όφεις, την σύζυγο του οπλαρχηγού Καρατάσου. Ο Αβδούλ Λουμπούτ ήλπιζεν ότι ο θάνατός της, θα επήρχετο κατόπιν φρικτών πόνων και βασάνων. Αλλά αι πληγαί πλήθους εχιδνών έχυσαν τόσον δηλητήριον εις τας φλέβας της μάρτυρος, ώστε περιέπεσεν εις λήθαργον και απέθανεν ανωδύνως, λυτρωθείσα ούτω των δημίων της, υπέρ των οποίων δεν έπαυσεν να προσεύχεται θερμώς, επικαλούμενη το όνομα του Θεού και της Παναγίας μέχρι της τελευταίας ώρας. Ούτως απέθνησκον αι χριστιαναί γυναίκες» (Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, σελ. 633).
Και σ’ όλους τους μετέπειτα εθνικούς αγώνες η Ελληνίδα μάνα στέκεται ακλόνητη και ανδρεία, γαλουχώντας τα παιδιά της με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα. Και πάντα έστρεφε το βλέμμα της στην Θεομάνα μας, την Παναγία:
Ω Παναγιά μου Δέσποινα και του Χριστού μητέρα
σε σένα παραδίνομαι, νύχτα και την ημέρα.
Νανούριζε, δηλαδή προσευχόταν, τα βλαστάρια της να γίνουν καμάρι του Γένους.
Και η τωρινή Ρωμιά μάνα, ας τινάξει από πάνω της, την βρώμικη σκόνη του δήθεν εξευρωπαϊσμού της, και να στρέψει το βλέμμα της πίσω για να δεις ποιές και τι λογής μανάδες ανέσταιναν παιδιά, που έγραφαν με το αίμα τους πώς τούτος ο τόπος είναι ηρωοτόκος και αγιοτόκος!!
Να κλείσουμε μ’ αυτό που διηγείται ο Γερμανός συγγραφέας Έρχαντ Κέστνερ και το οποίο απαντά και στα εξ Ευρώπης θρασίμια που μας συκοφαντούν αλλά και στις ημέτερες «ανθρωποκάμπιες» (Κόντογλου) που χλευάζουν τον λαό για την ευσέβειά του –ό,τι τουλάχιστον απέμεινε απ’ αυτήν, όπως αυτό φάνηκε με την προσκύνηση ιερών λειψάνων:
…Το 1952 επήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα μετά τον Πόλεμο του 1941-44, στον οποίο συμμετείχα, μάλιστα στην Κρήτη. Η Γερμανική Πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχε πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε να λέγω είμαι Ελβετός, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από την Γερμανική Κατοχή ήσαν ανεπούλωτες. Αλλ’ εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός. Και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού, όπου επέρασα, τη θρυλική κρητική φιλοξενία!
Ένα σούρουπο όμως, καθώς ο ήλιος εβασίλευε, επήγα και στο Γερμανικό Νεκτροταφείο. Εκεί υπήρχε και μία μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν’ ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του Πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την επλησίασα και την ερώτησα:
-Είσθε από εδώ;
-Μάλιστα, μου απάντησε.
-Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτί σκότωσαν τους Κρητικούς.
-Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ’41 με ’44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρήτης κι έμεινα με τον μονάκριβο γυιό μου. Αλλά μου τον πήγαν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω αν είναι θαμμένο και που το παιδί μου. Ξέρω όμως πως και όλοι αυτοί εδώ οι νεκροί Γερμανοί ήσαν παιδιά κάποιων μανάδων σαν κι εμένα. Και ανάβω κεριά στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έλθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μιά άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γυιού μου…
Και ο Γερμανός κατέληξε με τα λόγια του υποτίτλου της ιστορικής του διηγήσεως:
Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή!