Χρύσανθος, Μητροπολίτης Τραπεζούντος: Μία κορυφαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία όλου του Ελληνισμού
Ο Μητροπολίτης της Τραπεζούντας, Χρύσανθος, κατά κόσμον Χαρίλαος, γεννήθηκε το Μάρτιο του 1881 στην Κομοτηνή και ήταν το έβδομο κατά σειράν από τα παιδιά της οικογένειας του Ζήση και της Ξανθώς Φιλιππίδη. Ο πατέρας του ασχολιόταν με το εμπόριο σιτηρών και κουκουλιών και πέθανε νωρίς από ημιπληγία, όταν αυτός ήταν πολύ μικρός.
Μετά την αποφοίτησή του από το σχολαρχείο της Κομοτηνής ο Χαρίλαος συνέχισε τις γυμνασιακές σπουδές στο ημιγυμνάσιο της Ξάνθης. Μετά την περάτωση των σπουδών του, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και μπήκε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
«Στη Χάλκη είχε δασκάλους επιφανείς κληρικούς και λαϊκούς θεολόγους. Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές, επιδόθηκε στην εκμάθηση της γαλλικής, της γερμανικής και τουρκικής γλώσσας. Μετά το πέρας των σπουδών του, διαρκείας επτά ετών, και την υποβολή της εναίσιμης διατριβής του, πήρε το πτυχίο του διδασκάλου της ορθοδόξου Εκκλησίας το 1903». (Παύλου Γ. Αποστολίδη, μητροπολίτου Δράμας, Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης 1913-1923).
Ταυτόχρονα, ήρθε σε επαφή και με την πιο σύγχρονη ελληνική διανόηση μέσω των νέων Ελλήνων λογοτεχνών και κοινωνιολόγων που σπούδαζαν εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη (Κώστας Χατζόπουλος, Γεώργιος Σκληρός-Κωνσταντινίδης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Πηνελόπη Δέλτα κ. ά.). Ακόμη και με τον μετέπειτα Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο». (Ποντιακή Εστία, τεύχος 155-156, άρθρο του καθηγητή Ευστάθιου Πελαγίδη, «Χρύσανθος Εθνάρχης του Ελληνισμού 2011).
Μετά την αποφοίτησή του από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χειροτονείται ο Χαρίλαος διάκονος και μετονομάζεται σε Χρύσανθο και διορίζεται αρχιδιάκονος, ιεροκήρυκας στην μητρόπολη της Τραπεζούντας και καθηγητής των θρησκευτικών στο περιώνυμο φροντιστήριο.(Βλέπε «Χρυσάνθου, Βιογραφικαί Αναμνήσεις σελ. 38).
Το 1907 παραιτείται των αξιωμάτων του και αναχωρεί με προορισμό την Ευρώπη για την παρακολούθηση ευρύτερων σπουδών. Γράφεται στο πανεπιστήμιο της Λειψίας στο φιλοσοφικό κλάδο και παρακολουθεί παράλληλα μαθήματα κανονικού και ρωμαϊκού δικαίου. Μετά το πέρας των σπουδών του στη Λειψία, που διήρκεσαν 4 χρόνια περίπου, συνέχισε τις σπουδές του στη Λοζάνη, όπου γράφτηκε στον κλάδο της φιλολογίας και παρακολούθησε μαθήματα θεολογικά, νομικά και κοινωνιολογικά. Τον Ιούλιο του 1911 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη για να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα. Τα Χριστούγεννα του ιδίου έτους χειροτονείται πρεσβύτερος και του απονέμεται το οφίκκιο του αρχιμανδρίτη και στις 18 Μαΐου το 1913 ο Χρύσανθος σε ηλικία μόλις 32 ετών εξελέγη μητροπολίτης Τραπεζούντας.
«Μετά τη χειροτονία του ο Χρύσανθος παρέμεινε για ένα τρίμηνο στην Κωνσταντινούπολη. Στο διάστημα αυτό επισκέφθηκε την Ελλάδα και είχε επαφές με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίον συζήτησε το θέμα της αυτονομίας της Δ. Θράκης. Για το θέμα αυτό ο Χρύσανθος, μαζί με άλλους Θράκες μητροπολίτες, υπέβαλε στις Μεγάλες Δυνάμεις υπόμνημα, για τα δίκαια του ελληνισμού της Δ. Θράκης. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα είχε, επίσης, επαφές με τον Ίωνα Δραγούμη και την Πηνελόπη Δέλτα.
Στην Τραπεζούντα έφθασε στις 3 Οκτωβρίου 1913, όπου του επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης και μεγαλοπρεπής υποδοχή. Η τελετή της ενθρόνισής του έγινε στο μητροπολιτικό ναό του Αγ. Γρηγορίου με λαμπρότητα και επισημότητα. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του κατά την επίσημη ομιλία του στο ναό:
«Δεν πρέπει να περιμένη τις τα πάντα από έναν αρχιερέα, όστις ουδέν δύναται να επιτελέση άνευ της συνεργασίας και της ειλικρινούς συμπράξεως των πολιτών… Στον ενθρονιστήριο λόγο του φάνηκε η πρόθεσή του να ασχοληθεί πέραν των εκκλησιαστικών του καθηκόντων και με όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τον ποντιακό ελληνισμό, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Προτιμώ να ίπταμαι εις τα ύψη και πίπτων να συντριβώ ή έρπων να καταπατηθώ υπό του πρώτου τυχόντος..».
Όντως, η ιστορία απέδειξε ότι ο Χρύσανθος κράτησε το λόγο του. Ιεροργούσε κάθε Κυριακή και κήρυττε το θείο λόγο με αναφορές στα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα. Ίδρυσε το περιοδικό « Οι Κομνηνοί», ήταν ο ίδιος κύριος αρθρογράφος και δημοσίευσε πολλά μεγαλόπνοα και προοδευτικά άρθρα σ’ αυτό.
Σύμφωνα με τον πρωτοπρεσβύτερο Γ.Δ. Μεταλληνό, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών: Ο Χρύσανθος ζούσε και ενεργούσε πάντα, ως ένας αδιαίρετος άνθρωπος. Δηλαδή η εθνική του δράση ήταν συνάμα και εκκλησιαστική και η εκκλησιαστική του πράξη ήταν βαθύτατα εθνική.
Δίκαιος και αμερόληπτος προς όλους, συγκέντρωνε τον σεβασμό και την εκτίμηση όλων των λαών που ζούσαν στον Πόντο. Ικανότατος Ιεράρχης, ο Χρύσανθος, διακρίθηκε στην οργάνωση της τοπικής Εκκλησίας. Κήρυττε, εμψυχώνοντας τον Λαό, εμπνέοντάς τον με τα ιδανικά της Ρωμιοσύνης και διασφαλίζοντας την πνευματική συνέχεια και συνοχή του.
Ήταν καθολική η αναγνώριση της γενναιότητας και ευψυχίας του, ώστε να του απονεμηθεί ο τίτλος «Πρίγκηψ της Εκκλησίας», χαρακτηρισμός, που συμπύκνωνε την λατρεία του Ποιμνίου στο πρόσωπό του».
Στις 24 Ιουλίου 1914 κηρύχθηκε στην Τουρκία γενική επιστράτευση κάθε εθνότητας, σε σχέση με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Τουρκία άρχισε έναν διμέτωπο πόλεμο: Εξωτερικό, εναντίον των δυνάμεων της Ευρώπης και εσωτερικό εναντίον των Αρμενίων και των Ελλήνων. Επιστρατεύθηκαν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, που είχαν ηλικία από 28-50 χρονών. Όσοι στρατεύθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν στα «τάγματα εργασίας». Οι στρατευμένοι εργάζονταν εξαντλητικά και εξοντωτικά… στη διάνοιξη δρόμων και κατασκευή γιοφυριών δίχως τροφή και κατάλληλη ενδυμασία και με την παραμικρή αφορμή τους τουφέκιζαν… Πολλοί Έλληνες έφυγαν τότε στη Ρωσία, στην Ελλάδα ή στην Αμερική.
Μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους (1916), ο βαλής Τζεμάλ Αζμή βέης, με επίσημο έγφραφό του στις 3 Απριλίου 1916 παρέδωσε την πόλη σε προσωρινή κυβέρνηση υπό την προεδρία του Χρύσανθου αναγνωρίζοντας το έργο της εκκλησίας και λέγοντας: «Από Έλληνες παρελάβομεν την Τραπεζούντα εις τους Έλληνες και την παραδίδομεν». (Χρυσάνθου, Βιογραφικαί αναμνήσεις σελ. 126-127).
Το Φεβρουάριο του 1918 ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Τραπεζούντα, μπροστά στην οποία είχε παραταχθεί τμήμα του ρωσικού στρατού για την επίσημη παράδοση της πόλεις στις τουρκικές αρχές.
Στο μεταξύ ήδη από το 1917 ο Κ. Κωνσταντινίδης, έμπορος στη Μασσαλία, μπαίνει επικεφαλής της κίνησης για την ανεξαρτησία του Πόντου. Το Φλεβάρη του 1919 αναχώρησε από την Τραπεζούντα για την Κωνσταντινούπολη, μέσω Βατούμ, ο Χρύσανθος. Όλος ο ποντιακός ελληνισμός τον κατευόδωσε με συγκίνηση και ενθουσιασμό, πιστεύοντας πως ήρθε ο καιρός της εκπλήρωσης των πόθων του. Για το θέμα της δημιουργίας ποντιακού κράτους, ενημερώθηκε με επιστολή ο Βενιζέλος. Στο Παρίσι συναντήθηκε ο Χρύσανθος με το Βενιζέλο, στον οποίο και ανέπτυξε τα επιχειρήματά του, σύμφωνα με τα οποία ο Πόντος δεν έπρεπε να παραδοθεί στους Αρμενίους. Τελικά, πρέπει να πούμε ότι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης διέψευσε τους Ποντίους.
Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος στενοχώρησε το Χρύσανθο, προκειμένου να φανεί αρεστός στον Αμερικάνο Ουίλσων. Ο Χρύσανθος και το Εθνικό Συμβούλιο των Ποντίων που έδρευε στο Βατούμ, αντέδρασαν έντονα στην πρόταση ίδρυσης ποντοαρμενικού κράτους, πράγμα που το πέτυχαν.
Ο Χρύσανθος μέχρι τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολούθησε πολιτική της ελληνοοθωμανικής προσέγγισης (Ίων Δραγούμης), αλλά στο Συνέδριο Παρισίων (1919) τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της Αυτονομίας του Πόντου, όπως διακήρυττε ο Κ. Κωνσταντινίδης, από τη Μασσαλία, και υιοθέτησε όλο του Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου στο Βατούμ (ένα είδος εξόριστης κυβέρνησης).
Στην Ελλάδα ο Χρύσανθος μέχρι τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολούθησε πολιτική της ελληνοοθωμανικής προσέγγισης (Ίων Δραγούμης), αλλά στο Συνέδριο Παρισίων (1919) τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της Αυτονομίας του Πόντου, όπως διακήρυττε ο Κ. Κωνσταντινίδης, από τη Μασσαλία, και υιοθέτησε όλο του Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου στο Βατούμ (ένα είδος εξόριστης κυβέρνησης).
Στην Τουρκία ο Χρύσανθος καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, στην Ελλάδα όμως διετέλεσε ως αποκρισιάριος (απεσταλμένος, πληρεξούσιος) της Αρχιεπισκοπής Αθηνών μέχρι το 1938, χρονιά κατά την οποία ψηφίσθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ως ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος, μέχρι τον Ιούλιο 1941.
οπότε και παύτηκε με Συντακτική Πράξη της διορισμένης από τους Γερμανούς Κατακτητές κυβέρνησης Γ. Τσολάκογλου.
Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των υψηλών καθηκόντων του ως Αρχιεπισκόπου, έδειξε συνέπεια κι επιστημονική κατάρτιση. Ήταν οργανωτικός και συνεργάσιμος. Γι’ αυτό και κέρδισε την εμπιστοσύνη των συνεργατών του κι όλων εκείνων που έβλεπαν ότι στο τιμόνι της Ιεραρχίας στέκεται ένας ικανότατος ποιμενάρχης, πρόθυμος να προσφέρει πολλά στην εκκλησία και το γένος.
Ο Χρύσανθος έγινε ένα με το λαό υπέρ του αγώνα που έδιναν τα παιδιά της Ελλάδας στην Ελληνοαλβανική Γραμμή. Ήθελε να νιώσει ο κάθε Έλληνας ότι η Εκκλησία ήταν παρούσα και έτοιμη για κάθε θυσία στο κάλεσμα του έθνους. Επισκεπτόταν νοσοκομεία, για να δει από κοντά και να ευλογήσει τους τραυματίες.
Είναι άξιο θαυμασμού το γενναίο διάγγελμα που απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό, ως ιεράρχης κατά τη Γερμανική Εισβολή στις 6 Απριλίου 1941.
Όμως η μεγαλοσύνη του Χρύσανθου σ’ αυτή τη φάση δε φαίνεται τόσο από τα όσα έγραψε, όσο από τα όσα έπραξε, καθώς αρνείται να συμμετάσχει στην επιτροπή υποδοχής των Γερμανών (μαζί με τον Νομάρχη, τον Δήμαρχο και τον Φρούραρχο) κατά την είσοδό τους στην Αθήνα. Κατ’ επέκταση, αρνήθηκε να λειτουργήσει στη «Δοξολογία» για τη γερμανική κατοχή της πόλης.
Η απάντηση, που έδωσε στους Γερμανούς, όταν στις 24-4-1941 του ζήτησαν να τους παραδώσει δημόσια την Αθήνα, ήταν η εξής: «Η θέσις μου ως Αρχιεπισκόπου είναι να παραμείνω εδώ δια να προστατεύσω τον ελληνικόν λαόν», γράφει ο Κώστας Νικολαΐδης.
Στις 27 Απριλίου του 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα, προτιμά να μείνει εκεί στις επάλξεις κοντά στο λαό, παρά να ακολουθήσει την κυβέρνηση στην εξορία, όπως του προτάθηκε επίσημα και από το Παλάτι. Οι Γερμανοί συγκρότησαν σκόπιμα μια επιτροπή και τον όρισαν Πρόεδρο, νομίζοντας ότι ο Χρύσανθος θα δεχόταν τη θέση και θα πρωτοστατούσε στις σχετικές εκδηλώσεις για την επίσημη παράδοση-υποταγή της πρωτεύουσας στους Ναζί.
Έμειναν ιστορικά τα λόγια του: « Ο Αρχιεπίσκοπος δεν δέχεται να μετέχη εις Επιτροπήν δια την παράδοσιν της πόλεως εις τον εχθρόν. Έργον του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνει, αλλά να ελευθερώνη».
Αλλά και την πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου αρνήθηκε να ορκίσει. «Η Κυβέρνησις, την οποία όρκισα, εξακολουθεί να συνεχίζει τον πόλεμον. Άλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω» (29/4/1941).
Όμως και μετά την αντικανονική καθαίρεσή του (6 Ιουλ. 1941) από εγκάθετους αρχιερείς, με τη στήριξη των γερμανικών Αρχών, συνέχισε την εθνική του δράση, παρά την ταλανιζόμενη υγεία του, από το σπίτι του (Σουμελά 4):
Σ’ όλο το διάστημα της Κατοχής κρατούσε τακτική επαφή με την Κυβέρνηση της Μ. Ανατολής, μέσω μυστικού ασυρμάτου, με την ιδιότητα του προεδρεύοντος της «Εθνικής Επιτροπής» για την οργάνωση και προώθηση Ομάδων Εθνικής Αντίστασης. Την ανθοδέσμη της ιεραρχικής και εθναρχικής ακτινοβολίας του Χρύσανθου, μετά τον ξεριζωμό, διανθίζουν και άλλες δραστηριότητες, οι οποίες δίνουν υψηλή ποιότητα στην όλη προσφορά του στην Εκκλησία και στο Γένος.
Ως πρώτος Πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και Δ/ντής του επιστημονικού Περιοδικού «ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» (1927-1949), αλλά και ως συγγραφέας του περισπούδαστου έργου «Η Εκκλησία της Τραπεζούντας» (1933), για το οποίο εξελέγη Ακαδημαϊκός από την Ακαδημία Αθηνών (1939), θα λέγαμε ότι και εδώ στην Ελλάδα συνέχισε το έργο του Εθνάρχη των Ποντίων σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο.
Είναι γνωστή, επίσης, η απάντηση που έδωσε στους Γερμανούς, όταν στις 24-4-1941 του ζήτησαν να τους παραδώσει δημόσια την Αθήνα: «Η θέσις μου ως Αρχιεπισκόπου είναι να παραμείνω εδώ δια να προστατεύσω τον ελληνικόν λαόν», γράφει ο Κώστας Νικολαΐδης.
Αλησμόνητη είναι ακόμη και η απάντηση του Χρύσανθου, όταν του ζητήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση Γ. Τσολάκογλου. Και, όταν τον απείλησαν ότι πιθανότατα να εκθρονιστεί λόγω της ανένδοτης στάσης του, είπε περήφανα: «Όχι μόνον τον θρόνον, αλλά και την ζωήν μου είμαι έτοιμος να θυσιάσω για το καθήκον μου». Μετά τη σύγκρουσή του με τις κατοχικές δυνάμεις και τους δοτούς συνεργάτες του, διατάχθηκε η εκθρόνισή του από τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο στις 2 Ιουλίου 1941.
Από την εκθρόνισή του και μετά, έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην Κυψέλη, στην οδό, που μετά το αίτημά του, ο Δήμος Αθηναίων μετονόμασε σε οδό «Παναγίας Σουμελά», αριθμός 4. Κοιμήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1949.
(Πηγή: «Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987». Συλλογικό έργο των Πανεπιστημιακών: Αλέξη Αλεξανδρή, Θάνου Βερέμη, Πάνου Καζάκου, Β. Κουρφουδάκη, Χρ. Ροζάκη και Γ. Τσιτσοπούλου, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1991, Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, Μάλλιαρης – Παιδεία, Γ. Δ. Μεταλληνός, καθηγητής πανεπιστημίου. Γεώργιου Τασούδη (επιμέλεια), «Βιογραφικαί Αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ του από Τραπεζούντος», (1970), Γεωργίου Τασούδη «ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος», Γεωργίου Τασούδη, Άρθρα Και Μελέται Χρυσάνθου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών του από Τραπεζούντος, 1911-1949. (1977, Ευστάθιου Πελαγίδη, «Χρύσανθος, Εθνάρχης του Ελληνισμού», 9-11-2011, Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης, Παύλου Γ. Αποστολίδη, Μητροπολίτου Δράμας, εκδοτικός οίκος Αδερφών Κυριακίδη).