Χ.Χατζημλάδης: Το Ελληνικό επιχειρείν εν μέσω πολέμου, πληθωριστικών πιέσεων και ενεργειακής κρίσης
Άρθρο του προέδρου του Επιμελητηρίου Κιλκίς Χρήστου Χατζημλάδη δημοσίευσε η ” Εφημερίδα των Δημοπρασιών” με αφορμή τα εγκαίνια της 86ης Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης στην οποία αναφέρει τα εξής:
“Νέο στοίχημα για το ελληνικό επιχειρείν έρχεται στο προσκήνιο, με όλους τους επιχειρηματίες του χώρου να αγωνιούν για το τι «μέλλει γενέσθαι». Το στίγμα του πολέμου στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας ξεκίνησε να γίνεται αισθητό ήδη από αρκετά νωρίς, γεγονός που καλεί τις ελληνικές επιχειρήσεις να συμμορφωθούν σε νέα και πρωτόγνωρα δεδομένα.
Ανατιμήσεις λόγω του πληθωρισμού, τόσο σε όλο το φάσμα της εφοδιαστικής αλυσίδας, όσο και στην ενέργεια αλλά και σε άλλα βασικά αγαθά, έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες επιχειρηματίες, την ίδια στιγμή μάλιστα, που πλήθος επιχειρήσεων δεν έχει μπορέσει να ορθοποδήσει από το πλήγμα που δέχτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Σε περιόδους κρίσης σαν κι αυτήν, που το πληθωριστικό περιβάλλον τείνει να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη ενός νέου σχεδίου για τις επιχειρήσεις, με ισχυρή κρατική παρουσία και παρέμβαση, αλλά και εξωστρέφεια προς τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες αγορές. Η υπερβολική συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς «δεν αφήνει και πολλά περιθώρια» στους επιχειρηματίες της χώρας, που επωμίζονται την φρενίτιδα της αύξησης των τιμών και την υπερβολική μείωση των τζίρων σε συνδυασμό με την δυσκολία ανεύρεσης πρώτων υλών, και απαιτεί ενέργειες ελάφρυνσης των επιχειρήσεων τόσο ως προς την φορολογία, όσο και ως προς τις επιχορηγήσεις.
Με τις επενδύσεις να κρίνονται μεγίστης σημασίας στην Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει να δημιουργήσει έναν εκ νέου ελκυστικό χώρο επενδύσεων, που θα εμπνέει εμπιστοσύνη. Ωστόσο και οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να σταθούν αρωγοί στην προσπάθεια της κυβέρνησης να στηρίξει πρακτικά τις επιχειρήσεις, με τη χορήγηση «φθηνού» χρήματος με ευνοϊκότερους όρους δανεισμού και λιγότερες εγγυήσεις. Μία οικονομική πολιτική με βλέμμα στις επενδύσεις, στην ενίσχυση των νέων επιχειρηματικών ιδεών και στην στήριξη του εμπορικού χώρου καθίσταται αναγκαία για την επιβίωση των αγορών, όταν μάλιστα το διεθνές περιβάλλον γίνεται ολοένα και δυσμενέστερο. Σε περιόδους σαν την παρούσα, όπου -συν τοις άλλοις- οι αλλαγές που έχουν επέλθει στο γεωπολιτικό σύστημα λόγω του πολέμου έχουν δημιουργήσει νέους όρους, και έχουν φέρει την Ευρώπη αντιμέτωπη με επενδυτές που στρέφονται σε «σίγουρες» επενδύσεις (όπως οι επενδύσεις αγοράς χρυσού) και όχι σε επιχειρησιακές επενδύσεις, το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με τους επιχειρηματίες είναι μεγάλο και με πολλές μεταβλητές.
Σε αυτή την προσπάθεια, απαιτείται κάθε δυνατή στήριξη. Οι μέχρι τώρα στοχευμένες παρεμβάσεις της κυβέρνησης, όχι μόνο πρέπει να συνεχιστούν, αλλά οφείλουν να γίνουν σίγουρα εντονότερες, συστηματικότερες και πιο μεθοδευμένες. Σαφώς δεν είναι αρκετές για να απορροφήσουν το σύνολο των επιπτώσεων μιας παγκόσμιας κρίσης, είναι, όμως, απαραίτητες και μπορούν να δώσουν μία ανάσα στην αγορά. Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ θα μπορούσε να αποτελέσει μια σπουδαία ευκαιρία για τη χώρα να επιτύχει αυτό το στόχο και να βοηθήσει στην ανάπτυξη και στην στήριξη της νέας επιχειρηματικότητας. Με την ελληνική οικονομία να δείχνει σημάδια ανθεκτικότητας, οι επιδοτήσεις και τα επιδόματα ρεύματος, όσο και της ενέργειας, οφείλουν να διευρυνθούν με σκοπό να περικλείσουν στους κόλπους τους περισσότερους επιχειρηματίες, ενώ κρίνεται απαραίτητη και η ύπαρξη σχετικής κρατικής μέριμνας και προσπάθειας για την καλλιέργεια ενός κλίματος σταθερότητας.
Συνοψίζοντας, στην Ελλάδα του 2022, το «επιχειρείν» αποδεικνύεται εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση, εξαρτώμενη από πολλές και διαφορετικές μεταβλητές για την επιβίωσή του. Η στήριξη των επιχειρήσεων πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα τους ιθύνοντες της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίοι οφείλουν να μεριμνήσουν προκείμενου να δημιουργηθούν ευνοϊκότερες συνθήκες για την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα στον δύσκολο χειμώνα που περιμένει τις ευρωπαϊκές, και κατ’ επέκταση, ελληνικές αγορές, πάντα με σύνεση αλλά και συλλογική προσπάθεια.”