Αρθρογραφία

Χρήστος Τσούντας: Αρχαιολόγος με παγκόσμια αναγνώριση, καθηγητής πανεπιστημίου, ακαδημαϊκός

του Μιχάλη Πυρίντζου*

Γόνος παλιάς αρχοντικής οικογένειας της Στενημάχου Ανατολικής Ρωμυλίας, γεννήθηκε στην Στενήμαχο το έτος 1857. Φοίτησε σε σχολείο της γενέτειράς του και της Φιλιππούπολης και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Αθήνα. Αποφοίτησε από την φιλοσοφική σχολή Αθηνών και μετέβη στην Γερμανία, όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην φιλολογία και την αρχαιολογία.

Στην συνέχεια δίδαξε ως καθηγητής γιά ένα χρόνο στα ονομαστά Ζαρίφεια Διδασκαλία της Φιλιππούπολης, που ήταν δημιούργημα του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Ζαρίφη. Το έτος 1882 διιορίσθηκε έφορος αρχαιοτήτων της αρχαιολογικής εταιρίας Αθηνών και τον επόμενο χρόνο έφορος της αρχαιολογικής υπηρεσίας, θέση στην οποία υπηρέτησε γιά 21 συνεχή χρόνια. Το 1884 άρχισε το πλούσιο ερευνητικό-ανασκαπτικό έργο του με έρευνες στο βυθό του στενού της Σαλαμίνας, στην Ακρόπολη και άλλα μνημεία της Αθήνας. Το 1886 ανέσκαψε τα νεκροταφεία της Ερέτριας στα οποία βρέθηκαν σπουδαία κτερίσματα, που συνόδευαν τους νεκρούς (κοσμήματα και άλλα αντικείμενα).

Το ίδιο έτος άρχισε και στην συνέχεια ολοκλήρωσε τις σημαντικότερες έρευνες στην αρχαιολογική θέση των Μυκηνών, ανάμεσα στις οποίες είναι και η αναγνώριση του ανακτόρου. Αποτέλεσμα των ερευνών αυτών είναι και η ανεύρεση της μοναδικής Μυκηναϊκής κεφαλής από ασβεστοκονίαμα, που βρίσκεται στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας. Το 1889-1891 έκανε ανασκαφές στην Λακωνία, όπου στο θολωτό τάφο του Βαφείου βρήκε δύο χρυσά κύπελλα, στα οποία υπάρχουν παραστάσεις από κυνήγι άγριων ταύρων, η κατασκευή των οποίων ανάγεται στην μυκηναϊκή εποχή. Τα κύπελλα αυτά βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας. Ο Τσούντας ασχολήθηκε ιδιαίτερως με την μελέτη του κυκλαδικού πολιτισμού κάνοντας έρευνες στην Σίφνο, την Αμοργό, την Σύρο, την Πάρο και την Αντίπαρο, όπου ανακάλυψε σπουδαία έργα τέχνης. Δικαιολογημένα θεωρείται ο κωδικοποιητής της κυκλαδικής περιόδου και της έννοιας κυκλαδικού πολιτισμού. Οι σύγχρονοί του αναφέρουν, ότι στις ανασκαφές των Κυκλάδων, ελλείψει πόρων, ο ίδιος προσωπικά ήταν συγχρόνως ο διευθυντής, ο φωτογράφος, ο σχεδιαστής και ο επόπτης των εργασιών. Το έτος 1899 ανέσκαψε στην Μαρμαριανή της Λάρισας πέντε μυκηναϊκούς τάφους και το 1900 προμυκηναϊκό τάφο στον Βόλο. Το 1901 εντόπισε και ανέσκαψε τον αρχαιότατο νεολιθικό οικισμό «Σέσκλο» της Θεσσαλίας, που γιά πρώτη φορά κατοικήθηκε στην αρχή της 7ης χιλιετίας (6800πΧ.). Οι ανασκαφές εκείνες αποκάλυψαν σημαντικό αριθμό αξιόλογων ευρημάτων. Το έτος 1903 συνέχισε και ολοκλήρωσε τις ανασκαφές του αρχαιολόγου Βαλέριου Στάη, στην ακρόπολη του Διμηνίου. Το Διμήνι ήταν προϊστορικός οικισμός της νεώτερης νεολιθικής εποχής και βρίσκεται περίπου τέσσερα χιλιόμετρα ΝΔ του Βόλου.

Κάποιοι το ταυτίζουν με την μυθική Ιωλκό από την οποία ξεκίνησαν τα πλοία της Αργοναυτικής εκστρατείας. Με τα ευρήματα των ανασκαφών στο Σέσκλο και το Διμήνι ο Χρήστος Τσούντας θεμελίωσε την θεωρία γιά πρώιμη ύπαρξη νεολιθικού πολιτισμού στην Ελλάδα κατά την νεολιθική εποχή, που άρχισε το 6800 π.Χ.
Το 1901 διορίσθηκε καθηγητής αρχαιολογίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου δίδαξε το μάθημα της αρχαίας τέχνης. Οι ανασκαφικές εργασίες του χαρακτηρίζονται από την ευστοχία των επιλογών του και η πανεπιστημιακή διδασκαλία του από την απλότητα και την ακρίβεια.
Σπουδαίοι μαθητές του υπήρξαν οι αρχαιολόγοι Χρήστος και Σέμνη Καρούζου, ο Γεώργιος Μυλωνάς, ο Γιάννη Παπαδημητρίου, ο Σπύρος Μαρινάτος κα. Θέλοντας να στηρίξει εμπράκτως το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, που ιδρύθηκε το έτος 1926 δίδαξε σε αυτό επί μία διετία (1926/1927). Το έτος 1926 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και γιά πολλά χρόνια διετέλεσε σύμβουλος και γραμματέας της αρχαιολογικής εταιρίας. Ηταν μέλος και επιμελητής της επιτροπής σύνταξης της επιστημονικής έκδοσης «Θρακικά» που εξέδιδε το «Θρακικό Κέντρο», η οποία εξακολουθεί να εκδίδεται και σήμερα.
Έγραψε βιβλία και δημοσίευσε πολλές εργασίες σε εφημερίδες και περιοδικά.

Έργα του: «Η Ιστορία της Αρχαίας ελληνικής Τέχνης», «Μυκήναι και Μυκηναϊκός Πολιτισμός», «Κυκλαδικά», «Αι προϊστορικαί ακροπόλεις του Διμήνου και του Σέσκλου», «Η Ακρόπολις των Αθηνών» κα.

Με φροντίδα και δαπάνες του Χρήστου Τσούντα σπούδασε φιλολογία στην Γερμανία ο ανεψιός του Αθανάσιος Τσούντας, που υπηρέτησε στο γυμνάσιο Κιλκίς ως φιλόλογος καθηγητής επί 25 περίπου χρόνια. Ο ευγνώμων ανεψιός στην μνήμη του θείου του δώρισε στο γυμνάσιο που υπηρετούσε βιβλιοθήκη, βιβλία, όργανα πειραματικής και γυμναστικής, τύμπανα, σάλπιγγες και φωτογραφίες ηρώων της Μάχης του Κιλκίς του 1913. Ο δήμος του Κιλκίς αναγνωρίζοντας την προσφορά του Αθανασίου Τσούντα στην παιδεία και στο «πράσινο» της πόλης αφού η δενδροφεύτευση κοινόχρηστων χώρων και κυρίως του λόφου Αγίου Γεωργίου πραγματοποιήθηκε με μέριμνα της Φιλοδασικής Ενωσης, της οποίας ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος υπήρξε ο Αθανάσιος Τσούντας, μετά το θάνατό του το έτος 1949, έδωσε το όνομά του στον δρόμο που συνδέει το γυμνάσιό «του» με την κεντρική οδό της πόλης (21η Ιουνίου). Με δαπάνη του συλλόγου Στενημαχιτών και την συνδρομή των μαθητών του φιλοτεχνήθηκε η προτομή του, η οποία ύστερα από έγκριση του υπουργείου παιδείας και θρησκευμάτων, τοποθετηθηκε στον αύλειο χώρο του γυμνασίου.

Ο ευπατρίδης Στενημαχίτης αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας πέθανε στην Αθήνα την 9η Ιουνίου 1934 και ενταφιάσθηκε στο α’ νεκροταφείο Αθηνών.

*Μέλος του συλλόγου Στενημαχιτών Κιλκίς

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Φωτοσχόλιο

Από την επίσκεψη της ευρωβουλευτού Μαρίας Σπυράκη στο δημαρχείο Κικίς