Πολιτική

Χ.Σπίγκος: Σημαίνον και σημαινόμενο

Οι Στωικοί πρώτοι μελέτησαν τη σχέση γλώσσας-νου-κόσμου και καθιέρωσαν τη διάκριση της λέξης, ως σημείου, σε σημαινόμενο και σημαίνον. Το σημαίνον μπορεί να οδηγεί σε διαφορετικά σημαινόμενα ανάλογα με την αιτία χρήσης της λέξης αυτής καθ’ εαυτής.
 Η πιθανή δυσκολία της κατανόησης εξαλείφεται δια του παραδείγματος. Η λέξη πεζοδρόμιο σε μια συζήτηση για τον Δήμο παραπέμπει στην εικόνα και τη λειτουργικότητά του, στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης προστατεύεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος, ως οδηγούσα στο σημαινόμενο της επιτρεπτής δημόσιας συνάθροισης, και στο επίπεδο της κοινωνίας παραπέμπει συνήθως στην περιθωριακή και εν πολλοίς παραβατική συμπεριφορά. Η ίδια λέξη, ως σημαίνον, στον αντιπαραθετικό πολιτικό λόγο εννοεί την ύβρη, την υπερβολή, την αντιδεοντολογία, τη δημαγωγία, την επιδεικτική περιφρόνηση των θεσμών, και μια σειρά από υπερβολές ακτιβίστικου ή  μη χαρακτήρα προκειμένου να στηριχτεί μια ad hoc μαζική διαμαρτυρία.
 Η πρόσφατη πρωθυπουργική κατηγορία προς την αξιωματική αντιπολίτευση, ότι μετέρχεται μεθόδων της «πεζοδρομιακής δημοκρατίας», αποτελεί απάντηση στον ισχυρό πολιτικό συμβολισμό της αποχής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από τις ψηφοφορίες της Βουλής (εκτός από εκείνη που αφορά στην απαγόρευση της εισόδου ναζιστών στο Κοινοβούλιο). Αιτία της απόφασης αυτής, η συλλογική κυβερνητική αντιμετώπιση του προβλήματος των νομότυπων παρακολουθήσεων πληθώρας πολιτών και κορυφαίων θεσμικών παραγόντων από την Ε.Υ.Π.
 Είναι γεγονός ότι η επιλογή ενός κόμματος να απέχει από μια κορυφαία θεσμική διαδικασία δεν συνάδει προς τα ειωθότα μιας ευνομούμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και οφείλει να αποτελεί έσχατο μέσο πολιτικής άμυνας απέναντι σε τυχόν απόπειρα υπονόμευσης της πολιτικής ομαλότητας, αν δεν επιθυμεί να χαρακτηριστεί  φορέας ενός ανώφελου ακτιβισμού προς δημιουργία εντυπώσεων και μόνο. Μένει λοιπόν να δούμε αν η προσπάθεια αυτή εδράζεται ή όχι σε περιστατικά και γεγονότα που δικαιολογούν τον φόβο (αν όχι την πεποίθηση) διασάλευσης της ομαλής λειτουργίας του ίδιου του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
 Επί έξι και πλέον μήνες δηλητηριάζεται η πολιτική ζωή του τόπου από το πρόβλημα των νομότυπων τηλεφωνικών παρακολουθήσεων κορυφαίων πολιτικών, της ανώτατης ηγεσίας του στρατεύματος, ευρωβουλευτών, δημοσιογράφων και άλλων θεσμικών παραγόντων από την υπό άμεση πρωθυπουργική εποπτεία Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Η αντίδραση από επίσημα κυβερνητικά χείλη, ακόμα και πρωθυπουργικά, ήταν μια κλιμάκωση συγκάλυψης της υπέρβασης εξουσίας. Ξεκίνησε με την αναγνώριση    ενός μόνο λάθους, χωρίς να μας εξηγήσουν το πώς και το γιατί, ακολούθησαν δυο προσχηματικές απομακρύνσεις, απειλήθηκε και λοιδορήθηκε σε βαθμό διασυρμού η ερευνητική δημοσιογραφία που απεκάλυπτε σωρεία παρακολουθουμένων, και όταν ήλθε η επιβεβαίωση, άρχισε μια ανελέητη δημόσια σπίλωση προσωπικοτήτων προκειμένου να παρουσιαστεί ο εποπτεύων Πρωθυπουργός θύμα των εποπτευομένων του.
Ο αυτουργός στο απυρόβλητο, και ο αδιάφθορος στην πυρά των απειλών και των επιστρατευμένων δολοφόνων χαρακτήρα. Η ασυμβίβαστη με τη χυδαιότητα συνείδηση αποκαλείται απειλητικά «βαθύ λαρύγγι» και χαφιές, ενώ η εργαλειοποιημένη οσφυοκαμψία αναγορεύεται σε φρουρό των ιερών και των οσίων του έθνους και της φυλής. Ο καθένας μπορεί να χαρακτηριστεί επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια και να τεθεί υπό παρακολούθηση, χωρίς να του επιτρέπεται να μάθει τον λόγο πριν περάσουν τρία χρόνια.
Με λίγα λόγια, θα πρέπει να συνηθίσουμε να βλέπουμε τον πολιτικό να αναζητά την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του με τη ρετσινιά ότι κάποτε τον παρακολουθούσαν «νόμιμα» για λόγους εθνικής ασφαλείας, το ίδιο θα συμβαίνει με τον ανώτατο ένστολο που είναι εντεταλμένος για την ασφάλειά μας, τον δημοσιογράφο που μας ενημερώνει και τον γείτονα ή φίλο που του ανοίγουμε την καρδιά μας.
Μια ασφυκτική δυστοπία, και ένας λαός που αναζητά οξυγόνο ακόμα και στο πεζοδρόμιο, με το Σύνταγμα στο ένα χέρι και την ψήφο του στο άλλο.
Περισσότερα
Δείτε ακόμα