Χρήστος Σπίγκος: Για μια σύγχρονη Αριστερά
Η φετινή χρονιά, κατεξοχήν εκλογική, φέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προ ταυτοτικών διλημμάτων.
Θα διατηρήσουμε τα χαρακτηριστικά μιας εν δυνάμει κυβερνητικής πολιτικής δύναμης ή θα περιοριστούμε στην ευδαιμονία μιας ξεπερασμένης «ιδεολογικής καθαρότητας»;
Θα μας ενδιαφέρει το σήμερα και η άλλη μέρα της ελληνικής κοινωνίας ή θα ατενίζουμε το επέκεινα διεκδικώντας μια καλύτερη ζωή που συνεχώς απομακρύνεται;
Θα αποφασίσουμε τέλος να αξιολογούμε το εκάστοτε περιβάλλον, επικαιροποιώντας πολιτικά προτάγματα και εργαλεία, ή θα μένουμε ισόβιοι θεματοφύλακες μιας αλήθειας γραμμένης σε πέτρα, που η ζωή την προσπερνά με τον σεβασμό που δείχνουμε στον δάσκαλο που μας έμαθε γραφή και ανάγνωση, αγνοώντας το πληκτρολόγιο;
Με λίγα λόγια θα πρέπει να ξαναδούμε τα χαρακτηριστικά της Αριστεράς που διεκδικεί την εμπιστοσύνη του συμπολίτη μας, που νομίζει ότι απολαμβάνει τα επιτεύγματα της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, αλλά στην πράξη διαπιστώνει διαρκώς μια ρευστοποίηση στοιχειωδών κατακτήσεων προηγούμενων αιώνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εξ αποστάσεως εργασία που κινδυνεύει να μετατραπεί σε μηχανισμό κατάργησης του οκταώρου και της ιδιωτικότητας.
Το Κόμμα μας σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 2019-2023 αντιστάθηκε σθεναρά σε μια σειρά από νομοθετήματα που κάτω από τη λεοντή του εκσυγχρονισμού έκρυβαν ρυθμίσεις που γύριζαν τον πολίτη σε περιβάλλον εργοδοτικής ασυδοσίας. Η συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ υπάρχει στα χαρτιά, σε πολλές περιπτώσεις έχει μετατραπεί σε διαπραγμάτευση μεταξύ του αδύναμου και του πανίσχυρου αφεντικού του. Κι αυτό με τις ευλογίες μιας Κυβέρνησης, που την αόρατη αλυσίδα την παρουσιάζει ως δώρο της ελευθερίας του ατόμου.
Παράλληλα όμως με τον αγώνα που έδωσε και συνεχίζει να δίνει, δείχνει μια περίεργη επιμονή σε μια επιχειρηματολογία που δεν απαντά πειστικά σε σύγχρονες ανάγκες. Εκτιμώ ότι θα πρέπει να σκύψουμε ξανά σε κάποια ζητήματα που η ζωή τα φέρνει συνεχώς μπροστά μας, επιδιώκοντας ή να ισχυροποιήσουμε την μέχρι σήμερα αδύναμη επιχειρηματολογία μας ή να την προσαρμόσουμε στις συνθήκες μιας πραγματικότητας που άλλα προτάσσει.
Θα πρέπει δηλαδή να έχουμε πειστικά επιχειρήματα γιατί το Σύνταγμά μας απαγορεύει την ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση, αντί να θωρακίζει τα δημόσια Πανεπιστήμιά μας καθιστώντας ασυναγώνιστο το επίπεδο σπουδών που παρέχουν. Δηλαδή η ενδεχόμενη αναθεώρηση του άρθρου 16, στη θέση μιας παρωχημένης απαγόρευσης, με κάποιο τρόπο, να προβλέπει ένα σταθερό ποσοστό χρηματοδότησης επί του εκάστοτε ετήσιου προϋπολογισμού του Κράτους και να θέτει ασφαλιστικές δικλείδες στον τρόπο λειτουργίας των ιδιωτικών ΑΕΙ. Θυμίζω ότι πριν από αρκετές δεκαετίες ήταν υποτιμητικό να είσαι μαθητής ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, γιατί απλά τα δημόσια παρείχαν υψηλού επιπέδου μόρφωση.
Επισημαίνω, ότι μια αριστερή διακυβέρνηση διακρίνεται από την κατάσταση που επικρατεί στη δημόσια Υγεία και στη δημόσια Παιδεία, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στους χώρους αυτούς. Άλλωστε είναι οξύμωρο να επιτρέπονται ιδιωτικά νοσοκομεία και όχι ιδιωτικά Πανεπιστήμια, και ακόμα πιο ανακριβές να θεωρούν κάποιοι, ότι για το επίπεδο που βρίσκεται σήμερα η δημόσια νοσοκομειακή περίθαλψη ευθύνεται το κάθε Διαβαλκανικό και όχι η ακραία φιλελεύθερη πολιτική της Νέας Δημοκρατίας που υποχρεώνει τα νοσοκομεία μας να λειτουργούν υπό καθεστώς τραγικής υποστελέχωσης και οικονομικής ασφυξίας.
Η εμμονή σε μια ενδεχόμενη ορθότητα του χθες, που σήμερα αποδεικνύεται εντελώς ανώφελη, αποδυναμώνει τη δική μας αλήθεια προς όφελος άλλων ανάλγητων πολιτικών, που ρητορικά δείχνουν ότι συμβαδίζουν με τη διεθνή πραγματικότητα, ενώ στην πράξη επιδιώκουν την κατεδάφιση του δημόσιου Πανεπιστήμιου και του ΕΣΥ.
Υπάρχουν κι άλλα ζητήματα που οφείλουμε να μας απασχολήσουν στον εσωκομματικό διάλογο, για να αποκαλυφθούν οι εκ δεξιών πολιτικοί μας αντίπαλοι, που χρησιμοποιούν τον εύηχο λόγο του εκσυγχρονισμού για να κρύψουν πραγματικές αντιλαϊκές προθέσεις και επιδιώξεις.