Χρήστος Σπίγκος: Γάμος ομοφύλων
Ένα συνηθισμένο θέαμα είναι να παρατηρείς σε θρησκευτικές τελετές την υποκριτική στάση κάποιων πολιτικών, με ή χωρίς εισαγωγικά. Ο λόγος κυρίως για όσους έχουν το κουράγιο να δηλώνουν δημοσίως άθεοι, χωρίς να αντιλαμβάνονται τι ψυχική δύναμη απαιτεί η ανθρώπινη πορεία, χωρίς την ανάγκη της νοερής προσφυγής σε κάποια θεία δύναμη. Πόσο καταγέλαστος είναι κάποιος, που περιγελά κάθε τι που σχετίζεται με το τελετουργικό της Εκκλησίας και ταυτόχρονα ακολουθεί Επιτάφιο ή παρακολουθεί στην πρώτη σειρά των καθισμάτων την κυριακάτικη λειτουργία, σκεπτόμενος τις χειραψίες που θα ανταλλάξει με το υπόλοιπο ποίμνιο εξερχόμενος του ναού.
Η αγωνία της ψήφου υπερτερεί της κοινής λογικής και βλέπει το εκλογικό σώμα ως αληθινό ποίμνιο, αγόμενο και φερόμενο από την εικόνα και όχι την ουσία. Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται και η επίσημη πολιτεία τον χριστεπώνυμο ελληνικό λαό. Κάθε φορά που η Εκτελεστική εξουσία καλείται να φέρει προς νομοθέτηση κάποια ρύθμιση που άπτεται, έστω και κατ´ ελάχιστον, του πυρήνα της εδώ επικρατούσας θρησκείας, τα μέλη της Νομοθετικής εξουσίας δείχνουν μια ανησυχία σε βαθμό πανικού.
Αναλογιζόμενοι την ενδεχόμενη αντίθετη άποψη της κατά τόπους εκκλησιαστικής ηγεσίας, προσεγγίζουν τα «επικίνδυνα» νομοσχέδια με τη λογική του κόστους-οφέλους σε επίπεδο προσωπικών σταυρών. Ιδιαίτερα αυτό ισχύει για τους βουλευτές της επαρχίας, όπου μια ενδεχόμενη εκκλησιαστική αντίθεση μπορεί να μετατραπεί σε εχθροπαθή στάση του τοπικού εκλογικού σώματος κατά του «αμαρτωλού» κοινοβουλευτικού εκπροσώπου τους. Στις περιπτώσεις αυτές, το καταφύγιο του ψοφοδεούς βουλευτή είναι η αποχή ή η καταψήφιση για λόγους «συνείδησης». Δηλαδή, μια άλλη μορφή της υποκρισίας που περιγράψαμε παραπάνω.
Η Εκκλησία μας δικαιούται και υποχρεούται να εκφράζει τη θεολογική της άποψη επί παντός επιστητού, αρκεί να μην επιδιώκει τη μετατροπή του κατηχητικού λόγου σε επιβολή, αξιοποιώντας τη μεγάλη επιρροή που διαθέτει. Και από την άλλη πλευρά οι τριακόσιοι νομοθέτες μας οφείλουν να νομοθετούν με γνώμονα την επίλυση των εκάστοτε αναφυομένων προβλημάτων, μην υπολογίζοντας το πολιτικό κόστος.
Ο σεβασμός της Εκκλησίας απεριόριστος. Αδιαπραγμάτευτη και η υποχρέωση της Πολιτείας να επιλύει προβλήματα της καθημερινότητας, που αδυνατεί η κάθε θρησκεία να επιλύσει στο πεδίο της πραγματικότητας, είτε γιατί δεν το είχε περιλάβει στα θεμελιώδη κείμενά της είτε γιατί η πραγματιστική προσέγγισή τους απαιτεί θεμελιακή αναθεώρηση δομικών στοιχείων του ίδιου του δόγματος. Για το λόγο αυτό η Εκκλησία μας, εφαρμόζοντας το «Αγαπάτε Αλλήλους» που αποτελεί το θεμέλιο της Χριστιανικής Ορθοδοξίας, ανέχεται την ομοφυλοφιλία, αλλά αδυνατεί να επιλύσει προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ομοφυλόφιλοι στο επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γάμος. Με βάση τα όσα σοφά έχουν γραφεί και ακούγονται στους ιερούς ναούς κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του γάμου, δεν είναι δυνατόν να υφίσταται θρησκευτικός γάμος, και άρα και οικογένεια, μεταξύ ομοφύλων, γιατί, πλην των άλλων, δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί η θεία εντολή «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γην».
Με βάση όμως την πραγματικότητα, το ισχύον νομοθετικό μας πλαίσιο αναγνωρίζει ως οικογένεια ένα ομόφυλο ζευγάρι με παιδιά που κάποια θα έχουν υιοθετηθεί από το ένα άτομο και κάποια από το άλλο. Μην αναγνωρίζοντας όμως τον γάμο μεταξύ ομοφύλων, ένα παιδί που ζει αρμονικά σ’ ένα ομόφυλο ζευγάρι κινδυνεύει να γυρίσει στο ορφανοτροφείο μετά τον θάνατο του ατόμου που το υιοθέτησε, γιατί το άλλο άτομο του ζεύγους δεν έχει κανένα δικαίωμα στο παιδί αυτό.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο αναγνωρίζει τον γάμο ομοφύλων και άρα την τεκνοθεσία, ώστε το παιδί να μην κινδυνεύει να επιστρέψει στο ορφανοτροφείο μετά τον θάνατο του ενός εκ των δύο ομόφυλων θετών γονέων του. Συνελόντι ειπείν, το προτεινόμενο νομοσχέδιο, πλην των άλλων, επιλύει ένα σοβαρότατο υπαρκτό πρόβλημα, που αφορά σε μια κατηγορία παιδιών της σύγχρονης ζωής μας, και το οποίο η Εκκλησία, δικαίω τω λόγω, αδυνατεί να δώσει λύση.
Εν κατακλείδι η αναγνώριση του δικαιώματος του γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια δεν είναι μοντερνισμός, αλλά γέννημα ανάγκης και σεβασμού προς το παιδί που η φύση το προικίζει με τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τον γονιό του, πριν μάθει να διαβάζει αναλύσεις DNA.