ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΤΟ 1940-1941 (Διασκευή αφήγησης)

Γράφει ο Χρήστος Π. Ίντος
“Ο χειμώνας του 1940 – 41 ήταν πολύ βαρύς. Δεν αντέχονταν με τίποτα. Λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου σαν άρχισε να χιονίζει, σταμάτησε σχεδόν όταν τέλειωσε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Προχωρούσαμε, χιόνιζε. Σταματούσαμε να ξεκουραστούμε, χιόνιζε.
Πολεμούσαμε, χιόνιζε. Έφθασε το χιόνι ίσα με το μπόι μας. Δρόμοι και μονοπάτια, όλα κλειστά από τον δεύτερο μεγάλο εχθρό μας, τον κακό καιρό. Ένας ο Μουσολίνι και ο άλλος το χιόνι. Στον πρώτο ρίχναμε με τα κανόνια και τα όπλα και οι δικοί του το έβαζαν στα πόδια. Τον δεύτερο, το χιόνι, πως το πολεμάς;

Από τον πόλεμο του 1940-41
Οι κοντοί σχεδόν χάνονταν. “Πάρτε τα φτυάρια έλεγε ο αξιωματικός ή ο λοχίας, πρέπει να ανοίξουμε διάβαση”. Εμείς στο πυροβολικό έπρεπε να σύρουμε και τα κανόνια. Τα άλογα σχεδόν κολυμπούσαν στο αφράτο στρώμα και δεν ξέραμε που πατούσαν αυτά και που εμείς. Πέντε δέκα μέρες είπαμε, θα σταματήσει.
Τίποτα! Που το βρήκε ο Θεός τόσο χιόνι! Σε ποιες αποθήκες του ουρανού το είχε κρυμμένο; Τον παρακαλούσαμε, όπως και την Παναγία και όλους τους Αγίους, να σταματήσει. Όταν σταματούσε και είχε κάποια βράδια ξαστεριά τα πράγματα χειροτέρευαν. Ο αφρός γινόταν κρύσταλλο. Έπινε πάνω μια ξερή, παγωμένη κρούστα και άιντε να την πατήσεις, να την περπατήσεις.

Βορειοηπειρώτισσες ανοίγουν δρόμο για τον Ελληνικό Στρατό
Παλέψαμε με τον καιρό, είχαμε και τις απώλειες. Οι αρβύλες χαλούσαν, έχασκαν μπροστά σαν στόματα λάμιας που θέλει να σε καταπιεί. Έμπαζαν κρύο και πάγο. Τα πόδια μαράζωναν. Η κάλτσα γίνονταν ένα με το δέρμα. Περνούσαν οι μέρες και δεν άργησαν να φανούν χιονίστρες, κρυοπαγήματα, άνοιγαν τα πόδια.
Ήταν να λυπάσαι και κλαις, όχι μόνο για το δικό σου πάθημα αλλά και για τον συναδέλφων σου. Κάποιοι υπέφεραν πολύ. Άλλοι έμειναν πίσω. Τους έπαιρναν σηκωτούς, σχεδόν στα τελευταία τους, τους πήγαιναν μετόπισθεν, στα αναρρωτήρια, στα νοσοκομεία. Που ξέραμε που ήταν, πως πορεύονταν, που κατέληξαν!
Οι άλλοι προχωρούσαμε, υπακούαμε στις διαταγές, δυσκολίες ξεδυσκολίες, είχαμε κουράγιο. Έπρεπε να κυνηγήσουμε τον άτιμο που μας κήρυξε τον πόλεμο. Οι αξιωματικοί μας, μπράβο τους, έδιναν το καλό παράδειγμα, παλικάρια όλοι. Παίρναμε δύναμη από αυτούς τους λεβέντες και γινόμασταν ακόμη πιο δυνατοί. Έτσι νικούσαμε τον εχθρό της Πατρίδας, νικούσαμε και το χιόνι! Αχ, εκείνο το χιόνι!
Κάποτε όλα τελείωσαν, πήγε στον αγύριστο ο Μουσολίνι, μας βάρεσαν πισώπλατα οι Γερμανοί, τι να λέμε, πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Το χιόνι έλιωνε στα βουνά και στις ραχούλες και μεις σε δρόμους λασπωμένους ψάχναμε να βρούμε την κατεύθυνση, ο καθένας για την πόλη ή το χωριό του.
Δόξα τω Θεώ, μεγάλη μπόρα, σωθήκαμε πολλοί από τον πόλεμο και τα χιόνια! Που να ξέραμε τι μας περίμενε….. Πως θα αλληλοσκοτωθούμε…..!”.



