Αρθρογραφία

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ ΚΑΙ Ο ΗΡΩΪΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΚΑΜΠΑΝΗ (Μαρτυρία του γιου του)

Γράφει ο Χρήστος Π. Ίντος

Η ηρωική προέλαση του Ελληνικού Στρατού κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912), η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και οι επιτυχίες των ως τότε συμμάχων μας (Σέρβων, Βουλγάρων και Μαυροβούνιων) στο βαλκανικό μέτωπο οδήγησαν την Τουρκία στην υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου στις 19 Μαΐου 1913.

Η Βουλγαρία θρεμμένη και γαλουχημένη τον 19ο αιώνα με την πανσλαβιστική ιδέα και τον πόθο καθόδου της στο Αιγαίο δεν περιορίστηκε στην κατοχή των εδαφών που κατέλαβε. Αξίωνε την παράδοση στην ίδια της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες και του Μοναστηρίου από τους Σέρβους. Η αξίωση αποκρούστηκε από τους συμμάχους και επιχείρησαν μυστική επίθεση εναντίον του βουλγαρικού στρατού στις 17 Μαΐου 1913.

Είχαν προηγηθεί βουλγαρικές επιθέσεις στη Νιγρίτα και στο Πολύκαστρο. Ο στρατηγός Χασαψίεφ στις 17 Ιουνίου κατέφθασε στη Θεσσαλονίκη. Η επίσκεψη και  παραμονή του στην πόλη αποκρούστηκε από την ελληνική πλευρά και διατάχθηκε  η αποχώρηση της εκεί βουλγαρικής φρουράς. Ο ακήρυκτος πόλεμος μεταξύ 16-18 Ιουνίου 1913 ήταν πια επίσημος και η κύρια φάση του διαδραματίστηκε στη γραμμή Κιλκίς  – Λαχανά. Σε ένα μεγάλο τμήμα του Νομού μας και κυρίως γύρω από την πρωτεύουσά του, το Κιλκίς.

Από τις ελληνικές δυνάμεις οκτώ μεραρχίες είχαν αναλάβει το έργο της επίθεσης και της εκδίωξης του εχθρού. Οι τέσσερις κατευθύνθηκαν προς το ίδιο το Κιλκίς. Αυτές οι δυνάμεις θα έπρεπε το λιγότερο να σταματήσουν την τυχόν προέλαση των αντιπάλων προς τα νότια. Για ένα διήμερο η περιοχή του Κιλκίς παραδόθηκε στη φωτιά και σε όλο το μέτωπο οι ελληνικές δυνάμεις σημείωσαν επιτυχίες. Από τον ποταμό Γαλλικό ως τον Αξιό εκτοπίζονταν οι αντίπαλοι από τις οχυρωμένες θέσεις τους και γκρεμίζονταν μαζί και το όνειρό τους για κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Μια από τις μεραρχίες που διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στη διεξαγωγή του αγώνα ήταν η 4η με διοικητή τον Υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο στάθμευσε το Μάρτιο του 1913 στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια στον Λαγκαδά, στο Ωραιόκαστρο και τις παραμονές της μάχης του Κιλκίς, 18 Ιουνίου, στο Μελισσοχώρι. Μονάδα της ήταν και το 8ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο είχε διοικητή το Συνταγματάρχη πεζικού Αντώνιο Καμπάνη. Αρχικά το σύνταγμα αυτό είχε τον καταυλισμό του στον Δρυμό και μετά τις 27 Μαΐου στο Μελισσοχώρι.

Μαζί με το 9ο σύνταγμα και με εφεδρικό το 11ο της ίδιας Μεραρχίας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχης, όταν το Γενικό Στρατηγείο στις 18 Ιουνίου διέταξε γενική επίθεση κατά του εχθρού από την επόμενη ημέρα. Εκεί επιτέθηκε και διεξήγαγε νικηφόρο αγώνα κατά των βουλγαρικών δυνάμεων που κατείχαν τη γραμμή Μάνδρες – Ξυλοκερατιά. Τα ίδια συντάγματα μετά τις επιτυχίες τους και με τη συνδρομή 2ης, 3ης και 5ης Μεραρχίας επιτέθηκαν κατά του Κιλκίς και το κατέλαβαν.

Ο Συνταγματάρχης Αντώνιος Καμπάνης (πηγή Νίκος Καμπάνης)

Ο Συνταγματάρχης Καμπάνης ήταν ευγενικός νησιώτης, γεννημένος στη Άνδρο το 1857. Άφησε την πνοή του ηρωικά μαχόμενος στη δίνη της φοβερής μάχης του Κιλκίς στις 20 Ιουνίου του 1913 κοντά στο σημερινό οικισμό που φέρει το όνομά του. Αγωνίστηκε στο Σαραντάπορο, μετά τη μάχη των Γιαννιτσών εισήλθε με συναδέλφους του στη Θεσσαλονίκη. Πολέμησε στη Μανωλιάσα, αγωνίστηκε στις επιθέσεις κατά των Ιωαννίνων, είδε την Ήπειρο ελεύθερη. Επανήλθε στη Μακεδονία με την Μεραρχία του και έπεσε ένδοξα στον τόπο μας. Είναι ο πρώτος ανώτατος Έλληνας αξιωματικός που θυσιάστηκε, όπως και άλλοι στη συνέχεια, στην ομώνυμη μάχη.

Ο γιος του Δημήτριος (1887-1977) σε προσωπικό του ημερολόγιο της περιόδου 1912-1913 αναφέρεται στα γεγονότα των Βαλκανικών Πολέμων και στον θάνατο του πατέρα του. Πήρε και ο ίδιος μέρος στον πόλεμο εθελοντής χωρίς να το γνωρίζει ο πατέρας του. Μεταξύ των άλλων έγραψε: «…Το πρωί της 21ης Ιουνίου 1913, κατά τις 7.30 ή 8 με καλεί στο γραφείο του ο Επιτελάρχης Δούσμανης και μου λέγει: «Ο πατέρας σου πληγώθηκε. Πήγαινε να τον βρεις, ίσως χρειάζεται τη βοήθειά σου». Φώναξε επίσης και έναν συνάδελφο – τον Σπύρο Μεταξά – και τον διέταξε να με συνοδεύσει για να με προπαρασκευάσει, αφού τον πληροφόρησε, ότι ο πατέρας μου ήταν νεκρός. Μια βολιδοφόρος του είχε στείλει όλα της τα βλήματα στο στήθος του.

Ξεκινήσαμε. Ο ήλιος έκαιγε, ο κάμπος όλος ήταν γεμάτος φωτιές από τα σιτάρια που καίγονταν και τις οβίδες που έσκαγαν όπου υπήρχαν συγκεντρώσεις. Όπως βγαίναμε από το χωριό (Μπάλτζα-Μελισσοχώρι), μας σταμάτησε ο διοικητής της ίλης Φρουράς του Στρατηγείου (υπήρχε ένα τάγμα για την ασφάλειά του) ίλαρχος Γεωργόπουλος – ένας καλοκάγαθος άνθρωπος: «Πού πάτε, παιδιά;» μας ρώτησε. Του το είπαμε. (Ίσως γνώριζε την είδηση). «Με τα πόδια είναι αδύνατο να κάνετε τίποτε, θα σας δώσω δύο μουλάρια». Τον ευχαρίστησα, τον ρώτησα όμως τι θα τα έκανα, αν χρειάζονταν να τα αφήσω. Μου έδωσε εντολή να τα παραδώσω σε οποιαδήποτε μονάδα, αρκεί να έλεγα πως είναι του Στρατηγείου.

Μετά ωρών περιπλάνηση, για να βρούμε το 8ο Σύνταγμα, μέσα από το πεδίο της μάχης που φλέγονταν, ρωτώντας όσους συναντούσαμε, φτάσαμε σε μια μεγάλη σκηνή που είχε τη σημαία του Ερυθρού Σταυρού: Ήταν το χειρουργείο της IV Μεραρχίας. Απέξω, εκατοντάδες τραυματίες περίμεναν τη σειρά τους, για να τύχουν βοήθειας. Ο Μεταξάς πήγε προς τη σκηνή για να ρωτήσει. Εκείνη όμως τη στιγμή είδα τον υποκόμο του πατέρα, ο οποίος κρατούσε όλα τα πράγματά του. Μόλις με αναγνώρισε, με αγκάλιασε κλαίοντας. Κατάλαβα (Καρδισμένος ήταν το όνομά του. Αργότερα έμαθα πως πήγε στην Αμερική. Έκτοτε τον έχασα.) Μπήκα στη σκηνή, και πάνω σε ένα φορείο είδα τον πατέρα. Είχε τα μάτια ανοιχτά, το πρόσωπο γελαστό και ευχαριστημένο. Μόνο το στήθος του ήταν γεμάτο τρύπες. Στα χέρια φορούσε γάντια καλοκαιρινά χακί, αλλά ήταν σκισμένα και κρεμασμένα. Κατάλαβα ότι είχαν κοπεί τα δάχτυλά του. Αργότερα, όταν είδα τα κιάλια του, που ήταν και αυτά γεμάτα βλήματα, αντιλήφθηκα πως η οβίδα είχε σκάσει την ώρα που τα σήκωνε για να παρατηρήσει τις εχθρικές θέσεις.

Το θέαμα για μένα ήταν τραγικό, αλλά μεγαλύτερη ακόμη συγκίνηση μου προξένησαν οι εκατοντάδες τραυματίες του Συντάγματός του που περνούσαν και τον ασπάζονταν κλαίγοντας. Άκουσα μερικούς να λένε: «Ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος, αγαπούσε τους άνδρες του». Νομίζω πως ο επικήδειος αυτός – αν μπορούσε να τον ακούσει – θα τον είχε απολύτως ικανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε τους άνδρες του και για να προστατεύσει τη ζωή τους σκοτώθηκε ο ίδιος. Ιδού πως: το πρωί εκείνο, του είχε δοθεί η διαταγή του Βασιλέως για την κατάληψη του Κιλκίς με κάθε θυσία. Το βουλγαρικό πυροβολικό θέριζε το 8ο που δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο διοικητής του που ήταν στην πρώτη γραμμή με τον υπασπιστή του, λοχαγό Τσολακόπουλο – Ρέμπελο, και τον ίλαρχο Π. Μάνο, ήταν σύνδεσμος της μεραρχίας (από αυτούς έμαθα πως πέθανε), στενοχωριόταν, και κάποια στιγμή είπε: «Θα πρέπει να εξακριβώσουμε από ποιο σημείο βάλλει το βουλγαρικό πυροβολικό, για να ειδοποιήσουμε το δικό μας». Οι δύο αξιωματικοί του ξεκίνησαν για να κάμουν την παρατήρηση, αλλά τους σταμάτησε λέγοντας: «Αφήστε, θα πάω εγώ. Εσείς είστε νέοι, εγώ έφαγα τα ψωμιά μου (ήταν 55 ετών). Προχώρησε λίγα βήματα σε ένα ύψωμα, αλλά μόλις σήκωσε τα κιάλια του, έσκασαν γύρω του οβίδες, τον χτύπησαν και έμεινε στον τόπο.

Ο Συνταγματάρχης Αν. Καμπάνης με το επιτελείο του λίγο πριν τη Μάχη του Κιλκίς, (πηγή, ΓΕΣ:ΔΙΣ)

Ο διευθυντής του γραφείου, που τον ρώτησα για την ταφή του (νόμιζα πως θα τον θάβαμε εκεί), με πληροφόρησε ότι ο Μέραρχος είχε διατάξει να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου θα γινόταν η κηδεία. Καθισμένος κοντά στα πόδια του, περίμενα ως αργά τη νύχτα να έρθει το τρένο. Τον έβαλαν με τραυματίες που βογκούσαν και άλλους νεκρούς. Θεωρώ περιττό να περιγράψω τη νύχτα που πέρασα. Την επόμενη το απόγευμα η κηδεία έγινε στη Θεσσαλονίκη και τάφηκε στο νεκροταφείο της, (Δ. Α. Καμπάνης, Αναμνήσεις του πολέμου και της ειρήνης, Αθήνα  1983, σ. 121-125).

Η τόλμη και η γενναιότητα των Ελλήνων, όπως του Καμπάνη, ματαίωσαν τα σχέδια των Βουλγάρων. Το πρωί της 21ης Ιουνίου του 1913 ο ελληνικός στρατός έμπαινε στο Κιλκίς. Μετά την πτώση και του υψώματος 270 τελείωσε μια σκληρή και επώδυνη αναμέτρηση δύο λαών, τους οποίους η μοίρα όρισε να ζουν τόσο κοντά αλλά και πολλές φορές να συγκρουστούν.

Οι μάχες τελείωσαν, τα οχυρά άδειασαν. Εκατοντάδες κορμιά κάλυψαν τη ματωμένη γη. Τα κανόνια και τα οπλοπολυβόλα είπαν το δικό τους τραγούδι στα υψώματα του Κιλκίς, στις λαγκαδιές και στα ποτάμια. Το Κιλκίς στην ελληνική ιστορία έγινε σύμβολο που διδάσκει την αποφασιστικότητα, το τι αποτελέσματα μπορούν να φέρουν η συνεργασία πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, όταν υπάρχει σύμπνοια. Τι μπορούμε να πετύχουμε,  όταν όλοι πιστέψουμε στις δυνάμεις μας.

Ο αντίπαλος στρατός, για τον οποίο είχε καλλιεργηθεί ο μύθος του αήττητου, διαλύθηκε σε λίγο καιρό. Στο Κιλκίς δεν ανοίχτηκε ο τάφος της Ελλάδος, όπως πίστευαν οι αντίπαλοι αλλά «..η οχυρωματική απώλεσε την αξία της, η λόγχη κατίσχυσε πάσης τακτικής…», σημείωσε ο Γάλλος ταγματάρχης Σαρπύ. Και οι Τάιμς του Λονδίνου έγραψαν: «…Παρ΄ όλον το θερινόν καύμα της εποχής οι Έλληνες μετ΄ ανελπίστου σχεδόν επιτυχίας αντέταξαν  αξιοσημείωτον ταχύτητα εν τη προελάσει…».

Η σημασία και η σπουδαιότητα για την Ελλάδα της μάχης του Κιλκίς, της θυσίας του Καμπάνη και τόσων άλλων αξιωματικών και οπλιτών ήταν μεγάλης σημασίας. Διαφορετική θα ήταν η πορεία του ελληνισμού, αν το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο από εκείνο που επιτεύχθηκε.

Με τις μάχες γύρω και μέσα στο Κιλκίς δεν νικήθηκε μόνο ο αντίπαλος αλλά διασφαλίστηκε η ελευθερία της Μακεδονίας και της Θράκης. Η Ελλάδα στο διπλωματικό πεδίο μπόρεσε να διεκδικήσει με σθεναρή φωνή και επιμονή ό,τι δικαιωματικά της άνηκε.

Περισσότερα

ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΖΑΝΙΑ (ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΕΣ – ΑΜΒΥΚΕΣ) ΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ (Δραστηριότητα που σχεδόν χάθηκε)

Τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο στη Γουμένισσα λειτουργούσαν πολλά καζάνια, οι γνωστοί αποστακτήρες ή άμβυκες, εγκαταστάσεις απόσταξης τσίπουρου. Τις φθινοπωρινές […]

Δείτε ακόμα