Αρθρογραφία

Γλέντια και θεάματα παλιά στο πανηγύρι της Γουμένισσας (Δεκαπενταύγουστος)

Εκδήλωση χορών στη Γουμένισσα τη δεκαετία του 1890, (αρχείο Χρ. Π. Ίντου)

Γράφει ο Χρήστος Π. Ίντος

Κάθε πανηγύρι στην Πατρίδα μας έχει το θρησκευτικό και το κοσμικό του μέρος. Το πρώτο περιλαμβάνει θρησκευτικές τελετές στον ναό που πανηγυρίζει και το δεύτερο γιορτές και γλέντια που διοργανώνουν πολίτες, φορείς και σύλλογοι επ΄ ευκαιρία της τοπικής εορτής.

Στην κωμόπολη της Γουμένισσας από την εποχή της συστάσεως του οικισμού κεντρική γιορτή και πανήγυρις ήταν και είναι ο Δεκαπενταύγουστος. Ημέρα μνήμης και τιμής στην Κοίμηση και τη Μετάσταση της Θεοτόκου, αφού σε αυτό το γεγονός ήταν και είναι αφιερωμένος ο παλαιότερος ναός του τόπου, της Παναγίας. Το πανηγύρι και στις δύο διαστάσεις του από παλιά διαρκούσε από τις 14 ως και τις 17 Αυγούστου.
Για το θρησκευτικό μέρος του, για τον ναό και το φυλασσόμενο εκεί ιερό Εικόνισμα της Παναγίας, από το 1975 και εντεύθεν, έχουμε γράψει πολλά. Στο παρόν σημείωμα, γραμμένο παλιά αλλά αδημοσίευτο, παραθέτουμε στοιχεία για το κοσμικό μέρος του πανηγυριού, μερικά από όσα περιλάμβανε παλιά ως και τις δυο πρώτες δεκαετίες (1950,1960) της μεταπολεμικής περιόδου.
Εντός του οικισμού υπήρχαν ελεύθεροι χώροι στους οποίους τις ημέρες των εορτών και ιδιαίτερα του Δεκαπενταύγουστου συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι και έστηναν μετά τις Θείες Λειτουργίες χορούς. Το καλύτερο και μεγαλύτερο χοροστάσι βρίσκονταν στα βόρεια του ναού της Παναγίας, σε αλώνι που τις ημέρες της γιορτής ήταν το επίκεντρο εκδηλώσεων. Προείχαν οι χοροί με τη συμμετοχή κατοίκων τη κωμόπολης και της ευρύτερης περιοχής συνοδεία τοπικών μουσικών οργάνων. Κυριαρχούσαν οι ζουρνάδες. Δεν έλειπαν οι γκάιντες. Μερικοί κάτοικοι ήταν επιδέξιοι χειριστές του πνευστού αυτού παραδοσιακού μουσικού οργάνου. Πολλοί και πολλές επιδείκνυαν τις χορευτικές τους ικανότητες σύροντας τοπικούς χορούς. Αυτοί ήταν και είναι πολλοί και εντυπωσιακοί.
Την ίδια ή άλλη πλησιέστερη προς την εορτή ημέρα διεξάγονταν αγώνες πάλης. Συμμετείχαν άνδρες του τόπου που ασχολούνταν με το άθλημα ή ήταν καλεσμένοι από άλλες περιοχές, ιδιαίτερα από τη Θράκη. Ήταν οι λεγόμενοι πεχλιβάνηδες με τα λαδωμένα πριν την πάλη σώματα. Μετά από αγώνα, που και αυτός συνοδεύονταν από μουσική ζουρνάδων, αναδεικνύονταν ο νικητής. Το έπαθλο ήταν ζωντανό αρνί, θερμό χειροκρότημα και επευφημίες των θεατών.
Μεγάλο χοροστάσι υπήρχε και στην γειτονιά των Μουσικών, επί της σημερινής οδού Γιαννιτσών, σκιασμένο από τεράστιο καραγάτσι. Εκεί έστηναν χορό οι περίοικοι με τη συνοδεία πλήθος μουσικών οργάνων. Τα μουσικά συγκροτήματα των ζουρνάδων που συμμετείχαν, εντυπωσίαζαν με την ερμηνεία και το κέφι τους, όπως και οι χορευτές. Πέρα από τα δύο αυτά κύρια χοροστάσια, γύρω από τον οικισμό και κοντά σ΄ αυτόν, υπήρχαν και άλλα μικρότερα. Σε όλα διοργανώνονταν γλέντια και χοροί τον Δεκαπενταύγουστο, το Πάσχα, την Αποκριά, την Πρωτομαγιά.
Από τη δεκαετία του 1920 και μετά οι εκδηλώσεις μεταφέρθηκαν σε κεντρικότερα σημεία του οικισμού. Το κύριο χοροστάσι συμπεριλήφθηκε σε νέο σχέδιο του οικισμού για τη δημιουργία κατοικιών προς αποκατάσταση των εκριζωμένων Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πανηγυρικές εκδηλώσεις οργανώνονταν πλέον στις πλατείες και σε καταστήματα. Κάποια, όπως έχουμε δημοσιεύσει παλαιότερα, είχαν φροντισμένο περιβάλλοντα χώρο για τον σκοπό αυτό.
Τη δεκαετία του 1930, όπως και ήρεμες ημέρες εορτών της ταραγμένης δεκαετίας του 1940, είχαν αλλάξει πολλά σε σχέση με παλαιότερα. Οι γυναίκες, ιδιαίτερα οι νέες που είχαν οικονομική δυνατότητα, ντύνονταν με τον σύγχρονο της εποχής τρόπο και πολλοί άντρες με κουστούμια και φορούσαν καβουράκια Στα γλέντια για αυτούς κυρίαρχο μουσικό όργανο ήταν το γραμμόφωνο. Δεν έλειπαν και δεν έλειψαν ποτέ τα παραδοσιακά όργανα. Εμφανίζονταν και λατέρνα. Προσέλκυε το ενδιαφέρον πολλών, ιδιαίτερα των παιδιών που την ακολουθούσαν. Κάποιοι μεγάλοι στην ηλικία αναρωτιόνταν, πως ήταν δυνατόν το στολισμένο κουτί να παίζει τραγούδια με την περιστροφή μικρής μανιβέλας!
Πέρα από τα πολλά παραδοσιακά όργανα και τους σπουδαίους οργανοπαίκτες που υπήρχαν στον τόπο, ζουρνάδες, νταούλια, γκάιντες πλήθυναν οι δεξιοτέχνες και άλλων μουσικών οργάνων. Αρκετοί έπαιζαν ακορντεόν, κάποιοι λίρα, εμφανίστηκαν μαντολίνα, κιθάρες, ούτι, μπουζούκι. Από δασκάλους με καλλιτεχνική φλέβα, όπως ήταν οι Γεραντώνης, Σαραλής, Σταμπουλής δημιουργήθηκαν μαντολινάτες που έδιναν το παρόν σε εκδηλώσεις. Αποτέλεσαν φυτώρια μουσικής παιδείας στη Γουμένισσα. Σε αυτό συνέβαλε και ο συντοπίτης Αθανάσιος Παπαστεργίου. Την ίδια περίοδο στη Γουμένισσα υπήρξε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Τοπικοί σύλλογοι, αθλητικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί, επαγγελματικοί, δεν ήταν λίγοι την εποχή εκείνη στον τόπο μας, διοργάνωναν χορούς, εσπερίδες και συμμετείχαν στο πανηγύρι.
Την μεταπολεμική περίοδο με πρωτοβουλία της τοπικής Κοινότητας και του Επάρχου Παιονίας διαμορφώθηκαν νέοι χώροι διασκέδασης και οργάνωσης του πανηγυριού και άλλων εκδηλώσεων. Επίσης ο παρακείμενος χώρος, ο μεταξύ της πλατείας και του διδακτηρίου, όπου σήμερα οι οικοδομές Ιακωβίδη και Αλευρά. Στην έξοδο του οικισμού προς το Στάθη υπήρχαν άλλοι δύο κοινόχρηστοι.
Σε όλους αυτούς τους χώρους, πλην της κεντρικής πλατείας, δημιουργήθηκαν πίστες χορού, όπου τον Δεκαπενταύγουστο και σε άλλες γιορτές διοργανώνονταν γλέντια με τοπικές μουσικές και με συγκροτήματα έντεχνης μουσικής καλεσμένα από αστικά κέντρα, κυρίως από τη Θεσσαλονίκη. Στην κεντρική πλατεία δέσποζε η υπάρχουσα και σήμερα κεντρική κρήνη και από το τέλος της δεκαετίας του 1940 το κέντρο της πλατείας το στόλιζε καλαίσθητο σιντριβάνι. Για αρκετά χρόνια η πλατεία ονομάζονταν πάρκο. Είχε περιμετρικά κήπους και παγκάκια για τους επισκέπτες της και ελεύθερο χώρο να κινούνται οι πολίτες κάθε ηλικίας. Το ίδιο συνέβαινε και με το κάτω από αυτήν μεγάλο σταυροδρόμι.
Τα καφενεία της πλατείας και κάποια εκτός αυτής, μεμονωμένα ή συμπράττοντας, έφερναν στο πανηγύρι, όπως προαναφέρθηκε, με δαπάνη τους, ορχήστρες από άλλα μέρη. Το ρεπερτόριο περιλάμβανε τραγούδια όλου του καλλιτεχνικού φάσματος. Δημοτικά, έντεχνα, λαϊκά, ελαφρά, ρεμπέτικα. Ερμηνεύονταν από τις γνωστές της εποχής ντιζέζ (από το γαλλικό diseur – diseuse). Τραγουδίστριες, ντυμένες με φανταχτερά ρούχα και πλούσια ντεκολτέ. Ο κόσμος τις αποκαλούσε “ντιζέζες”.
Πέραν του ανδρικού πληθυσμού που με τις σύγχρονες κυρίες της εποχής διασκέδαζε, το φιλοθεάμον κοινό ήταν πολύ μεγαλύτερο. Από όλες τις γωνίες της πλατείας παιδιά, άνδρες, γυναίκες, γριές και νέες, παρακολουθούσαν και απολάμβαναν το θέαμα και τα τραγούδια. Ήταν αναπόφευκτη η κριτική για την ντιζέζ, τους μουσικούς, το ντύσιμο των καλλιτεχνών και του κοινού. Από τα τραγούδια της εποχής έγιναν πασίγνωστα: “Μια κότα στρουμπουλή, μια κάτασπρη πουλάδα…” (Γ. Οικονομίδη – Ν. Γούναρη), “Γαρύφαλλο στ΄ αυτί και πονηριά στο μάτι..” (Βασ. Αυλωνίτη – Μ. Χατζηδάκι), “Αυτός ο άλλος” (Νικ. Γούναρη), “Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω” (Αλ. Σακελλάριου – Μ.Χατζηδάκι – Γρ. Μπιθικώτση), “Αγάπη μούγινες δίκοπο μαχαίρι” (Μ. Κακογιάννη – Μ. Χατζηδάκι – Μ. Μερκούρη) κλπ, κλπ.
Οι εξέδρες για τις ορχήστρες και τις ντιζέζ στήνονταν περιμετρικά ή σε εμφανές σημείο του χώρου του καταστήματος για να είναι ορατές από τους πελάτες και το ευρύτερο κοινό. Διακοσμούνταν με πολύχρωμα φώτα και για την καλύτερη ακρόαση γίνονταν χρήση ηχητικών συσκευών της εποχής. Στην κεντρική πλατεία, όταν συνέπρατταν τα καταστήματα, μετατρέπονταν σε εξέδρα το σιντριβάνι και η επίπεδη οροφή παρακείμενης κρήνης που δεν υπάρχει σήμερα!

Γουμενισσιώτες γλεντούν στο μαγαζί του Κατσαρού τη δεκαετία του 1930, (αρχείο Ζ. Χ. Σαμαρά)

Στον χορό, στην παραζάλη συνέβαιναν πολλά κυρίως στο τέλος, στην πληρωμή των λογαριασμών. Πονηρά γκαρσόνια στη χρέωση των αναλωθέντων εδεσμάτων και ποτών που ήταν αναγεγραμμένα σε χαρτάκια στα τραπέζια και έφεραν ημερομηνία, κάνοντας σούμα συμπεριλάμβαναν μερικές φορές και την ημερομηνία. Για να γίνει αυτό πάντα λαμβάνονταν υπόψη η ζάλη και η οικονομική δυνατότητα των θαμώνων και άλλα σχετικά. Αναλόγως, πρόσθεταν την ημέρα πχ 15, σε άλλους τον μήνα πχ 8 και σε τρίτους το πλέον προχωρημένο, το έτος πχ 1951!
Αν κάποιοι συνέχιζαν το γλέντι ως τις πρωινές ώρες και τελείωναν τα εδέσματα του καταστήματος παρά ταύτα δίνονταν νέες παραγγελίες, κλεφτοκοτάδες αναλάμβαναν έργο. Εξαπολύονταν στις γειτονιές. Με φακούς ζάλιζαν τις κότες που κούρνιαζαν στα δένδρα και τα άδολα θύματα με συνοπτικές διαδικασίες καθαρίζονταν, ψήνονταν και τα σέρβιραν με μπύρες που κρύωναν σε βαρέλια γεμάτα νερό και πάγο.

Ντιζέζ σε κέντρο της εποχής, (πηγή, διαδίκτυο)

Εκτός από τα γλέντια, το καλοκαίρι και γύρω στον Δεκαπενταύγουστο, υπήρχαν και θεάματα που οργανώνονταν από θιάσους που περιόδευαν, τα γνωστά “μπουλούκια”. Έστηναν τις σκηνές τους σε ακάλυπτα οικόπεδα του κέντρου, όπου την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου είχαν καταστραφεί οι εκεί κατοικίες. Έργα που παρουσίαζαν ήταν τα γνωστά: “Η Γκόλφω” (Σπ. Περεσιάδη), “Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας” (Ηλ. Παρασκευά), “Η ωραία του πέραν” (Δημ. Παπαδόπουλου), το λαϊκό «Μαρία Πενταγιώτισσα» (διασκευή Νιρβάνα) και άλλα.

Θεατρικό μπουλούκι, (πηγή, διαδίκτυο)

Τα “μπουλούκια” τις περισσότερες φορές αυτοσχεδίαζαν επί σκηνής και με τις ατάκες των ηθοποιών προκαλούσαν στο κοινό γέλιο και ενθουσιασμό. Η πληρωμή των εισιτηρίων εισόδου στο “θέατρο – σκηνή” ήταν υπόθεση. Διέξοδος υπήρχε. Αντί χρημάτων που σπάνιζαν ήταν δεκτά εγχώρια αγαθά. Συνήθως οι παραστάσεις έκλειναν με παρουσίαση της περίφημης “ασώματης κεφαλής”! “Φόβος και τρόμος”, μιλούσε τοποθετημένη πάνω σε καπέλο! Ακολουθούσαν φακιρικά. Από μανίκια φανταχτερά ντυμένων μάγων έβγαιναν τραπουλόχαρτα, από καπέλα κουνέλια, περιστέρια, άσπρα μαντήλια, καταπίνονταν ξυραφάκια!
Από το πανηγύρι δεν έλειπαν οι κούνιες. Στήνονταν επίσης στους τότε ακάλυπτους χώρους κυρίως στα πεύκα, όπου σήμερα το κοινοτικό κατάστημα, στο πάρκο του και στο κέντρο του οικισμού, στο οικόπεδο Βασιλείου, όπου σήμερα το ΚΑΠΗ και οι παρακείμενες κατοικίες. Οι παλιές κούνιες ήταν ξύλινες κατασκευές σχήματος καρουλιού με καθίσματα – μικρούς μπάγκους. Ο χειριστής έθετε την κούνια σε λειτουργία χειροκίνητα. Αργότερα ήρθαν ξύλινες αιωρούμενες βάρκες, μετέπειτα μηχανοκίνητες κατασκευές. Από αυτές εντυπωσιακές ήταν εκείνες που είχαν θέσεις κρεμασμένες με αλυσίδες από περιστρεφόμενη μεταλλική οροφή. Και εδώ το εισιτήριο για πολλούς ήταν υπόθεση. Πάντα υπήρχε καλή θέληση και λύση, όπως και στις παραστάσεις των μπουλουκιών.

Κούνια στη Γουμένισσα τη δεκαετία του 1930, (πηγή, Κιβωτός Γουμένισσας)

Δεν έλλειπαν οι πωλητές ζαχαρωτών. Πετειναράκια, κόκκινα μήλα, γλειφιτζούρια για να φθάσουμε κάποτε στο “μαλλί της γριάς”! Βέβαια πάντα υπήρχαν στη Γουμένισσα τρία – τέσσερα αξιόλογα για την εποχή Ζαχαροπλαστεία. Τις ημέρες του πανηγυριού αποτελούσαν προορισμό ζευγαριών και οικογενειών που ως διασκέδαση θεωρούσαν το να κάτσουν στο μαγαζί, στα ωραία και γραφικά τραπεζάκια, να παραγγείλουν τα γλυκά της επιθυμίας τους που παρασκεύαζαν άξιοι επαγγελματίες του είδους και του τόπου. “Η φτώχεια ήθελε καλοπέραση”, κυρίως στο μεγάλο τοπικό πανηγύρι! “Όπου νάσαι, όπου νάσαι, της Παναγίας σπίτι νάσαι”! Υπήρχε τοπική ρήση και ευχή. Η κάθε οικογένεια ανάλογα με την οικονομική δυνατότητά της προσπαθούσε την ημέρα αυτή να την γιορτάσει με τον καλύτερο τρόπο.
Οι δεκαετίες του 1950, 1960 είχαν τις δυσκολίες τους και σημαδεύτηκαν από τη μαζική μετανάστευση του παραγωγικότερου δυναμικού του τόπου προς στην Αυστραλία και τη Δυτική Ευρώπη! Το πανηγύρι συνεχίστηκε και στην κοσμική του διάσταση με ανάλογες προσαρμογές και πολλές φορές με νοσταλγία για τους ξενιτεμένους. Η πεντηκονταετία, από το 1970 και εντεύθεν, είναι ένα άλλο κεφάλαιο για την ιστορία της Ελλάδας και του τόπου μας. Ακόμη και για το πανηγύρι μας. Είναι θέμα μελλοντικής δημοσίευσης.
Περισσότερα

Ψάχνοντας αρχηγό

Προς αναζήτηση αρχηγού βρίσκονται τα δύο κόμματα που αγωνίζονται για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μετά τις […]

Δείτε ακόμα

Η 28η βράβευση για τον Κώστα Ίντο

Την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου, σε αίθουσα εκδηλώσεων της σκεπαστής κερκίδας του γηπέδου Χαριλάου, ο ΑΣ Άρης (ερασιτέχνης) πραγματοποίησε εκδήλωση. Κεντρικός […]