Αρθρογραφία

Γιά τον Πόλεμο του 1940 – 41 από τη Γουμένισσα

Αφήγηση για την γενική επιστράτευση και την αναχώρηση των πολεμιστών…

Γράφει ο Χρήστος Π. Ίντος

“…. Το πρωί εκείνο, 28η Οκτωβρίου του 40, κτύπησαν οι καμπάνες δυνατά. Από την αστυνομία ακούστηκαν οι σειρήνες. Όλοι πεταχτήκαμε στους δρόμους. Τι να συνέβαινε; Ώσπου να αναρωτηθείς ακούγονταν οι φωνές:

Πόλεμος! Πόλεμος! Πόλεμος!
Καταλάβαμε! Είχαμε πόλεμο με τους Ιταλούς, γιατί από καιρό ακούγονταν πως όλο και κάτι γινόταν με αυτούς. Μια το ένα, μια το άλλο, μας έλεγαν όσοι διάβαζαν εφημερίδες.
Οι Ιταλοί ήταν φίλοι και σύμμαχοι με τους Γερμανούς. Θέλανε την Ελλάδα! Αυτό καταλάβαμε και φτάσαμε εκεί που φτάσαμε.
Η λέξη πόλεμος μας τάραξε. Μικροί, μεγάλοι στους δρόμους ξεχάσαμε τον φόβο, το τι μπορούσε να φέρει ένας πόλεμος και έγινε πανηγύρι! Οι πιο σκεπτικοί και οι μεγάλες γυναίκες άρχισαν να σιγομουρμουρίζουν, να σιγοκλαίνε, γιατί είχαν άντρες και νέα παιδιά, παλικάρια που σίγουρα θα τα καλούσαν να πάν να πολεμήσουν.
Κάτι ήξεραν. Θυμήθηκαν την Μικρά Ασία, τα παιδιά που δεν γύρισαν, την καταστροφή, την προσφυγιά, τα βάσανα. Είκοσι χρόνια μετά, πάλι πόλεμος!
Ο πατέρας μου είχε ζήσει πολλούς πολέμους. Το 12, όταν έφυγαν οι Τούρκοι, το 13 που έγινε χαλασμός στο Κιλκίς και έφυγαν οι Βούλγαροι, τον Μεγάλο Πόλεμο το 16, το 17, το 18, όταν ήρθαν οι Γάλλοι στα μέρη μας μαζί με άλλους στρατιώτες από όλες τις φάρες του κόσμου. Και τότε έγιναν πολλά εδώ, ψηλά στο Πάικο, στο Σκρα, και δω γύρω. Ακόμα βρίσκουμε σφαίρες και βλήματα.
Ο πόλεμος του 40, θα γίνονταν, είπαν, στα μεγάλα βουνά. Στην Ήπειρο, στην Πίνδο, στην Αλβανία. Και πριν καλά – καλά το καταλάβουμε βγήκαν διαταγές να παν οι άντρες να φορέσουν τις στρατιωτικές στολές, να πάρουν όπλα και να ξεκινήσουν για εκεί, να συναντήσουν τον Ιταλό, να πολεμήσουν. Έγινε, όπως έλεγαν, επιστράτευση. Εκτός από όσους ήταν στον Στρατό, έπρεπε να πάν οι άντρες από είκοσι χρονών και πάνω, από τα μέρη μας πήγαν μεγαλύτεροι και από σαράντα χρονών. Είκοσι και κλάσεις! Έτσι θυμάμαι.
Άλλοι ελεύθεροι, οι πιο πολλοί παντρεμένοι με γυναίκες και παιδιά, με ζωντανά και χωράφια, με δουλειές, με μαγαζιά, με τέχνες, με γέρους γονείς. Έπρεπε να παν στον πόλεμο! Η Πατρίδα καλούσε να τη σώσουν, να σωθούμε, γιατί μας κτύπησε χωρίς να κάνουμε κακό ο περήφανος Μουσολίνι που είχε όπως έλεγαν, πολύ στρατό, όπλα και αεροπλάνα!
Όσοι κλήθηκαν στον Στρατό, εκείνες τις μέρες μέχρι να φύγουν, έτρεχαν πάνω κάτω να προλάβουν να πάρουν ό,τι έπρεπε, να πουν τις τελευταίες κουβέντες, να αποχαιρετήσουν συγγενείς και φίλους. Οι πιο πολλοί ήταν γεμάτοι ζωντάνια, δύναμη, λες και πήγαιναν σε γιορτή. Οι μητέρες παρακαλούσαν την Παναγία, οι ηλικιωμένοι έδιναν συμβουλές, οι γυναίκες από κοντά με τα μικρά παιδιά στην αγκαλιά και τα μεγαλύτερα να κρατούν από τα χέρια και τα ρούχα τους πατεράδες που θα έφευγαν.
Στην πλατεία, από όπου ξεκινούσαν τα αυτοκίνητα, είχαν συγκεντρωθεί μικροί και μεγάλοι να ξεπροβοδίσουν τους δικούς τους. Άλλοι με δάκρυα, άλλοι με χαμόγελο, με αγκαλιές. Απ΄ όλα όσα θυμήθηκα, ένα δεν θα ξεχάσω:
Ένας νιόπαντρος στο σκαλί του αυτοκινήτου, έτοιμο εκείνο να ξεκινήσει, κρατούσε στην αγκαλιά του με το ένα χέρι το νεογέννητο μωρό του και με το άλλο, σφικτά τη γυναίκα του. Λεβέντης, καμαρωτός, αδάκρυτος φίλησε το παιδί και τη γυναίκα, παρέδωσε το παιδί στα χέρια της, μας χαιρέτησε υψώνοντας το δυνατό του χέρι και μπήκε στο αυτοκίνητο. Εκείνο μούγκρισε, έβγαλε μαύρη καπνιά και ξεκίνησε. Κάναμε το Σταυρό μας, ευχηθήκαμε με τα πιο καλά και ζεστά λόγια που μπορούσαμε και έπεσε σιωπή παντού… Πάνε να πολεμήσουν!
Μετά μερικούς μήνες ήρθε η μαύρη είδηση, πως εκείνο το παλικάρι σκοτώθηκε πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας. Έβλεπες τη γυναίκα του, όπως και άλλες χαροκαμένες, κάθε 28η Οκτωβρίου στο μνημείο, να στέκεται η μαυροφόρα ως τα γεράματά της εκεί, να τιμήσει τη μνήμη του άντρα της και όλων των άλλων που έπεσαν πολεμώντας το 40 – 41.
Αυτά ζήσαμε τότε και πολλά, πολλά άλλα… Μετά το 40-41 ήρθαν άλλα, χειρότερα που να μη τα ζήσετε ποτέ!”.
Για την καταγραφή και τη διασκευή
Χρήστος Π. Ίντος
Από ανέκδοτη εργασία με τίτλο, “Η συμβολή των κατοίκων της Γουμένισσας στο έπος του 1940-41”.
Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Φωτοσχόλιο

Από την επίσκεψη του Κυριάκου Βελόπουλου στο μοναστήρι του Οσίου Νικόδημου Πενταλόφου