Δημοσιεύματα του 1904 για τον θάνατο του Παύλου Μελά
Σήμερα, 13 Οκτωβρίου, είναι η ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα. Του Αγώνα που δεν είχε επίσημα έναρξη, αλλά ήταν μακροχρόνια ποικιλότροπη επέμβαση διαφόρων δυνάμεων στα όσα συντελούνταν στον μακεδονικό χώρο. Απώτερος σκοπός τους η προσάρτησή του χώρου αυτού στην επικράτεια εκείνου των αντιμαχομένων που θα υπερίσχυε. Η περιοχή βέβαια ήταν τότε οθωμανική επικράτεια, υποτελής σε έναν μακραίωνο ζυγό σκλαβιάς που επιβλήθηκε με την κατάρρευση του Βυζαντίου. Το κυρίαρχο οθωμανικό καθεστώς ήδη ήταν ανίσχυρο να κρατήσει ακέραια τα όριά του και η έξοδος στο Αιγαίο υπερβόρειων δυνάμεων και νεοσύστατων βαλκανικών κρατών ήταν πόθος που με την επικράτηση στα Μακεδονία υπήρχε ελπίδα να εκπληρωθεί.
Ο Αγώνας εκείνος πέρασε από πολλές φάσεις. Δόθηκε σε διπλωματικά πεδία, στα πλαίσια οργάνωσης και λειτουργίας των τοπικών κοινοτήτων, της Εκκλησίας, των σχολείων, της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής και κίνησης. Την περίοδο 1904-1908 πέρασε στην ένοπλη ανορθόδοξη αναμέτρηση των αντιμαχόμενων. Στην αρχή της φάσης αυτής, όταν πλέον από την ελεύθερη Ελλάδα αποστέλλονταν με μυστικό τρόπο εθελοντές και αξιωματικοί για την στήριξη του μακεδονικού ελληνισμού που αγωνίζονταν για τη διάσωσή του, ο πρώτος αξιωματικός που έπεσε νεκρός ήταν ο Παύλος Μελάς (1870 – 1904).
Γόνος γνωστής οικογένειας των Αθηνών με επαγγελματικές δραστηριότητες σε μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα και ιδιαίτερα στη Μασσαλία, γαμπρός της οικογένειας Δραγούμη με καταγωγή από τη Μακεδονία, γυναικάδελφος του Ίωνα Δραγούμη, διπλωμάτη με δράση για την απελευθέρωση της ίδιας περιοχής που είχε μείνει έξω από τα τότε όρια του ελληνικού κράτους, όπως πολλοί συνάδελφοί του, έτσι κι αυτός προσφέρθηκε να δράσει στον υπέρ της Μακεδονίας αγώνα. Στην τρίτη και τελευταία κρυφή είσοδό του στην περιοχή έπεσε από τούρκικο βόλι κυκλωμένος με τους άνδρες του στην Στάτιστα της Καστοριάς. Ήταν 34 ετών. Ο θάνατός του αφύπνισε τον ελληνισμό και την ηγεσία του για τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία και έστρεψαν το ενδιαφέρον και την προσοχή τους στις αλύτρωτες βόρειες ελληνικές επαρχίες, όπου οι ομοεθνείς έδιναν πολυμέτωπο και άνισο αγώνα.
Το πρώτο δημοσίευμα για τα θλιβερό νέο του θανάτου του νεαρού αξιωματικού υπήρχε έξι μέρες μετά το συμβάν, στις 19 Οκτωβρίου 1904, στις εφημερίδες της Αθήνας “ΕΜΠΡΟΣ” και “ΣΚΡΙΠ”. Την πρώτη την διηύθυνε ο Δημήτριος Καλαποθάκης, άνδρας οργανωμένος στο μακεδονικό κομιτάτο της ελληνικής πρωτεύουσας και τη δεύτερη ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης, ο οποίος ήταν και διευθυντής του ίδιου εντύπου.
Είχαν εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα αφιερώματα στον Π. Μελά περιγράφοντας όλα τα σχετικά γεγονότα. Η κάλυψη της είδησης συνεχίστηκε και στα επόμενα φύλλα των ίδιων εφημερίδων. Η “αρχαιοτέρα των ελληνικών εφημερίδων ΚΑΙΡΟΙ” γνωστοποίησε τον θάνατο του Έλληνα αξιωματικού και φιλοξένησε στιγμιότυπα του βίου του (20-10-1904). Το έντυπο “ΑΓΩΝ”, (Δημοσιγραφικόν όργανον Ηπειρωτών και Μακεδόνων) είχε εκτενές αφιέρωμα στις 21-10-1904 και η “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ” του Βλάση Γαβριηλίδη αναφέρονταν στο γεγονός από την ίδια ημέρα και μετέπειτα με πρωτοσέλιδους υπέρτιτλους. Το περιέγραφε λεπτομερώς στις 26-10-1904. Την προηγουμένη, 25-10-1904, φιλοξένησε σχετικό δεκάστιχο του Κωστή Παλαμά.
Ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919), ο γνωστός ποιητής και εκδότης της εφημερίδας “ΡΩΜΗΟΣ”, (Εφημερίς που την γράφει ο Σουρής), στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου έτους δημοσίευσε το ποίημα “Ένα δάκρυ μας κυλά για τον Παύλο τον Μελά”:
«Τον Ζέζα τον γνωρίσατε, τον είδατε τον Μίκη,
Που σήμερα λαχτάρησε βουνό και αρματολίκι;
Κοντά σε κάποιαν εκκλησιά, χωριού προσκυνητάρι,
Που παλληκάρια θάψανε πανόριο παλληκάρι,
Χλωρή δαφνούλα φύτρωσε να στεφανώσει τώρα, μια σκλάβα μαυροφόρα.
«Στα ματωμένα σπλάχνα της την ομορφιά του θάβει
Κι’ απ’ την σβησμένη του ματιά,
Πήραν ψυχή, πήραν φωτιά
Ξεψυχισμένοι σκλάβοι»
«Τι στρατιώτης έπεσε στη γη της ζηλευτός!
Λυπάται, μα και χαίρεται κανείς με τον χαμό του.
Τιμής και δόξης θάνατος, ο θάνατος αυτός,
Μπροστά στην τόση δόξα του ξεχνάς τον χαμό του».
«Τιμή στου Ζέζα το σπαθί, στου Μίκη το ντουφέκι,
Κι’ ο Λεπενιώτης άστραψε κοντά του κι’ ο Βλαχάβας
Κι’ εκλείσανε τα χείλη του μ’ ένα φιλί της σκλάβας».
«Δάσκαλοι, που τις σάρκες των εσπάραξαν κοράκοι,
Παπάδες εθνομάρτυρες, που ψήθηκαν σαν Διάκοι,
Χειροπιασμένοι έζωσαν να δουν το λείψανό του
Κι’ εσχίσανε το ράσο των να γίνει σάβανό του.
Χρυσή ψυχή, που πήγαινες τον θάνατο να λάχης,
Από μαρτύρων στόματα χίλια συχώρια νάχεις».
Δύο ημέρες μετά, 25 Οκτωβρίου, όπως προαναφέρθηκε, ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς (1859 -1943) στην εφ. “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ” δημοσίευσε το ποίημα “ Δέκα στίχοι” με υπότιτλο “Καλύτερα οδηγεί ένα καντήλι τάφου”. Έμεινε γνωστό ως “Ο θάνατος του παλικαριού”. Στα μετέπειτα χρόνια συμπεριλήφθηκε στις συλλογές του ποιητή και αναδημοσιεύτηκε σε πολλά έντυπα και αφιερώματα για τον Π. Μελά.
Σε κλαίει λαός.
Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι!
Πανάλαφρος ο ύπνος σου·
του Απρίλη τα πουλιά σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά. Ιερή στιγμή.
Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις, και τη φέρνεις
σαν πιο κοντά!
Η λαϊκή μούσα δεν υστέρησε. Δημιούργησε και διαδόθηκε το γνωστό τραγούδι “Του Παύλου Μελά” που τραγουδιέται ως τις ημέρες μας. Είναι εντυπωσιακό στη σύνθεση και στο μέλος. Αποδίδεται και από μουσικές μπάντες στον βορειοελλαδικό χώρο.
Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος,
μες στο νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος.
-Για σύρε, Δήμο μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου
και φέρε μου κρύο νερό να πλύνω την πληγή μου.
Δεν κλαίω τη λαβωματιά, δεν κλαίω και το βόλι,
Μον’ κλαίω που αφήνω γεια τη συντροφιά μου όλη.
Σταλαματιά το αίμα μου για σε Πατρίς το χύνω,
για να ’χεις δόξα και τιμή, να λάμπεις σαν το κρίνο.
Παύλος Μελάς κι αν πέθανε τα παλικάρια θα ζούνε,
θα φέρουνε τη λευτεριά στη χώρα που ποθούμε.
Είναι η Ελλάδα μας μικρή, μικρή και τιμημένη,
μα έχει δόξα και τιμή, μες στο κλουβί δεν μπαίνει.
Αυτά ως μικρό αφιέρωμα στη σημερινή ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα.
Πηγή: Αρχεία ελληνικών εφημερίδων της εποχής.