Από τα έθιμα του λαού μας: “Οι Πασχαλινές κούνιες”
Τις ημέρες του Πάσχα και όλη την περίοδο μέχρι τη γιορτή της Αναλήψεως, στον τόπο μας και σε όλο τον ελλαδικό χώρο στήνονταν κούνιες. Τις έφτιαχναν νέοι και γονείς παιδιών σε μεγάλα δένδρα, εντός ή εκτός οικισμού, με σχοινί που κρέμονταν από γερό κλαδί. Από τα δένδρα προτιμούν ταν οι καρυδιές, τα καραγάτσια και στα ορεινά οι καστανιές. Στη βάση της κούνιας, εκεί όπου αντάμωναν και δένονταν σφιχτά οι δύο άκρες του σχοινιού, τοποθετούνταν καθαρό χαλάκι ή κουρελού. Ήταν η θέση εκείνου ή εκείνης που επιθυμούσε να κουνηθεί. Την επιθυμία να κουνηθούν την εξέφραζαν οι περισσότεροι, κυρίως όμως νέες και παιδιά.
Οι κούνιες ήταν από τις μεγάλες χαρές των ημερών του Πάσχα, της εορτής του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς. Υπηρετούσαν ψυχαγωγικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Νέοι κουνούσαν νέες, δείγμα αισθημάτων σε πρόσωπα που συμπαθούσαν ή επιθυμούσαν να παντρευτούν. Κουνούσαν δυνατά για να επιδείξουν τη δύναμή τους. Όταν τελείωνε το κούνημα, το σχοινί αφήνονταν ελεύθερο δημιουργώντας στη γη σχήματα και σχέδια που αποτελούσαν αντικείμενο μαντικών σχολίων και ερμηνειών.
Εκτός από τους νέους απολάμβαναν τις κούνιες τα παιδιά. Είχαν δικές τους, που τις έφτιαχναν γονείς, κρεμαστές από κλαδί ή σε σχήμα βάρκας ανάμεσα σε δύο δένδρα. Υπήρχαν και επαγγελματικές που τις έστηναν περιοδεύοντες τις ημέρες των εορτών σε κεντρικά σημεία των οικισμών. Από το σχήματα και τον τρόπο κατασκευής διακρίνονταν σε ροδάνες (σαν το ροδάνι – ανέμη) και σε μύλους (σαν τη μυλόπετρα). Κατασκευάζονταν από ξύλα και περιστρέφονταν με τη δύναμη του ιδιοκτήτη. Στις επαγγελματικές το κούνημα ήταν επί πληρωμή. Αν δεν υπήρχαν χρήματα, δεκτοί ήταν και άλλοι τρόποι πληρωμής, όπως αυγά.
Το κούνημα συνοδεύονταν από τραγούδια για νέες, παιδιά, ενήλικες ή ηλικιωμένους που ήθελαν να κουνηθούν. Στην τελευταία περίπτωση ήταν σκωπτικού περιεχομένου. Τα καλύτερα ήταν για τις νέες:
Για κούνησε με πιο ψηλά
να δω τον Αι-Γιάννη,
να δω και την αγάπη μου
που είναι και τι κάνει!
Ποιος είναι αυτός που με κουνά
να του χρωστώ τη χάρη,
να πλέξω το στεφάνι του
από μαργαριτάρι.
Και άλλο ένα από τη συλλογή της αλησμόνητης Δόμνας Σαμίου:
Μέσα στην κούνια κάθεται
μιαν άσπρη περιστέρα
κι απλώνει τις φτερούγες της
για να μας κάνει πέρα
Πιάσανε το κουνόσκοινο χέρια μαλαματένια
δάκτυλα κοντυλόσυρτα και νύχια φιλντισένια
Σίδερο νά ΄ναι το σκοινί και το δοκάρι ατσάλι
κι εκείνος που την έκαμε να ζει να κάμει κι άλλη
Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά είν’ ένα περιστέρι
του χρόνου να ξανάρθομε να τό ’βρομε με ταίρι.
Όταν άρχισε να αφανίζεται το έθιμο από τη ζωή των νέων, επικεντρώθηκε σε αυτό το ενδιαφέρον των παιδιών, πάντα βέβαια την περίοδο των εορτών που προαναφέραμε. Κατά το κούνημα έψαλαν τρεις φορές το “Χριστός Ανέστη”, απήγγειλαν το “Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου…” και έκλειναν με το:
“Αυγό κροκό,
σήκω εσύ να κάτσω εγώ,
άσπρο είναι το μπουκάλι,
σήκω εσύ να κάτσει άλλη” και ακολουθούσε η αλλαγή των ρόλων.
Οι κούνιες δεν έλειπαν από τις παροιμίες. Η πιο γνωστή “κούνια που σε κούναγε” υποδηλώνει την άγνοια του κινδύνου εκείνου που κουνιέται, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η κούνια δεν ήταν καλά φτιαγμένη ή δεν είχε γερά υλικά. “Άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα ή άσχημη στην κούνια, όμορφη στη ρούγα” λέγονταν για άσχημα παιδιά. Παρηγορητικός του ενήλικα λόγος. Η φράση “εκεί είναι κουνημένος”, εννοώντας την κούνια του μωρού, υποδηλώνει την επιστροφή κάποιου στον τόπο γέννησής του ή ακόμη και εκείνον που δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τις παλιές καλές ή κακές του συνήθειες.
Για την ιστορία σημειώνουμε, πως η κούνια, η αιώρα των αρχαίων, είναι ένα πανάρχαιο έθιμο που κατά την παράδοση ξεκίνησε από την εορτή των Ανθεστηρίων. Την τρίτη ημέρα αυτής της γιορτής οι Αθηναίοι τιμούσαν την Ηριγόνη, κόρη του πρώτου συμπατριώτη τους αμπελουργού, του Ικάριου. Το έθιμο συμβόλιζε τον καθαρμό από τα κακά πνεύματα και τη γονιμότητα.
Η πασχαλινή κούνια κυριάρχησε αιώνες. Από τα μέσα του 20ου αιώνα άρχισε να ατονεί και να αφανίζεται, όπως και τόσα άλλα, παίρνοντας μαζί της ιστορία, τραγούδια και όσα την είχαν καθιερώσει. Αντικαταστάθηκε από μεταλλικές και πλαστικές πολύχρωμες κατασκευές που κυριαρχούν σήμερα σε πανηγύρια και παιδότοπους.