Κιλκίς, η πρωτεύουσα της προσφυγιάς
Άρχιζε η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στο Κιλκίς και βγήκα στο μπαλκόνι του γραφείου μου να την παρακολουθήσω μ’ έναν τεμπέλη Ήλιο απέναντι να λούζει την τόσο οικεία 21η Ιουνίου.
Καθώς ξεκίναγε, άρχισαν να παρελαύνουν πρώτοι οι πολιτιστικοί Σύλλογοι της πόλης, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο ανά την Ελλάδα, και δόξα τω Θεώ, ο Στρατός μου έδωσε την ευκαιρία να παρελάσω από Αθήνα μέχρι Λήμνο, αποκαθιστώντας έτσι τις τόσες απουσίες από τα μαθητικά μου χρόνια.
Άρχισαν λοιπόν να περνούνε Ποντιακοί Σύλλογοι, σωματεία Ανατολικορωμυλιωτών, Σαρακατσάνων, Θρακών, Στρωμνιτσιωτών, Στενημαχητών και πίσω από τα πολύχρωμα λάβαρα με τα πανάρχαια εθνικά σύμβολα, όπως ο δικέφαλος Βυζαντινός αετός, άρχιζε να μου αποκαλύπτεται μια συγκλονιστική αλήθεια για την πόλη μου, το Κιλκίς.
Η αλήθεια είναι ότι όλη η πόλη μας κατοικείται αποκλειστικά από απογόνους προσφύγων, που κατέφθασαν μέσα σε μία δεκαετία από το 1913 μέχρι το 1923. Δεν υπάρχουν παλιοί κάτοικοι, άλλωστε όταν το Κιλκίς απελευθερώθηκε οι εναπομείναντες κάτοικοι ήταν μερικές εκατοντάδες, που γρήγορα ανταλλάχθηκαν είτε αποχώρησαν.
Όλοι εμείς, οι σημερινοί Κιλκισιώτες, είμαστε οι απόγονοι της ορφάνιας και της προσφυγιάς του Έθνους, που συγκέντρωνε τα τσακισμένα του παιδιά σε εκτάσεις ουσιαστικά έρημες, που έφεραν τον φέρελπι τίτλο «Νέες Χώρες».
Έτσι εκείνη την ώρα της παρέλασης, που έβλεπα τα δεκάδες ροδαλά παιδάκια των λαογραφικών συλλόγων, αντίκρυζα νοερά τους προπαππούδες και τις προγιαγιάδες μας, που κατέφθαναν ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές εστίες 3.000 ετών ιστορίας, οι οποίες θα γίνονταν πια μόνο αναμνήσεις, στο έρημο, άγονο και απειλητικό Κιλκίς.
Και όμως η πίστη στις κοινές πολιτιστικές, θρησκευτικές και γλωσσικές αξίες οδήγησαν σ’ ένα θαύμα, που όμοιο του δεν έχει στην Ελλάδα. Αυτή η απόλυτη προσφυγική εγκατάσταση έγινε πόλη, απέκτησε μαγαζιά, δασκάλους, σχολεία και μετά από 100 χρόνια έχει 25.000 κατοίκους, απόγονοι σχεδόν όλοι αυτών των προσφύγων, καθώς και οι τελευταίοι Πόντιοι από την Σοβιετική Ένωση, σ’ αυτήν την προσφυγομάνα βρήκαν απάγκιο πριν 25 χρόνια.
Και αυτή η ανυπέρβλητη δυσκολία της πρώτης εγκατάστασης, ήρθε να γίνει ανείπωτη με τον Εμφύλιο Πόλεμο, που σε κανένα μέρος της Ελλάδας δεν είχε τέτοια αγριότητα. Από τον Νοέμβριο του 1944 μέχρι και το τέλος του 1949 ο τόπος αυτός της ορφάνιας, πνίγηκε στο αίμα των πρώτων προσφύγων, έμειναν ουλές που χρειάστηκαν δεκαετίες, ίσως και τον βιολογικό θάνατο των πρωταγωνιστών, για να κλείσουν.
Και όμως επουλώθηκαν και σιγά – σιγά η πόλη αναπτύχθηκε, παύσαμε να θεωρούμε εαυτούς πρόσφυγες και αρχίσαμε να είμαστε Κιλκισιώτες.
Γι’ αυτό να μην ακούω οιμωγές για μια απλή επερχόμενη οικονομική κρίση, όταν η πόλη αυτή χτίσθηκε από το μηδέν, όχι με τούβλα και τσιμέντα, αλλά με δάκρυα και αίμα.
Αυτή την μοναδική μας αλήθεια, μοναδική για την Ελλάδα μεταδώστε την στα παιδιά μας, κοινωνήστε την σιωπηλή μας αγάπη για την πόλη, εμπνεύστε ελπίδα ευχόμενοι να κάνουν πολλά παιδιά και να είναι σίγουρα για το μέλλον τους, καθώς το ανυπέρβλητο παρελθόν τους είναι ακλόνητο.
Μέσα στις τόσες κακουχίες το Κιλκίς αναμετρήθηκε μάτι με μάτι με τον Χάρο και επέζησε, θα είναι παράδοξο να χαθεί στην αυτολύπηση και τον φόβο.
Όταν με κατέκλυσαν αυτές οι σκέψεις άρχιζε να τελειώνει η ατελείωτη γραμμή των Συλλόγων και βουρκωμένος ένιωσα να κυλάνε δάκρυα στο πρόσωπό μου, σαν σπονδή στους προπαππούδες μου και σκύβοντας για να μην γίνω αντιληπτός, έκανα ένα λυτρωτικό βήμα προς τα πίσω στο μπαλκόνι μου, για να ανάψω δήθεν ένα τσιγάρο.
*Δικηγόρος Κιλκίς