Προσφυγική Μνήμη και Αριστερά: Συμβολή στον προσυνεδριακό διάλογο

Στην ανολοκλήρωτη αποτίμηση της ιστορίας της ελληνικής Αριστεράς οφείλεται το γεγονός ότι πολύ λίγο έχει συνειδητοποιηθεί η καταλυτική σημασία του προσφυγικού ελληνισμού στην εξέλιξή της ήδη από τη δεκαετία του ’20. Η σημασία δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι οι εξαθλιωμένες προσφυγικές μάζες αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη κοινωνική βάση διαμόρφωσης ενός προλεταριάτου, ούτε ότι η τεχνογνωσία που εισέρευσε στην «Μικρά πλην έντιμο Ελλάδα» μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή συνετέλεσε στην οικονομική ανάπτυξη του Μεσοπολέμου, αλλά και στο γεγονός ότι κατέφθασαν και εντάχθηκαν στις οργανωτικές δομές, στελέχη που ήδη είχαν διαμορφωθεί μέσα από τις επαναστατικές διεργασίες από τις αρχές του 20ου αιώνα. Στελέχη που έφεραν μαζί τους μια προχωρημένη κοινωνική αντίληψη για την αυτοοργάνωση αφενός, αλλά και μια ουσιαστική πολιτική γνώση και στέρεη ιδεολογική κατάρτιση αφετέρου.
Αλλά και όσοι παρέμειναν στην ΕΣΣΔ και επέλεξαν να μην έρθουν πρόσφυγες στην Ελλάδα, συνέβαλαν στη συγκρότηση του πολυάνθρωπου σοβιετικού ελληνισμού, στην εμφάνιση μιας ελληνικής σοβιετικής Αριστεράς και στη διαμόρφωση ενός εκπληκτικού φαινομένου ελληνικής πολιτισμικής αναγέννησης κατά τις δεκαετίες ’20 και ’30 στα σοβιετικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου, που έφτασε να έχει και τέσσερεις αυτόνομες ελληνικές σοβιετικές περιοχές (Gretsiski Rayion). Δυστυχώς εκείνο το εκπληκτικό ελληνοσοβιετικό πείραμα θα χαθεί μέσα στη δίνη της σταλινικής εκτροπής. Τότε θα εκτελεστούν ως «εχθροί του λαού» οι ντόπιοι Έλληνες κομμουνιστές (Πόντιοι και Μαριουπολίτες), μαζί με πολλά στελέχη του ΚΚΕ (Χαϊτάς, Μαρκοβίτης, Ευτυχιάδης, Μπεζεντάκος κ.ά.) που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ είτε ως δραπέτες από τις αστικές φυλακές, είτε για να αποφύγουν τις διώξεις στην Ελλάδα λόγω Ιδιώνυμου και μεταξικού καθεστώτος.
Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι το συνεταιριστικό κίνημα στην Ελλάδα oφείλεται στην έλευση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ούτε ότι το αγροτικό κίνημα βρίσκει την ολοκλήρωσή του μέσα από την παρουσία του Κώστα Γαβριηλίδη.
Το προσφυγικό ζήτημα, οι προεκτάσεις που έλαβε και οι κοινωνικές συγκρούσεις που επέφερε θα χαρακτηρίσουν το Μεσοπόλεμο. Η ένταση του ζητήματος αυτού και η ιδεολογική αντίθεση των προσφυγικών πληθυσμών προς τα κυρίαρχα πολιτικά και οικονομικά μοντέλα, που επικρατούσαν έως τότε στην Ελλάδα, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις νέες ισορροπίες που θα διαμορφωθούν κατά τη δεκαετία του ’40. Ήταν τόσο μεγάλη η κοινωνική σύγκρουση το Μεσοπόλεμο που κατά την περίοδο της Κατοχής θα λάβει συγκεκριμένη πολιτική μορφή και -καλυμμένη από τις ιδεολογίες του καιρού της- θα οδηγήσει σε αιματηρές συγκρούσεις και ακραίες πολιτικές εντάσεις. Όλα τα μπλόκα των Γερμανών και των συνεργατών τους επί Κατοχής θα γίνουν στις προσφυγικές γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Επίσης ξεκάθαρο εθνοτοπικό πρόσημο είχε και η σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τη συμμορία της «Χ». Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τα Δεκεμβριανά του ’44 η βρετανική RAF θα βομβαρδίσει την προσφυγική Καισαριανή και τα βρετανικά τανκς θα ισοπεδώσουν τις προσφυγικές φαβέλες στο Κερατσίνι ανοίγοντας δρόμο για το κέντρο της Αθήνας.
Η πολιτική προσφυγική Μνήμη κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν το 1922 θα βρεθεί υπό απαγόρευση. Η πολιτική του ελληνικού κράτους αποσκοπούσε οριστικά στην πλήρη ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων του ’22 και στην απεμπόληση των ιδιαίτερων ιστορικών εμπειριών τους. Η στάση αυτή επιβλήθηκε και στο χώρο της νεοελληνικής ιδεολογίας αλλά και της επίσημης και «ανεπίσημης» ιστοριογραφίας.
Έπρεπε να έρθει η δεκαετία του ΄80, να εμφανιστεί η κοινωνία των πολιτών ώστε να μπορέσουν οι απόγονοι των προσφύγων να διεκδικήσουν την ενσωμάτωση και της δικιάς του ιστορικής εμπειρίας στο κοινό αφήγημα. Αυτό το εγχείρημα των ιδεολογικά αποκλεισμένων πληθυσμών από την κυρίαρχη ερμηνεία της ιστορίας προκάλεσε μια γενικευμένη αμηχανία, ακόμα και στην Αριστερά παρότι το Κίνημα της Προσφυγικής Μνήμης προέκυψε από τάσεις της Αριστεράς.
Ακριβώς γι αυτό νομίζουμε ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε η αντιαπολυταρχική Αριστερά, που ευελπιστούμε να πάρει συγκεκριμένη μορφή με το Συνέδριο, να αποβάλλει κάθε δισταγμό και συντηρητική καθήλωση και να εκφράσει ανοιχτά και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη τη συμπαράστασή της στα αιτήματα του προσφυγικού ελληνισμού.
–Να υιοθετήσει την προσπάθεια για ανακήρυξη ως μνημείων των μαρτυρικών τόπων της προσφυγιάς τους στην Ελλάδα (Μακρόνησος, «Απολυμαντήρια» Αρετσούς, Βίδος-Κέρκυρα, Άγιος Γεώργιος Πειραιά κ.ά.).
–Να υποστηρίξει τη δημιουργία κεντρικών μουσείων για την ιστορική παρουσία τους στις πάλαι ποτέ πατρίδες τους, την τραυματική μεταχείριση που υπέστησαν εκεί από ένα σκληρό εθνικιστικό μιλιταρισμό, καθώς και την απόρριψη και το ρατσισμό που δέχτηκαν να κατά το Μεσοπόλεμο στους χώρους της ελλαδικής τους εγκατάστασης.
–Να διακηρύξει ότι υιοθετεί ανεπιφύλακτα το συλλογικό αίτημα των προσφυγικών οργανώσεων (ποντιακών και μικρασιατικών) για τη Διεθνή Αναγνώριση της Γενοκτονίας των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων (Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αρμενίων και Ασσυρίων), που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1914-1923, στο πλαίσιο μιας μιλιταριστικής-εθνικιστικής πολιτικής, η οποία λίγα χρόνια αργότερα θα δώσει (σύμφωνα με τον Stefan Ihrig) την έμπνευση στο ναζισμό για τη συγκεκριμένη «επίλυση» του εθνικού προβλήματος.
–Να δηλώσει ότι θα αναδείξει με κάθε τρόπο εκείνο το άγνωστο ελληνικό σοβιετικό πείραμα του Μεσοπολέμου και θα αγωνιστεί για τη δικαίωση όσων χάθηκαν κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων του 1937-38. Και βεβαίως να ξεκαθαρίσει απολύτως την διαφωνία με τις ολοκληρωτικές μορφές που διέστρεψαν τον ουμανιστικό μαρξισμό και οδήγησαν στην γραφειοκρατική κόλαση των γκουλάγκ.