Κοινωνία

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΙΛΚΙΣ: Μελετώντας τα κύματα των ξεριζωμένων

Του Βλάση Αγτζίδη

Ενα σημαντικό συνέδριο διοργανώθηκε στις αρχές Απριλίου από το Δήμο Κιλκίς με θέμα «Η προσφυγική εγκατάσταση στο Νομό Κιλκίς». Οι Ελληνες πρόσφυγες από τις περιοχές εκείνες που δεν εντάχθηκαν στο έθνος-κράτος επηρέασαν και εν πολλοίς καθόρισαν το σύγχρονο πρόσωπο της Ελλάδας. Τα πληθυσμιακά τους μεγέθη ήταν μεγάλα και η παρουσία τους καθοριστική στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.

Μια σπάνια φωτογραφία από το αρχείο του Θ. Βαφειάδη με πρόσφυγες στο Κιλκίς, έξω από το καμένο Διοικητήριο, όπως είχε απομείνει από τη μάχη του 1913 μεταξύ ελληνικού και βουλγαρικού στρατού

Το πλαίσιο εντός του οποίου συνέβησαν οι ιστορικές διαδικασίες του 20ού αιώνα, δημιουργώντας -ένθεν κακείθεν- πρόσφυγες και «Ανταλλάξιμους», διαμορφώθηκε από τη διαδικασία συγκρότησης εθνικών κρατών. Στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Βαλκανικής χερσονήσου σημειώθηκαν μεγάλες πληθυσμιακές ανακατατάξεις κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Στην περιοχή του Κιλκίς οι επιπτώσεις αυτών των διεργασιών ήταν καταλυτικές.

Η μελέτη των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών επιπτώσεων των μεγάλων αυτών μεταβολών αποτελεί μια μεγάλη ερευνητική πρόκληση. Η διαδικασία αυτή για τους Ελληνες κορυφώθηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Είχε ξεκινήσει με την εμφάνιση της ελληνοβουλγαρικής αντιπαράθεσης και εντάθηκε με την ανάληψη της οθωμανικής εξουσίας από τους Νεότουρκους εθνικιστές στρατιωτικούς. Σε νομικό επίπεδο επισφραγίστηκε με δύο διακρατικές συνθήκες: τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), που επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και κεμαλικής Τουρκίας, και τη Συνθήκη του Νεϊγί (1919), για την εθελοντική μετακίνηση πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.

 

Από τα Βαλκάνια

Οι προσφυγικές ομάδες που εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Κιλκίς προέρχονται από τα Βαλκάνια και από τη Μικρά Ασία. Οι πρώτοι πρόσφυγες προήλθαν από την ελληνοβουλγαρική σύγκρουση, η οποία είχε δημιουργηθεί από την προσπάθεια του βουλγαρικού εθνικισμού να διεκδικήσει αυτόνομο ρόλο και να απεξαρτηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η απαρχή της έντονης αντιπαράθεσης μπορεί να τοποθετηθεί στο 1885, όταν η Βουλγαρία ενσωμάτωσε παρανόμως την αυτόνομη οθωμανική επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα σηματοδότησε την ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση της βουλγαρικής πλευράς.

Μετά τα πογκρόμ κατά των ελληνικών κοινοτήτων της Βάρνας, του Πύργου, της Φιλιππούπολης, της Στενημάχου θα συμβεί η πιο χαρακτηριστική πράξη εθνικής εκκαθάρισης τον Ιούλιο του 1906, με την καταστροφή της πόλης της Αγχιάλου, της επαρχίας του νομού Πύργου (Bourgas), όπου το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε του βουλγαρικού. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν σε κύμα εξόδου των ελληνικών πληθυσμών τόσο προς τις περιοχές της Οθωμανικής Μακεδονίας και Θράκης όσο και προς το Βασίλειο της Ελλάδας.

Από Μ. Ασία και Αν. Θράκη

Προσφυγικά κύματα προς το Νότο θα εμφανιστούν και από τις περιοχές της Βόρειας Μακεδονίας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την ενσωμάτωσή τους στη Σερβία. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Βόρειας Μακεδονίας των περιοχών Μοναστηρίου και Στρώμνιτσας θα δεχθούν την πίεση των σερβικών αρχών, οι οποίες κατέβαλαν προσπάθεια εκσερβισμού των περιοχών.

Πολλοί θα διαλέξουν το δρόμο της προσφυγιάς προς τα ελληνικά εδάφη. Για την εποχή αυτή θα γράψει ο Στράτης Μυριβήλης, στο βιβλίο του «Η ζωή εν τάφω»: «Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι… Είναι μια μεγάλη πολιτεία σερβική, που οι κάτοικοί της είναι Ελληνες… Μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα..»

Οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία θα καταφθάσουν το 1914, όταν οι Νεότουρκοι εφαρμόσουν πολιτικές Γενοκτονίας, υλοποιώντας τις αποφάσεις τους για εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πρόσφυγες αυτοί θα επιστρέψουν στις πατρίδες τους για να εκριζωθούν οριστικά τρία χρόνια αργότερα με τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι νικητές του ελληνοτουρκικού πολέμου, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1922.

Η τελευταία πράξη της Μικρασιατικής Καταστροφής, πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, θα συμβεί τον Οκτώβριο του 1922 με την υποταγή της κυβέρνησης των Αθηνών στις αποφάσεις της Αντάντ και την εθελούσια παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στους κεμαλικούς. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες της Ανατολικής Θράκης θα μετατραπούν σε πρόσφυγες.

Η Συνθήκη της Λωζάννης θα επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα της ελληνικής ήττας στη Μικρά Ασία και θα αποφασίσει την υποχρεωτική Ανταλλαγή των πληθυσμών.

Από τη Ρωσία

Σημαντικοί αριθμοί Ελλήνων προσφύγων προέρχονταν από τις ρωσικές περιοχές. Κατ’ αρχάς η παραχώρηση από τον Λένιν στους Νεότουρκους των περιοχών του Ανατολικού Πόντου και των Καρς και Αρνταχάν του Νότιου Καυκάσου θα δημιουργήσει μεγάλα κύματα προσφύγων.

Το προσφυγικό ζήτημα θα το εντείνει η στρατιωτική επέμβαση της Αντάντ κατά των μπολσεβίκων. Περίπου 23.000 Ελληνες στρατιώτες, υπό τον Νίδερ, θα πολεμήσουν τους πρώτους 4 μήνες του 1919 κατά των μπολσεβικικών στρατευμάτων στη Νότια Ουκρανία και στην Κριμαία. Η ήττα τους θα δημιουργήσει ένα κύμα φυγής προς την Ελλάδα ντόπιων Ελλήνων, προερχομένων κυρίως από τα αστικά στρώματα.

Τα κύματα προσφύγων θα συνεχιστούν και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εφ’ όσον εκεί είχαν καταφύγει πολλοί πρόσφυγες από το μικρασιατικό Πόντο.

Οι προσφυγικές ροές δεν θα σταματήσουν με την ολοκλήρωση της Ανταλλαγής των πληθυσμών. Προσφυγικά κύματα θα παραχθούν και εξαιτίας των ενδοσοβιετικών συνθηκών και προβλημάτων που δημιούργησε η σταλινική πολιτική.

Νέοι πρόσφυγες, Πόντιοι, θα φτάσουν στην Ελλάδα το 1939 από τη Σοβιετική Ενωση ως απόρροια των σταλινικών διώξεων κατά μειονοτικών ομάδων. Γύρω στα 20.000 άτομα θα έρθουν στην Ελλάδα και θα εγκατασταθούν στο Κιλκίς, τη Χαλκίδα, τη Λαμία, το Αργος κ.α.

Το τελευταίο κύμα ομογενών προσφύγων αλλά και μεταναστών θα καταφθάσει τη δεκαετία του ’90 με τη σοβιετική κατάρρευση. Τόποι προέλευσης οι χώροι της σταλινικής τους εξορίας στην Κεντρική Ασία, αλλά και οι εστίες των σκληρών εθνικών συγκρούσεων που ξέσπασαν στον Καύκασο.

Η σημασία του συνεδρίου

Η σύγχρονη κιλκισιώτικη κοινωνία είναι δημιούργημα των μεγάλων κοινωνικών και γεωπολιτικών ανατροπών του 20ού αιώνα που χαρακτήρισαν την ευρωπαϊκή ιστορία και διαμόρφωσαν το οριστικό πρόσωπο των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής.

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο αποτελεί πραγματική πρόκληση για τον ερευνητή η αναζήτηση των συνθηκών μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε μια ολοκληρωτικά νέα κοινωνία, η «ανακάλυψη» των αντιθέσεων που παρήχθησαν μετά την αναγκαστική και οριστική συγκατοίκηση εντελώς διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, η διαμόρφωση ενός πολυπολιτισμικού κοινωνικού χώρου κάτω από την ομπρέλα της εθνικής ομογενοποίησης.

Επιπλέον, το χαρακτηριστικό της περίπτωσης του Κιλκίς είναι ότι όλα τα γεγονότα του Μεσοπολέμου αλλά και της δεκαετίας του ’40 συνέβησαν μέσα σε μια ρευστή, ακόμα, προσφυγική κοινωνία. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, το Συνέδριο του Κιλκίς υπήρξε ένα ιδιαίτερο και πρωτότυπο συνέδριο, που συνάντησε τη μεγάλη ανταπόκριση της περιβάλλουσας κοινωνίας.

Υπήρξε μεγάλος αριθμός ομιλητών, επειδή εξ αρχής αποφασίστηκε από την Επιστημονική Επιτροπή (Ι. Μιχαηλίδης, Στρ. Δορδανάς, Βλ. Αγτζίδης) να επιτραπεί στους τοπικούς μελετητές να παρουσιάσουν τις δικές τους εργασίες. Η συνάντηση «επαγελματιών» ιστορικών με τους τοπικούς μελετητές υπήρξε μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή του συνεδρίου.

Ετσι έγινε πράξη αυτό που χρόνια πριν είχε εντοπίσει ο Σπύρος Ασδραχάς: «Τη λίγο-πολύ περιφρονημένη τοπική ιστορία την ξαναβρίσκουμε μέσα από τους δρόμους που παίρνουν τα σημερινά ιστοριογραφικά ενδιαφέροντα, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι υιοθετούμε το συνολικό σχήμα. Τη συναντούμε κυρίως μέσα από τα ζητούμενα της μικροϊστορίας, στο βαθμό όπου η τελευταία κινείται στη μικρή τοπική κλίμακα με όσα αυτή συνέλκει στο επίπεδο της δημογραφίας, των ανθρώπινων ομαδώσεων, οικογενειακών, επαγγελματικών, κυριαρχικών (παράλληλων και διαπλεκόμενων), στο επίπεδο των συμπεριφορών».

Στο Κιλκίς έγινε ένα ενδιαφέρον πείραμα που θα άξιζε να μελετήσουμε περισσότερο αναδεικνύοντας τις επιμέρους θεματικές. Ενδιαφέρον δεν ήταν όμως μόνο ως μεθοδολογικό εγχείρημα, αλλά γιατί ανέδειξε και πάλι ότι ο τόπος αυτός -που δοκιμάστηκε σκληρά κατά τη δεκαετία του ’40- παραμένει ένας βαθύτατα διχασμένος τόπος.

Ενας τόπος που κουβαλά έως σήμερα τα ηθικά και ψυχολογικά τραύματα, κάτι που κάνει δυσκολότερη τη διαπραγμάτευση θεμάτων που αφορούν τη στάση των προσφύγων κατά τη δεκαετία του ’40 (Κατοχή και Εμφύλιος).

* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός,https://kars1918.wordpress.com/

 

Περισσότερα
Δείτε ακόμα