Τομέας γάλακτος: Καιρός γιά επιστροφή … στην λογική!
Γιά ακόμη μία φορά στην Πατρίδα μας, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, επιθυμούμε να περιορίζουμε τον ανταγωνισμό, ανάγοντας τον προστατευτισμό στην λειτουργία της οικονομίας ως κάτι που «επιβάλλεται γιά την προστασία όσων δραστηριοποιούνται σε έναν έκαστο τομέα».
Μία οπτική πλήρως εσφαλμένη γιά την οικονομία μιάς χώρας, τους καταναλωτές προϊόντων που σχετίζονται με αυτήν την παραγωγή και με μοναδικούς ωφελούμενους τους ολίγους προστατευομένους.
Ενδεικτική αυτής της αντίληψης είναι η τακτική που ακολουθήθηκε στον τομέα του γάλακτος στην χώρα μας.
Με την επιθυμία μας να «προστατευθεί» ο Έλληνας κτηνοτρόφος και η εγχώρια παραγωγή, είχαμε κατορθώσει επί σειρά ετών εκμεταλλευόμενοι και το σχετικό ευρωπαϊκόι πλαίσιο να βαπτίζουμε ως «φρέσκο» γάλα, το παστεριωμένο διάρκειας πέντε ημερών, κρατώντας τις τιμές παραγωγού αγελαδινού γάλακτος σε καλά επίπεδα.
Και τούτο, διότι οι πέντε ημέρες που προσέφερε την δυνατότητα εξάλειψης ουσιαστικώς ανταγωνισμού σε σχέση με το παραγόμενο γάλα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα την διατήρηση των υψηλών τιμών σε εγχώριο επίπεδο, καθώς το κόστος παραγωγής στην χώρα μας είναι υψηλό και προσφέροντας παράλληλα «προστασία» στον Έλληνα παραγωγό
Μία τακτική ενάντια στην λογική, ενάντια σε αυτήν του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού, βολική και γιά τα εγχώρια «καρτέλ» επεξεργασίας και παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων, και των σημείων πώλησής των, με μοναδικό χαμένο τον Έλληνα καταναλωτή δηλαδή την πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Η αλήθεια είναι, ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, επιχειρώντας να αλλάξει αυτό το καθεστώς, αλλά και διότι αυτή η πρακτική υπήρξε ένα πραγματικό «αγκάθι» στις σχέσεις μας με τις υπόλοιπες γαλακτοπαραγωγικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προώθησε ένα διαφορετικό πλαίσιο.
Και το έπραξε αυξάνοντας μεν κατά δύο τις ημέρες μέχρι την λήξη της κατανάλωσης του «φρέσκου»-παστεριωμένου γάλακτος, άρα και την δυνατότητα εισαγωγής τέτοιου προϊόντος από χώρες με δυνατότητα παραγωγής σε χαμηλότερο κόστος από το αντίστοιχο ελληνικό και, κατά συνέπεια, ανταγωνιστικότερες γιά τις αντίστοιχες ελληνικές.
Κάτι το οποίο θα «μεταφραζόταν» και στην πίεση προς τα κάτω και της τιμής παράδοσης του από τους Έλληνες κτηνοτρόφους, εάν δεν υπήρχε η διάταξη που ταυτοχρόνως επανέφερε στην τάξη τον ορισμό του φρέσκου γάλακτος προσδιορίζοντάς τον στις 48 ώρες από την ώρα που λαμβάνεται από τα ζώα.
Μία ουσιαστική και ειδοποιός διαφορά, που τέθηκε ουσιαστικώς στο περιθώριο από όσους δεν επιθυμούσαν να διαταραχθεί το ισχύον και πολύ βολικό γι’ αυτός καθεστώς.
Και τούτο διότι η κατανάλωση εκτός 48ωρου θα καθιστούσε αδύνατη λόγω περιορισμένου χρόνου την εισαγωγή του πραγματικά φρέσκου γάλακτος στην Πατρίδα μας, προσφέροντας την δυνατότητα απορρόφησης από τους κτηνοτρόφους όλης της εγχώριας παραγωγής και ισορροπώντας σε καλύτερα επίπεδα την αναλογία μεταξύ της τιμής παραγωγού και κατανάλωσης, που είναι 1 προς 4 σήμερα σε 1 προς 2 που ισχύει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Όμως, αυτή η παγματικώς σωτήρια και ενδιαφέρουσα γιά τους παραγωγούς αλλά και τους επίδοξους καταναλωτές πραγματικά φρέσκου γάλακτος με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο υγιεινής διατροφής, προϋπόθετε κυρίως μία βασική παράμετρο: Την οργάνωση από τους ίδιους τους παραγωγούς είτε συνεταιριστικώς, που θα ήταν το βέλτιστο, είτε κατά μόνας, την τυποποίηση και διάθεση μέσω σχετικού δικτύου του προϊόντος τους.
Δηλαδή από αυτό που δραματικά υστερεί ευρύτερα η κοινωνία μας, την ανάληψη ευθυνών και επιχειρηματικών «ρίσκων».
Κάτι το οποίο ουσιαστικώς δεν επετεύχθη στην βραχύβια εφαρμογή του μέτρου, καθώς ήταν πρακτικώς αδύνατον να διαμορφωθεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα μία τέτοια αντίληψη, αλλά και το απαραίτητο επιχειρηματικό πλαίσιο προς μία τέτοια κατεύθυνση.
Γεγονός, που απετέλεσε σημείο κριτικής την συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία αλλά και στην βάση να επανέλθει με την νέα κυβέρνηση στο προηγούμενο καθεστώς, προς ανακούφιση των πραγματικώς προστατευομένων, καθώς η μόνη επίπτωση που διαπιστώθηκε ήταν της υποχώρησης των τιμών του παραγωγού από τα 0.45 ευρώ το κιλό στα 0.41 μέσα σε διάστημα επτά-οκτώ μηνών.
Δυστυχώς, όμως, τα «ήρεμα νερά» του προστατευτισμού, που συντηρεί ολιγοπώλια, που «φρενάρει» τον υγιή ανταγωνισμό επί τη βάσει κανόνων και ελέγχου που θέτει η Πολιτεία, και, κατ’ επέκτασιν, την ανάπτυξη, την μείωση τιμών και την παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων, ήλθε να ταράξει η κατάργηση από πρώτης του μηνός του καθεστώτος ποσόστωσης γάλακτος.
Ένα καθεστώς, που είχε θεσπίσει από το 1984 η Ευρωπαϊκή Ενωση μετά την διαπίστωση, οτι η παραγωγή υπερέβαινε κατά πολύ την ζήτηση και που πλέον αλλάζει σύμφωνα με την ανακοίνωση στις 31.3.15 του επιτρόπου γεωργίας Φιλ Χόγκαν, καθώς με βάση τα νέα δεδομένα εκτιμάτια ότι η άρση τούτου του καθεστώτος θα βοηθήσει την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση στην ΕΕ.
Ανεξαρτήτως το κατά πόσον αυτή η εκτίμηση θα επαληθευθεί στην πράξη καθώς και σε επίπεδο ΕΕ υπάρχει προβληματισμός σε σχέση με το νέο καθεστώς, (βλέπε σχετικό άρθρο της «Η» στις 2 Απριλίου 2015), αυτό που έχει σημασίαγιά την έτσι κι αλλιώς «απροετοίμαστη επαρκώς χώρα μας να αντιμετωπίσει το νέο τοπίο», είναι να ανταποκριθεί στην νέα πρόκληση.
Η κατάργηση του πλαφόν παραγωγής είναι βέβαιον, ότι στο αρχικό στάδιο τουλάχιστον θα οδηγησει σε πτώση της τιμής, κάτι που άλλωστε ήδη καταγράφεται, όμως μπορεί όπως επίσης και των εισαγωγών γάλακτος, να αποτελέσει «εφαλτήριο» γιά αύξηση της παραγωγής και την είσοδο στο επάγγελμα και νέων παραγωγών.
Η επαναφορά του μέτρου του πραγματικώς φρέσκου γάλακτος αυτού που καταναλώνεται μέσα σε 48 ώρες και η ανάληψη επιχειρηματικής δράσης από κτηνοτρόφους σε επίπεδο συνεταιρισμού, ομάδας παραγωγών ή και κατά μόνας είναι αυτή που μπορεί να δώσει ουσιαστική ώθηση σε ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, εισοδήματα σε παραγωγούς νέους και παλιούς, αλλά και χαμηλές τιμές γιά καταναλωτές.
Σε αντίθετη περίπτωση θα μείνουμε γιά ακόμη μία φορά θεατές των εξελίξεων, αναζητώντας «σανίδες σωτηρίας» σε ξεπερασμένες μεθόδους προστατευτισμού, όχι αυτών που εμφανίζονται ως «θιγόμενοι» αλλά όσων βολεύονται με το μέχρι πρότινος καθεστώς.