Το καφενείο του Μουρτιάδη Αβραάμ στο Πολύπετρο (1966-2009)
Στην γενικότερη έρευνά μου, για την ιστορία, ήθη και έθιμα του χωριού μου, ένα κεφάλαιο περιλαμβάνει και τα καφενεία που υπήρξαν στο Πολύπετρο από της ιδρύσεως του (1885) έως σήμερα.
Το πρώτο καφενείο στο χωριό μας το Πολύπετρο καταγράφετε το 1930 με την προσέλευση των προσφύγων Μικρασιατών Κιζδερβενιωτών στο χωριό. Έως τότε, που το χωριό κατοικούταν από τους γηγενείς μακεδόνες κατοίκους του δεν υπήρχε καφενείο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων. Έκτοτε έως και σήμερα ακολούθησαν και άλλα πολλά. Η έρευνά μου στο σύνολο της, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αλλά σκέφτηκα κάθε ένα καφενείο που ολοκληρώνω, να το παρουσιάζω στους συγχωριανούς μου, αλλά και στην οικογένεια του ιδιοκτήτη ως αφιέρωμα.
Ξεκινώ την παρουσίαση των καφενείων Πολυπέτρου, με το καφενείο του Αβραάμ Μουρτιάδη, όπως ακριβώς καταγράφετε στην συνέντευξη που με παραχώρησε ο ίδιος το καλοκαίρι του 2018, σε ηλικία 87 χρονών.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πολυκράτης:
Κύριε Αβραάμ, πως σου ήρθε η ιδέα να ανοίξεις καφενείο στο Πολύπετρο;
Αβραάμ:
Η ιδέα να κάνω καφενείο, μου μπήκε όταν ήμουν στο Βέλγιο. Το 1957, 26 χρόνων έφυγα με μια παρέα από το Πολύπετρο για να δουλέψουμε στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Στο Βέλγιο, συχνάζαμε σε ένα ελληνικό καφενείο ενός κριτικού που τον έλεγαν Ανδρέα, η γυναίκα του ήταν από την Καλαμάτα. Με τον Ανδρέα γίναμε φίλοι και συζητούσαμε. Του είπα την σκέψη μου και αυτός με συμβούλεψε, να κάνω καλλίτερα μια άλλη δουλειά, γιατί η δουλειά του καφετζή είναι πολύ δύσκολη.
Πολυκράτης:
Δεν άκουσες όμως την συμβουλή του!
Αβραάμ:
Όχι. Αργότερα θυμήθηκα τα λόγια του Ανδρέα, αλλά ήταν αργά. Πράγματι είναι δύσκολη η δουλειά του καφετζή. Οι ώρες πολλές και έχεις να κάνεις με ανθρώπους κάθε λογής. Μερικοί δυστυχώς, ήταν αγενείς, και αυτό με στενοχωρούσε πάρα πολύ. Άλλοι πάλι, μάλωναν μεταξύ τους για τα προσωπικά τους και εγώ έκανα τον διαιτητή. Αν γυρνούσα το χρόνο πίσω δεν θα έπαιρνα την απόφαση να ανοίξω καφενείο.
Πολυκράτης:
Πόσα χρόνια εργάστηκες στο Βέλγιο;
Αβραάμ:
Στο Βέλγιο δούλεψα εννέα χρόνια έως το 1966 που ήρθα οριστικά. Διότι στα εννέα αυτά χρόνια, ενδιάμεσα πηγαινοερχόμουν στο χωριό και έκανα δουλειές.
Το 1965 αγοράσαμε μαζί με τον Ανάσταση Οργαντζή θεριζοαλωνιστική μηχανή. Ερχόμουν το καλοκαίρι, δουλεύαμε στα αλώνια και ξανά επέστρεφα. Τότε θεριζοαλωνιστική μηχανή είχαν και ο Αριστομένης (Μένος) Αλέκογλου με τον Φώτη Ακασίδη. Η πρώτη χρονιά με τον Αναστάση δεν πήγε καλά και συνεταιριστήκαμε την επόμενη με τους Αριστομένης (Μένος) Αλέκογλου και Φώτη Ακασίδη, δουλεύοντας τις δυο θεριζοαλωνιστικές μαζί. Ταλαιπωρία σκέτη, οι δρόμοι δεν ήταν καλοί, τα χωράφια ανώμαλα, αβαρίες παθαίναμε συνέχεια. Τι ήθελα και ασχολήθηκα με αυτές τις δουλειές…! Χάσαμε λεφτά! Αν δεν έμπλεκα με αυτά και είχα μόνο το καφενείο θα ήμουν ο καλύτερος.
Από το Βέλγιο έφερα μαζί μου και ένα μοτοσακό (Zundapp). Αυτό χρησιμοποιούσα όταν δουλεύαμε την θεριζοαλωνιστική μηχανή και μετακινούμασταν από το ένα τόπο στον άλλο. Να φανταστείς με αυτό δύο άτομα επάνω, ξεκινήσαμε από την Φλώρινα και φτάσαμε στις Σέρρες. Μετά από δύο χρόνια, το 1967 μου το έκλεψαν στην Θεσσαλονίκη. Το είχα παρκάρει εκεί που είναι σήμερα τα δικαστήρια δίπλα στον ΟΤΕ, εκεί ήταν τότε και το πρακτορείο του Κιλκίς. Την ίδια χρονιά αγόρασα την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα (Zundapp). Το 1985 την πούλησα, και πήρα το αγροτικό «Mitsubishi.»
Πολυκράτης:
Πότε άνοιξες το καφενείο;
Αβραάμ:
Το 1965, ήρθα από το Βέλγιο να κτίσω το μαγαζί για το καφενείο και επέστρεψα πάλι πίσω. Το 1966 το καλοκαίρι τον Ιούνιο μήνα, ήρθα οριστικά και άνοιξα το καφενείο. Ήμουν τριάντα πέντε ετών. Τότε ήρθε και το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, οπότε, το καφενείο λειτούργησε απ’ ευθείας με ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Όμηρος Πιπιλακίδης μου έκανε την ηλεκτρολογική εγκατάσταση. Αμέσως αγόρασα τον εξοπλισμό, ψυγείο, καρέκλες, τραπέζια και ξεκίνησα να δουλεύω.
Το 1967 παντρεύτηκα την γυναίκα μου την Ελένη Χαριτίδου από την Λιβαδίτσα του νομού Πέλλας. Ήμουν 36 χρόνων. Αποκτήσαμε δύο κορίτσια.
Πολυκράτης:
Δούλευε καλά το καφενείο;
Αβραάμ:
Τότε τα πρώτα χρόνια δούλευα καλά. Είχε κόσμο στο χωριό νεολαία πολλή, η βόλτα εδώ στο δρόμο μας γινόταν. Μόνο από τα παγωτά, τα αναψυκτικά και τα σπόρια, έβγαζα μεροκάματο. Παίζανε και πολλή «κουμάρι»1 τότε οι άνδρες, και αυτό με βοηθούσε αρκετά. Είχα και πρατήριο άρτου. Έφερνε ψωμιά από τα Άθυρα ο αρτοποιός Παναγιώτης Καλλιώτης. Περνούσα και φιάλες υγραερίου στα σπίτια. Η νέοι εδώ σύχναζαν, διασκέδαζαν με το ηλεκτρόφωνο (jukebox) που ήταν στην μόδα τότε. Και με την τηλεόραση που πρωτοβγήκε, τότε έβλεπαν ποδόσφαιρο, γέμιζε το καφενείο, δεν είχαν που να καθίσουν. Την τηλεόραση (URANIA), την αγόρασα το 1969 ή 1970 νομίζω.
Μια φορά μετά την Ανάσταση θυμάμαι ήρθαν οι νεολαίοι, να διασκεδάσουν. Εκείνη την εποχή, όταν χόρευαν, σπάνανε κιόλας. Ο Σταφύλης Κωνσταντίνου εκεί που χόρευε, γλίστρησε από τα σπασμένα γυαλιά, έπεσε και τραυματίστηκε στο μάτι. Έτσι ήταν τότε η διασκέδαση, δεν γινόταν, αν δεν σπάνανε πιάτα και μπουκάλια, πολλές φορές με σπάνανε και τα τραπέζια και τις καρέκλες. Σήμερα διασκεδάζουν πολιτισμένα. Εγώ δούλευα με τους νέους που έως τότε δεν υπήρχε μαγαζί για να βγαίνουν και τους έκανα και τα κέφια. Αργότερα δούλευα με όλες τις ηλικίες. Όταν άνοιξαν οι καφετερίες και οι νέοι πήγαν σε αυτές.
Πολυκράτης:
Πανηγύρια έκανες; γιατί θυμάμαι, ένα που ήμουν μικρός. Θυμάμαι και τους μικροπωλητές, τις κούνιες και το αυτοκίνητο με τα τυχερά παιχνίδια που στήθηκαν απέναντι από το καφενείο!
Αβραάμ:
Πανηγύρια δεν έκανα στο καφενείο μου. Δεν έμπλεξα με αυτά. Μία φορά μόνο το 1968, ήταν αυτό που θυμάσαι, ο Πέτρος Γραμματικός με τον κουμπάρο του τον Ιωακείμ Πετρίδη νοίκιασαν το μαγαζί, για να κάνουν το πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου. Ξεκίνησαν με ενθουσιασμό μεγάλο, κλείσανε τον τραγουδιστή Χαραλαμπίδη Βλαδίμηρο2, πολλή γνωστό την εποχή εκείνη. Δυστυχώς ο καιρός τους τα χάλασε. Λίγο πριν ξεκινήσουν την ώρα που ο κόσμος ερχόταν, έπιασε βροχή. Βγήκε και ένας αέρας δυνατός, πήρε τα αντίσκηνα και άφησε ακάλυπτα τα τραπέζια που ήταν στον δρόμο. Ο Χαραλαμπίδης με την κακοκαιρία άργησε και αυτός να έρθει, ο κόσμος έφυγε, τα κοτόπουλα έμειναν. Μπήκαν μέσα οι άνθρωποι.
Στις εκλογές ερχόταν πολιτευτές και μιλούσαν. Εγώ τότε με τον Παπανδρέου τον Ανδρέα το έκανα γραφείο του ΠΑΣΟΚ. Ήταν τότε η εποχή με τα πράσινα και γαλάζια καφενεία, αλλά σε μένα ερχόταν όλοι, δεν τους ξεχώριζα πολιτικά.
Όταν άνοιξα το καφενείο, είχε τρία καφενεία στο χωριό. Του Χειμωνίδη Γιώργου, του Μπεκτασιάδη Άνθιμου, και του Πεχλιβάνη Παντελή το οποίο δούλευε καλά, διέθετε και παγωνιέρα πριν το ρεύμα. Στην πλατεία ήταν, είχαν κόσμο μεγάλης ηλικίας όμως.
Πολυκράτης:
Μαζί με το καφενείο έκανες και την δουλειά του αγρότη αν δεν κάνω λάθος;
Αβραάμ:
Από το 1966 που άνοιξα έως και το 2009 δούλευα το καφενείο, 43 ολόκληρα χρόνια. Βέβαια δεν έκανα μόνο αυτή την δουλειά. Αυτά με «φάγανε», δυο φορές άνοιξα παντοπωλείο, έκτιζα και γκρέμιζα. Μετά όταν τα κορίτσια μεγάλωσαν έβαλα καπνό πέντε-έξη χρόνια. Η επιλογή να ασχοληθώ και με άλλες δουλειές ήταν λάθος, έπρεπε να ασχοληθώ μόνο με μια δουλειά. Αντί να δουλεύω το μαγαζί, αντίσκηνα έκανα για να ξεράνω τα καπνά, μέσα στο μαγαζί βελόνιαζα…. Μαγαζί με άλλες δουλειές μαζί σε κουράζουν, δεν γίνεται. ΤΕΛΟΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ
Δυο λόγια για τον συμπαθέστατο καφετζή Αβραάμ Μουρτιάδη
Ο Αβραάμ (Αβράμης) Μουρτιάδης, ο αφοσιωμένος στην δουλειά του καφετζής, πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει τους πελάτες του, με το μοναδικό χιούμορ και το πράο χαρακτήρα που διέθετε, κατάφερε να είναι, αγαπητός σε όλους.
Το καφενείο του άφησε εποχή, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Ότι ήταν το πρώτο καφενείο με ηλεκτρικό που παρέτεινε την παραμονή των θαμώνων του, έως και τις πρώτες πρωινές ώρες κυρίως το χειμώνα που οι αγροτικές εργασίες λιγόστευαν! Τα χαρτιά με τα τυχερά παιχνίδια που οι χαρτοπαίκτες επέστρεφαν ξημερώματα στα σπίτια τους! Τις αθλητικές Κυριακές, με την χαρακτηριστική ευχάριστη φωνή του Γιάννη Διακογιάννη, στην διαπασών να προσηλώνει τους ποδοσφαιρόφιλους τηλεθεατές στη ασπρόμαυρη οθόνη της (URANIA)! Τα γλέντια των μερακλωμένων τσιπουρόφιλων, που στήνονταν μπροστά στο ηλεκτρόφωνο (jukebox)! Τις ατέλειωτες νύχτες αγωνίας με τις αγοροπωλησίες των καπνών με τους καπνέμπορους και τους καπνοπαραγωγούς να προσπαθούν να καθορίσουν συμφέρουσες τιμές, (πάντα κερδισμένοι έβγαιναν οι έμποροι)! Τα παγωτά της ΕΒΓΑ, τις βυσσινάδες, τις πορτοκαλάδες (fanta), τις γκαζόζες, που ήταν τα αγαπημένα δροσιστικά των παιδιών! Τα κρύα πρωινά του χειμώνα που άναβε από νωρίς την ξυλόσομπα του καφενείου του, για να ζεστάνει τους αγουροξυπνημένους μαθητές του γυμνασίου μέχρι να έρθει το λεωφορείο! Τους συνταξιούχους να περιμένουν υπομονετικά τον ταχυδρόμο να πάρουν την σύνταξη τους! Εικόνες πολύ διαφορετικές από τις σημερινές, εικόνες νοσταλγικές, μιας άλλης εποχής, που μοιάζουν ν’άχουν βγει από κάποιο παραμύθι.
Το καφενείο του Μουρτιάδη Αβραάμ έγραψε την δική του ιστορία στο Πολύπετρο.
1) Τυχερό παιχνίδι με τα χαρτιά της τράπουλας ή τα ζάρια
2) Χαραλαμπίδης Βλαδίμηρος, δημοφιλής τραγουδιστής κατά τις δεκαετίες 1960-70, Γεννημένος στο χωριό Πατρίδα Βεροίας από πόντιους γονείς. Τα τραγούδια του αναφερόταν κυρίως στην προσφυγιά, την μετανάστευση, το πόνο της ξενιτειάς. Οι περιοδείες του στην Γερμανία σημείωναν μεγάλη επιτυχία.