Θεοφάνεια στη Γουμένισσα και στον Αξιό (μεθέορτες προσεγγίσεις, ανατροφοδοσία στα στιγμιότυπα μνήμης)
Μια από τις συνεχείς και ποιητικές αποτυπώσεις στην Ευχή του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανείων, από τον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων, μας δίνει αφορμή για ολοκάρδια ευχετική ανταπόκριση στην εκκλησιαστική “συμμελία” και ελάχιστες μεθέορτες σκέψεις.
Ποιος ήταν ο άγιος Σωφρόνιος;
Γεννημένος στη Δαμασκό, έζησε την μεταβατική εποχή 5ου και 6ου αιώνα (560-638), όταν πιά είχε σβήσει η δυτική ρωμαική αυτοκρατορία. Διήλθεν ως ασκητής την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Β. Αφρική, την Ρώμη και την βασιλεύουσα, με κίνητρα θεολογικής παρέμβασης στις τότε ευαίσθητες (και μετέωρες) αυτοκρατορικές και θρησκευτικές παρεκβάσεις της ανατολής, για να καταλήξει τελικά ολιγόχρονος πατριάρχης στην Παλαιστίνη, με το σύντομο βιολογικό του τέλος περίπου συνακόλουθο προς την αναπόφευκτη διασωστική παράδοση των Ιεροσολύμων στους Άραβες.
Ένας εξαιρετικά χαρισματικός άνθρωπος χωρίς έπαρση, με σπάνια μόρφωση, ποιητική και μουσική έμπνευση, με περιηγητική μνήμη και ρητορικό παλμό, ασκητής μαθητείας και πράξης, ευφυέστατος και θεάρεστα προσεκτικός στις επιλογές των προσοικειωμένων, πολύτιμος δέκτης και μεταδότης της μοναδικής οικουμενικής ορθοδοξίας, όλος ιερωμένος Θεώ και άγιος θεολόγος, καταξιωμένος Πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Αλλά και πολύ πονεμένος με τις συγκυρίες της ιστορίας. Η ζωή του πέρασε από πολλές δυσκολίες, αφήνοντας στην ψυχική του μνήμη έκτυπα τις ταλαιωρίες αυτές. ‘Η εκκλησιαστική του πιστότητα και ενεργητικότητα συναπαντήθηκε με ιστορικές και λεπτότατες αιρετικές απειλές κατά της χριστολογικής σωτηριολογίας. Σε μια πανταχόθεν απειλούμενη ανατολική ρωμαική αυτοκρατορία (οικονομικά και δημογραφικά συρρικνούμενη σε Συρία-Παλαιστίνη-Αφρική), η εξουσία των χρόνων του προτιμούσε μια ενωτική θρησκειακή εργαλειοποίηση του πολυφυλετικού και πολυπολιτισμικού (ανατολικού) χριστιανισμού.
Καθιερώθηκε στην αίσθηση της Εκκλησίας ως άγιος Πατέρας (προηγηθείς σε δράσεις με τον θεολογικώς ομόφρονα και διάδοχό του, εγκρατέστατο και παραγωγικό άγιο Μάξιμο τον ομολογητή). Όλα του τα προσόντα τα ενέταξε με μιάν ορθοτομούσα ευαισθησία στην εκκλησιαστική χριστολογική ακρίβεια, πιστότητα και συνέπεια. Με χριστολογική σοφία και θεολογική ρωμαλεότητα υπηρέτησε θεοφώτιστα την Εκκλησία σε κρίσιμες εποχές, απέναντι στους πολιτικής φύσεως συμβιβασμούς θρησκευτικής ενωτικής πολιτικής του τότε αυτοκράτορος Ηρακλείου, έναντι των μονοφυσιτών, υπό τον ορατό κίνδυνο της συνεχούς προώθησης των Αράβων στην Παλαιστίνη-Συρία και την Αίγυπτο. Αγίασε, επειδή ευαρέστησε στο Θεό υπηρετώντας θεοφώτιστα την Εκκλησία. Καταξιώθηκε επί γης, με την παραδοσιακή ορθόδοξη άσκηση της θεοκοινωνίας και κυρίως με την πατερική ορθόδοξη άθληση της θεολογικής ποιμαντορίας.
Τελικά, όλα αυτά που αποτυπώνει με τόσην ποιητική ένταση κι επιμονή στην ποιηματική ευχή των Θεοφανείων, μήπως ήταν μια έκρηξη υπέρβασης της εσχατολογικής εκκλησιαστικής ελπίδας απέναντι στην αδυσώπητη κι αδιέξοδη ενιστορία εκείνων των χρόνων;
Δεν αποκλείεται.
Από το ποιητικό του έργο (πληθωρικό για τόσες διά βίου μετακινήσεις), διασώζεται και η αναγινωσκόμενη εκφώνως εκτενέστατη αυτή Ευχή του Μεγ. Αγιασμού!
Από την εκστατικά πληθωρική και μουσικο-ποιητικά δοξολογική θεολογία της ευχής (και όχι μόνον), φαίνεται ολοκάθαρα ότι φλεγόταν κυριολεκτικά να καταστήσει θεομετόχους και τους άλλους ανθρώπους. Η θαυμάσια και εκτενέστατη ομιλία/ευχή του Μεγ. Αγιασμού είναι μια θεολογικότατη εκκλησιαστική προσευχή θεολογικής ανακεφαλαίωσης, ομολογίας και ευχαριστίας, δοξολογίας και ικεσίας. Ξεκινά από την θεολογία, για να υπερπληρωθεί από την χριστολογική σωτηριολογία σε εσχατολογική προοπτική.
Συνέθεσε με ιερό παλμό και μας παρέσχε ωσάν ένα αναλυτικό ομιλητικό “Πιστεύω”, εκτενέστερο, που αρχίζει από την Τριαδική θεολογία και απλώνεται βασικά στην θεανθρώπινη Οικονομία.
Έχουμε μια νέα υμνητική αδολεσχία στο έργο της άχραντης υπακοής και της σαρκώσεως του Κυρίου. Μια ευχή που συνταιριάζει με την νοερή αδολεσχία των διαιώνιων θεολατρευτών και θα μπορούσε να είναι από τις πιο τέλεια σκηνοθετημένες βιβλικο-πατερικές θεολογικές κατηχήσεις. Μια ευχή λατρευτικής ολοκαρδίας από μέρους της λυτρωμένης ανθρωπότητος, με εκτενέστατη δεητική αναφορά και ευχαριστία στον Τριαδικό Θεό.
Εντρυφώντας κανείς στην Ευχή αυτή, ακόμη και συμβοηθούμενος από την παραδοσιακά μείζονα λειτουργική σύναξη του λαού, ανακιρνάται με την θεολατρευτική συνείδηση αιώνων εκκλησιαστικού βίου.
Παρ᾽ ότι όλες οι εκφράσεις της εκτενέστατης Ευχής απ᾽ αρχής μέχρι τέλους κατανύσσουν και συνάμα συναρπάζουν τον νού μας προς την αποκαλυπτική τους θεολογική πληρότητα, ας εστιάσουμε ωστόσο σε μια πολύ απλή ποιητική διατύπωση:
“Σήμερον πάσα κτίσις λαμπαδοφεγγεί άνωθεν”.
Καταρχήν θα μπορούσαμε να σκεφθούμε πως έχουμε μια ωραιότατη ποιητική απεικόνιση, μια εικονική αποτύπωση. Θεολογώντας ευχετικά με την θαυμάσια ρητορική του ποιητικότητα ο Άγιός μας, “φωτογραφίζει” τον εορτασμό και προχωρεί πιο πέρα από τα αισθητά. Αγρυπνία της εορτής των Θεοφανείων, σύναξη πλήθους πιστών, συναγερμός λατρείας του επιφανέντος Θεού, αμέτρητες λαμπάδες φωτισμού των ναών, πλατυνόμενη διάχυση της χαράς ωσεί φωτός και μόνον φωτός των λατρευτών της Αγίας Τριάδος, από τόσες λαμπάδες (χεριών και καρδιών) διαχέεται ολόγυρα ένα παρέορτο ιλαρόν φως που εικονίζει και επιποθεί “το φως της αγίας δόξης του αθανάτου Πατρός, τον Ιησού Χριστό”, ώστε να πλατυνθούν οι καρδιές, να καθαρθούν και να φωτισθούν, για να λατρεύσουν ολοτελώς “Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν”.
“Σήμερον πάσα κτίσις λαμπαδοφεγγεί… ”.
Ο άγιος Σωφρόνιος προχωρεί από την αισθητή εικόνα στην υπεραισθητή άλλη, την αληθινή και (προ)βιουμένη πραγματικότητα. Φεγγοβολούν τα πάντα “άνωθεν”, από τον ουρανό, από την “αόρατη (κι όμως μεθεκτή) επιφάνεια του Θεού ημών”. Η θεοφανέρωση των Φώτων, η αυτοπαρουσίαση της Αγίας Τριάδος στην βάπτιση του Κυρίου, ένα μυστήριο και γεγονός θεικής συγκατάβασης χάρη στο μυστήριο και γεγονός της σάρκωσής Του, διασχίζει την κτιστότητα και φωτίζει άνωθεν όλη την κτίση. Χάρη στον πανανθρώπινο στόχο της αγάπης του ζώντος Θεού.
Η πληθύς των ανθρώπων δεν το βλέπουμε. Κι όσο προχωρούν τα χρόνια της άπιαστης διάχυσης του νού και της εμπαθούς σύγχυσης των συνειδήσεων (όπως θα διεγίνωσκε όλη η Πατερική παράδοση), πολύ περισσότερο προχωρεί μεταβολιζόμενη η πανδημική ίωση του σκοτασμού “των οφθαλμών της καρδίας”, ώστε να μην μπορεί να “θεωρεί” τον Χριστό. Και ο μεν Κτίστης οράθηκε εν δούλου μορφή, θεωρείται όμως και κοινωνείται και γίνεται θεατός, όσο ενεργείται στη συνειδητότητα και στο “είναί” μας το χριστολογικό γεγονός και το αγιοπνευματικό μυστήριο της Εκκλησίας.
Η πληθύς των ανθρώπων χρειάζεται το βλέμμα και το στόμα (την απλανή εμπειρία και την απλανή κατήχηση) του Βαπτιστού Ιωάννου ή του Στεφάνου ή του Παύλου και των προσομοίων σ᾽ αυτούς Σωφρονίων ανά τους ιστορικούς αιώνες, που βλέπουν και δείχνουν σταθερά τον πάντοτε Ερχόμενον, τον Υιό του Πατρός, τον Αμνό του Θεού. Τέτοιοι άνθρωποι είναι οι κυριολεκτούμενοι άνθρωποι του Θεού, που έχουν ενεργό στην θεοκαθαιρόμενη είτε και θεουργούμενη καρδιά τους την αποκάλυψη “του επιφανέντος Θεού”, του Χριστού μας.
«Πάσα η κτίσις λαμπαδοφεγγεί άνωθεν».
Μια φράση-κλειδί από τον γλωσσοπλάστη αλλά και θεοφορούμενο Πατέρα, τον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων, μας θυμίζει τα θεόκτιστα όριά μας και την μοναδική τους δυνατή καταξίωση και πιστοποίηση και υπέρβαση.
Είμαστε κομμάτι της κτίσης, διαχειριστές και βασιλιάδες και ομορφιά της, “βασίλειον ιεράτευμα”, ορατός λογικός της σύνδεσμος με τον Κτίστη. Κι αυτή η κτίση (κι ας φαίνεται πιο απέραντη από μας σε μικρομοριακές συνιστώσες είτε σε έτη φωτός) ωστόσο εξαιτίας μας λαμπαδοφωτίζεται και εξαιτίας μας γίνεται φωτεινή “άνωθεν”, δεχόμενη το Φως το εκ Φωτός “εν δούλου μορφή” δι᾽ ημάς.
Με αυτόν τον ποιηματικά θεολογικό όρο “άνωθεν” διαλαλείται και εξυμνείται η προσληπτική συγκατάβαση του σαρκωμένου Θεού προς το “κάτωθεν” της στενόκαρδης ιστορίας μας και την περί ημάς συνταλαιπωρία της ολοκτισίας. Ο αγιασμός των υδάτων “τη αοράτω επιφανεία του Θεού ημών” (τεκμαιρόμενος από την διατήρηση του καθαγιασμού στο άλλογο και άψυχο ύδωρ, πάλιν όμως για χάρη μας), είναι για όλους μας ένας μικρός “Προδρομικός άμβωνας μετάνοιας”, ώστε εμείς οι έλλογοι να αποζητούμε τον άνωθεν αγιασμό της φύσης μας, με την χριστοποιημένη μετάνοια της θεόδοτης ελευθερίας μας.
Για να βρεθούμε στην επικαιρότητα του εορτασμού, όχι μόνο με την κοσμοσυρροή, αλλά και με την αποζήτηση της θείας χριστολογικής κληρονομιάς μας: «Σήμερον τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει, και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί… Σήμερον ο Δεσπότης προς το βάπτισμα επείγεται, ίνα αναβιβάση προς ύψος το ανθρώπινον…».
Με το “άνωθεν” διαδηλώνεται ότι τα Θεοφάνεια έγιναν ολότελα δικά μας, χάρισμα του Θεού της θείας επιφανείας, χαριτόδωρο δώρημα προς την δική μας κτιστή φύση. Και το ξαναζούμε εορτολογικά (θεομεθεκτικά) με την συμμετοχή μας στα Θεοφάνεια.
Γι᾽ αυτό το “άνωθεν” της προς ημάς συγκαταβάσεως μας ετοιμάζει η εκκλησιαστική συμμετοχή, η λειτουργική ενεργός συμμετοχή στην οικονομία της θείας σαρκώσεως, το “αγαπήσωμεν αλλήλους”, το “άνω σχώμεν τας καρδίας”, η δική μας συνεκκλησιασμένη απόκριση στο Φως το αληθινό, στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, όπως Τον φανέρωσε ο Τίμιος Πρόδρομος και θεολόγησε περί Αυτού ο πνευματορρήτορας ευαγγελιστής Ιωάννης.