Αρθρογραφία

ΤΟ ΖΩΟΠΑΖΑΡΟ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο μοναδικός κοινόχρηστος χώρος της πόλης όπου γινόταν και το ζωεμπόριο ήταν μια μεγάλη δενδροφυτευμένη πλατεία στη συμβολή των σημερινών οδών 21ης Ιουνίου και Βενιζέλου, που σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες ονομαζόταν «Ατ Παζάρ». Με το ρυμοτομικό σχέδιο του 1922, που συνέταξε ο Άγγλος αρχιτέκτονας Harold F. Trew, δημιουργήθηκε η πλατεία της «Νέας Αγοράς», η σημερινή «πλατεία Λατσιών», όπου γινόταν η εβδομαδιαία λαϊκή αγορά και το ζωεμπόριο.

Η λειτουργία της πλατείας ως ζωαγοράς ανάμεσα σε πυκνοδομημένα τμήματα του αστικού ιστού ήταν αιτία υποβάθμισης αυτής της περιοχής κατοικίας, γι αυτό και το κοινοτικό συμβούλιο στις 6/2/1934 ζήτησε να μετατοπιστεί αυτή η χρήση σε άλλη περιοχή: «Η μεταφορά αυτή επιβάλλεται δια λόγους καλαισθησίας όσον και δημοσίας υγείας, της νυν χρησιμοποιουμένης πλατείας μικράς και εν τω κέντρω της πόλεως ευρισκομένης, τυγχανούσης όμως ακαταλλήλου, ενώ αντιθέτως, ο νέος χώρος εις το άκρον της πόλεως και κατά πολύ ευρύχωρος ανταποκρίνεται πλήρως εις άπασας τας ανάγκας της ζωοαγοράς». Ο χώρος που επιλέχθηκε ήταν η σημερινή «πλατεία Γαλήνης», το γνωστό «Ζωπάζαρο», που βρισκόταν τότε εκτός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, σε επαφή με το όριο της πόλης.

Εκεί κάθε Σάββατο γινόταν η αγοραπωλησία ζώων που προορίζονταν είτε για σφαγή, είτε για πάχυνση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν ζώα προχωρημένης ηλικίας που δεν απέδιδαν ως προς τη γαλακτοπαραγωγή όπως προβατίνες 6-7 χρόνων ή αγελάδες που είχαν ξεπεράσει τα 10 χρόνια. Τα ζώα που αγοράζονταν με σκοπό την πάχυνση ήταν μικρής ηλικίας, όπως τα μοσχάρια 5-6 μηνών και συνήθως ο ζωέμπορος αγόραζε αρκετά από αυτά, ακόμη και ολόκληρο κοπάδι. Άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια ήταν το είδος των ζώων που εμπορεύονταν ο «τσαμπάζης» ή «τσαμπάσης», ενώ ο προβατέμπορος αποκαλούνταν «τζελέπης». Οι τοπικοί ζωέμποροι είτε εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι τα αγορασμένα ζώα μεταπουλώντας τα, είτε λειτουργούσαν ως παραγγελιοδόχοι για λογαριασμό μεγαλύτερου ζωέμπορου ή κρεοπώλη.

Το πολύβουο ζωοπάζαρο από τις φωνές των συναλλασσόμενων που αναμιγνύονταν με τα βελάσματα των προβάτων, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και τους γρυλισμούς των χοίρων περιγράφει ο Θανάσης Χατζημητάκος στις «Κιλκισιώτικες αναμνήσεις» του: «Η πλατεία είχε σπίτια από τις τρεις πλευρές, η νότια είχε συνέχεια στα χωράφια. Συνέχεια από το Φόρο ήταν μια στενόμακρη στέρνα με βρύση, για να ποτίζουν οι συναλλασσόμενοι τα ζώα τους. Οι ενδιαφερόμενοι τσαμπάζοι – έμποροι που αγόραζαν τα ζώα – είχαν μπήξει σε καίρια σημεία της πλατείας, όχι στη μέση της, κυρίως στη βορεινή πλευρά της, πασσάλους ξύλινους ή σιδερένιους, για να δένουν οι χωρικοί τα ζώα τους ή οι ίδιοι όσα αγόραζαν, ως τη στιγμή που θα τα οδηγούσαν στις μάνδρες τους ή στα σφαγεία.

Κι έφερναν οι ενδιαφερόμενοι εκεί ζώα κυρίως μεγάλα, άλογα και γαϊδούρια, αγελάδες και βόδια και μοσχάρια και βουβάλια, σπάνια πρόβατα και γίδια. Γινόταν λοιπόν στο ζωοπάζαρο μεγάλο παζάρεμα για να χτυπηθούν οι τιμές και μια συναλλαγή μπορούσε να κρατήσει και ώρες. Βέβαια η παραμονή δεν ήταν ευχάριστη μέσα στο χώρο με τα ιδρωμένα σώματα και πρόσωπα των χωρικών και τσαμπάζων και προπάντων με τα περιττώματα των ζώων, που κόπριζαν σαν ζώα και λέρωναν τον τόπο».

Η επιλογή του ζώου που αγόραζε ο ζωέμπορος, αν αυτό προοριζόταν για πάχυνση γινόταν με βάση τη ράτσα του, τη σωματική του κατάσταση και την ηλικία του. Τη σωματική κατάσταση, αν δηλαδή ήταν καχεκτικό ή όχι, την αντιλαμβανόταν με την πρώτη ματιά και την προοπτική ανάπτυξης τους επίσης την αντιλαμβανόταν οπτικά, αφού από τη διάπλαση του σώματος μπορούσε να ξεχωρίσει τα «μονά» από τα «διπλά» μοσχάρια. Για να διαπιστώσει την ηλικία του ζώου εξέταζε τα δόντια του και τη στιλπνότητα του τριχώματος. Κάποιοι τραβούσαν τις ουρές των γαϊδάρων, όχι για να μη στάξουν, αλλά για να διαπιστώσουν την αντοχή τους κι άλλοι κρεμιόταν από τα κέρατα των βοδιών.

Ο ζωέμπορος για να είναι αξιόπιστος έπρεπε να διαθέτει οικονομική επιφάνεια και μάλιστα να την επιδεικνύει, κάτι σαν τη γυναίκα του καίσαρα δηλαδή που όχι μόνο πρέπει να είναι τίμια αλλά και να φαίνεται. Την περιγραφή ενός τέτοιου τσαμπάζη στο Κιλκίς κάνει ο Λάζαρος Παυλίδης στο μυθιστόρημα του «Ο χρυσός νοικοκύρης»: «Οι μεγάλοι ζωέμποροι έρχονταν καβάλα στα άλογα μ’ ένα κίτρινο ή κόκκινο ζωνάρι στη μέση, με ασημένιο ρολόι της τσέπης, κρεμασμένο στο γιλέκο από ένα γάντζο και συνήθως μέσα σε μια θήκη καμωμένη από ψιλές χάντρες. Ο πιο σπουδαίος ήταν ο Φιλώτας. Αυτός φορούσε άσπρο πουκάμισο, μαύρο κοστούμι, στενά παπούτσια λουστρίνια, ένα μαστίγιο στο χέρι κι ένα σακούλι λίρες κρεμασμένες στη μέση από πέτσινο κορδόνι. Στο πορτοφόλι του είχε χιλιάρικα – μάτσο ολάκερο.

Φούσκωνε στο στήθος του κι έδειχνε σαν πρησμένο… Οι βοηθοί του έρχονταν πολύ πιο νωρίς απ’ αυτόν. Κι όλοι τους περίμεναν το Φιλώτα ν’ ανοίξει τιμές. Οι χωρικοί του ‘χαν εμπιστοσύνη και προτιμούσαν να δώσουν το ζώο τους σ’ αυτόν, παρά σε άλλον έστω κι αν τους έκοβε διακόσιες δραχμές». Όσοι όμως δεν είχαν πραγματικό οικονομικό απόθεμα μεταχειρίζονταν διάφορα τεχνάσματα για φαίνεται ότι το διαθέτουν. Πολλοί από αυτούς τύλιγαν τα χαρτονομίσματα σε χοντρά ρολά βάζοντας απ’ έξω ένα χιλιάρικο ενώ στο εσωτερικό υπήρχαν μόνο πενηντάρικα ή κατοστάρικα.

Εκτός από τις αγοραπωλησίες ο τσαμπάζης έκανε και ανταλλαγές ζώων, καλύτερων ή υποδεέστερων καταβάλλοντας ή εισπράττοντας αντίστοιχα τη χρηματική διαφορά. Το ζώο αυτό, αφού το περιποιούνταν, το μεταπωλούσε σε καλύτερη τιμή.

Στο χώρο του ζωοπάζαρου δούλευαν και διάφοροι μικροπωλητές, όπως πωλητές νερού ή αναψυκτικών που φρόντιζαν να δροσίζουν τους διψασμένους χωρικούς και ζωέμπορους. Μια δεκάρα στοίχιζε το ποτήρι του νερού που κουβαλούσαν με τη στάμνα τους και μια δραχμή ο κουβάς για τα ζώα που έπρεπε κι αυτά να ξεδιψάσουν. Μετά το τέλος του ζωοπάζαρου τις απογευματινές ώρες οι δημοτικοί οδοκαθαριστές αναλάμβαναν να καθαρίζουν το χώρο της πλατείας που μέχρι το επόμενο Σάββατο ήταν στη διάθεση των παιδιών της γειτονιάς να χαρούν το παιχνίδι τους.

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα