«Πυρετοί μας πειράζουν, κύριε υποδιοικητά και δεν έχωμε κινίνο», ήσαν οι πρώτες λέξεις όταν μ’ είδαν στο χωρίο τους [Ποταμιά]. Δεν ήταν ανάγκη να μου το πούνε, τα μούτρα τους κι’ η σπλήνα – μπάκα- πούχαν, όλοι σχεδόν, το μαρτυρούσανε…. Και με τις πληροφορίες που μούδωσε ο αγροφύλακας, μόλις είχαν συμπληρωθεί δυο χρόνια πούχανε εγκατασταθεί σ’ εκείνην τη λάκκα κι ήσαν όλοι τους περί τους 150 κι’ είχαν αποθάνει περί τους είκοσι πέντε από πυρετούς κι’ είχε ένας και μισός χρόνος να γεννηθεί μικρό στο χωριό τους. Αυτή ήτανε η κατάστασις από υγιεινής πλευράς. Χωρίς γιατρό και σπετσιέρη [φαρμακοποιό] στο Κιλκίς για να δώσει έστω κι ένα κουφέτο κινίνης». Με αυτά τα μελανά χρώματα περιέγραφε την κατάσταση της περίθαλψης στα 1916 ο υποδιοικητής Κιλκίς Γαλάνης.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή η αναφορά του δικηγόρου Επαμεινώνδα Σωτηριάδη, σε αδημοσίευτο χειρόγραφό του, για τις ασθένειες, που στις αρχές της δεκαετίας του 1920 μάστιζαν τους ήδη εξασθενημένους από τις ταλαιπωρίες της μετοικεσίας πρόσφυγες: «Στα μέρη μας τα ορεινά δεν υπήρχαν πυρετοί. Στην Ρωσία, τότε στη προσφυγιά, μάθαμε τη «μαλάρια» όπως την λέγανε όπου υπήρχε. Τώρα την εγνωρίσαμε καλά στο βασίλειο της. Όλη η βόρειος Ελλάς εμαστίζετο από την ελονοσία. Πήρε και ελληνικό όνομα και μπήκε στο αίμα των Ελλήνων. Στην Μακεδονία ήταν φυσικό να πάρει και την μεγαλύτερη έξαρση ανάμεσα στους πρόσφυγες. Την ευνοούσε ο υποσιτισμός, η ελαττωματική στέγαση, η υπερκόπωση και πολλές φορές η εγκληματική αμέλεια, που έκανε να σπανίζη και η κινίνη. Οι αδυνατισμένοι από τις γενικές συνθήκες διαβίωσης και την ελονοσία οργανισμοί πάθαιναν φυματίωση, τον δε χειμώνα χιλιάδες ήσαν οι θάνατοι από πνευμονικά νοσήματα. Παιδιά σχεδόν δεν υπήρχαν στα χωριά. Πολλά δεν πρόφταιναν να γεννηθούν, άλλα με εξογκωμένες κοιλιές δεν πρόφταιναν να φθάσουν στην σχολική ηλικία και τα έπαιρνε ο χάρος».
Το κύριο βάρος της ιατρικής περίθαλψης των προσφύγων ανέλαβε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, που απέστειλε στο Κιλκίς ένα γιατρό, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην πόλη μας την 1η Απριλίου του 1921. Στις αρχές Ιουνίου αυτής της χρονιάς εμφανίστηκαν σε όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς επιδημίες ελονοσίας, εντερίτιδας και τύφου, οι οποίες γρήγορα έλαβαν οξεία και θανατηφόρο μορφή. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, με εντολή του Κεντρικού Συμβουλίου του Ερυθρού Σταυρού, στάλθηκαν στο Κιλκίς δυο ακόμη ιατροί για να βοηθήσουν τους ασθενείς. Σημαντικότατη ήταν και η συνδρομή της Αμερικάνικης Επιτροπής Περίθαλψης, η οποία, μόλις εμφανίστηκαν οι επιδημίες ίδρυσε στο Κιλκίς νοσοκομείο 60 κλινών και μόνιμο κινητό ιατρείο σε αυτοκίνητο.
Το νοσοκομείο αυτό στεγαζόταν σε ένα από τα παλιά κτήρια των τούρκικων στρατώνων, που βρίσκονταν στη σημερινή πλατεία Ειρήνης. Σύμφωνα με τον Κώστα Γαβριηλίδη ήταν «ένα άθλιο οίκημα, με σάπια σχεδόν πατώματα, όμως με αρκετό αριθμό και ευρυχωρία δωμάτια, μέσα στα οποία χωρούσαν με άνεση πενήντα και πλέον κρεβάτια. Δεν υπήρχε κανένα εργαστηριακό και επιστημονικό μέσον για τις απαραίτητες εξετάσεις και παρατηρήσεις. Κάθε Σάββατο ημέρα βδομαδιάτικης αγοράς, η κίνηση όξω από το νοσοκομείο έπαιρνε εξαιρετική ζωηρότητα. Απ’ όλη την περιοχή κατέβαιναν οι άρρωστοι φορτωμένοι πάνω σε βοδάμαξα και γέμιζαν το χώρο μπροστά στο νοσοκομείο». Η Αμερικάνικη αποστολή αντιμετώπισε μεθοδικά και δραστήρια τις επιδημίες παρέχοντας τα αναγκαία φάρμακα, τα οποία η υγειονομική υπηρεσία αδυνατούσε να χορηγήσει και χωρίς τη βοήθεια της πολλοί από τους πρόσφυγες δεν θα είχαν σωθεί.
Η συμβολή των γιατρών στην προσπάθεια βελτίωσης της υγείας του πληθυσμού, παρά την έλλειψη διαγνωστικών και θεραπευτικών μέσων, υπήρξε τεράστια. Από τους τρεις γιατρούς του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού ο Ιωάννης Σωτηριάδης συνδιεύθυνε το νοσοκομείο της Αμερικανικής αποστολής, ενώ ο Γεώργιος Κοσμίδης είχε αναλάβει τη διεύθυνση του υπό ίδρυση νοσοκομείου 40 κλινών που θα στεγαζόταν στο δημοτικό σχολείο. Ταυτόχρονα εκτελούσε και την υπηρεσία του ιατρείου προσφύγων. Ο τρίτος γιατρός επισκέπτονταν τους ασθενείς των χωριών και επέβλεπε την εργασία των ιατρικών βοηθών που είχαν εγκατασταθεί σε αυτά. Οι βοηθοί αυτοί, που παρείχαν ιατρική βοήθεια με την επίβλεψη των γιατρών, ήταν τελειόφοιτοι της ιατρικής, Ρώσοι ή πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει και στα θεραπευτήρια της Καλαμαριάς. Στα τέλη του 1921 οι γιατροί που υπηρετούσαν στην υποδιοίκηση Κιλκίς είχαν γίνει τέσσερεις.
Μέχρι τα μέσα Αυγούστου το νοσοκομείο προσφύγων Κιλκίς, την ίδρυση του οποίου είχε αποφασίσει προ διμήνου η κυβέρνηση, δεν είχε αρχίσει ακόμη τη λειτουργία του, καθώς είχαν τοποθετηθεί οι κλίνες αλλά δεν είχε σταλεί ούτε προσωπικό ούτε τα αναγκαία είδη. Έτσι, βαρύτατα ασθενούντες που κατέβαιναν από τα χωριά στο Κιλκίς για νοσηλεία αποπέμπονταν, καθώς το Αμερικάνικο νοσοκομείο ήταν υπερπλήρες και αδυνατούσε να τους εξυπηρετήσει.
Το 1923 η Αμερικάνικη Επιτροπή Περίθαλψης παρέδωσε το Προσφυγικό Νοσοκομείο στο ελληνικό κράτος.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1927 η πληροφορία για επικείμενο κλείσιμο του νοσοκομείου αναστάτωσε τους πρόσφυγες του Κιλκίς. Το νοσοκομείο αυτό, παρά τις ελλείψεις του, ήταν το μοναδικό μέρος όπου μπορούσε να βρει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και θεραπεία ο προσφυγικός κόσμος. Ο κεντρικός σύλλογος Καυκασίων πληροφορούμενος την είδηση της κατάργησης του προσφυγικού αντέδρασε άμεσα, αποστέλλοντας τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στον υπουργό Πρόνοιας και στους βουλευτές Ευθυμιάδη, Ιασωνίδη και Τηλικίδη. Υπουργός Πρόνοιας ήταν ο Μιχαήλ Κύρκος που πριν ένα μήνα είχε επισκεφθεί το Κιλκίς υποσχόμενος λαγούς με πετραχήλια. Τότε δεν είχε πει λέξη για το κλείσιμο του νοσοκομείου αλλά τώρα η διαταγή του ήταν ρητή: ο διευθυντής διατάσσονταν μετά την παρέλευση συγκεκριμένης προθεσμίας να διακόψει τη λειτουργία του νοσοκομείου, να διώξει τους ασθενείς και να παραδώσει το νοσοκομειακό υλικό σε επιτροπές του υπουργείου. Ο υπουργός δικαιολόγησε την απόφαση του ισχυριζόμενος ότι έτσι θα ενισχύονταν το Κεντρικό προσφυγικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Η κοινότητα Κιλκίς προσπάθησε να αντιδράσει κινητοποιώντας όλους τους φορείς της πόλης και της περιφέρειας. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της, στην συμμετείχαν πρόεδροι κοινοτήτων, οι γιατροί του νοσοκομείου, αντιπρόσωποι κοινοτήτων και παράγοντες του Κιλκίς, αποφασίστηκε να εκφραστεί έντονη διαμαρτυρία στην κυβέρνηση και να ζητηθεί ανάκληση της απαράδεκτης υπουργικής απόφασης. Εκείνος όμως που σήκωσε το βάρος του αγώνα για τη σωτηρία του νοσοκομείου ήταν ο νεοσύστατος Σύνδεσμος Κοινοτήτων Περιφερείας Κιλκίς. Ο πρόεδρος του Κώστας Γαβριηλίδης περιέγραψε την αγωνιώδη αυτή προσπάθεια: «Αποστείλαμε έντονη διαμαρτυρία στη Βουλή, στους αρχηγούς των κομμάτων, στους βουλευτές του Νομού Θεσσαλονίκης και ζητούσαμε την ακύρωση ή την αναστολή της εκτέλεσης της διαταγής αυτής που καταδίκαζε σε αφανισμό ολόκληρη προσφυγική περιοχή με εκατό και πλέον χωριά. Προκαλέσαμε παρόμοιες διαμαρτυρίες σ’ όλα τα χωριά και στα διάφορα σωματεία της πόλης. Ζητήσαμε τη συμπαράσταση του μητροπολίτη, της ΕΤΕ και όλων των πολιτικών, στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών. Παράλληλα με τις παραπάνω ενέργειες αποταθήκαμε πριν απ’ όλα στους γιατρούς του Νοσοκομείου που με μεγάλη προθυμία και ευχαρίστηση δέχτηκαν να μας βοηθήσουν σ’ όλες μας τις προσπάθειες και το κυριότερο δέχθηκαν να συνεχίσουν την εργασία τους στο νοσοκομείο έστω και χωρίς πληρωμή. Περιοδεύσαμε στις κοινότητες και σχεδόν σε όλα τα χωριά της περιφέρειας και ζητήσαμε να εκδηλώσουν με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον τους. Αμέριστη εκδηλώθηκε η προθυμία και το ενδιαφέρον του κόσμου. Τα ορεινά χωριά ανέλαβαν να τροφοδοτούν το νοσοκομείο με ξύλα. Οι τροφοδότες του νοσοκομείου σε κρέας, γάλα και ψωμί δέχθηκαν να συνεχίσουν την τροφοδοσία του νοσοκομείου με πίστωση. Στο πλευρό μας στάθηκε και μας βοήθησε υλικά και ηθικά η Ένωση Συνεταιρισμών. Τα κοινοτικά συμβούλια της περιοχής ψηφίζουν διάφορα ποσά για την ενίσχυση του νοσοκομείου. Οι διάφορες προσφυγικές επιτροπές αποφασίζουν να διαθέσουν για τον ίδιο σκοπό τα ποσά που προέρχονταν από την ενοικίαση των βοσκοτόπων».
Στα τέλη Σεπτεμβρίου ο υπουργός Πρόνοιας ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και δέχτηκε στο διοικητήριο επιτροπές που υπέβαλλαν διάφορα αιτήματα. Μεταξύ άλλων ζητήθηκε η τρίμηνη παράταση της κρατικής επιχορήγησης στο υπό κατάργηση νοσοκομείο Κιλκίς, μέχρι να μπορέσουν οι κοινότητες να αναλάβουν τη συντήρησή του.
Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα η αγωνία για τους αρρώστους του νοσοκομείου μεγάλωνε. Ο κόσμος του Κιλκίς ανταποκρίθηκε με προθυμία στις εκκλήσεις για οικονομική συνδρομή πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, που η συνεισφορά τους ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την οικονομική τους επιφάνεια. Ο Κώστας Γαβριηλίδης περιέγραψε την επίσκεψη που έκαναν με τον Ιωάννη Αφεντουλίδη στον πιο πλούσιο άνθρωπο του Κιλκίς, τον καπνέμπορο Νικόλαο Μοσκώφ, με τη συνδρομή του οποίου ευελπιστούσαν πως θα κατάφερνε το νοσοκομείο να λειτουργήσει την περίοδο των γιορτών: «Ξεκινώντας για το σπίτι του Μοσκώφ είχαμε και οι δυο μας σοβαρές ελπίδες. Υπολογίζαμε πως θα μας έδινε τουλάχιστον καμμιά δεκαριά χιλιάδες δραχμές. Τι ήταν για τον Μοσκώφ 10 χιλιάδες; Μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό των εκατομμυρίων που τα κέρδιζε από την εργασία και τον ιδρώτα των καπνοπαραγωγών. Υπολογίζαμε και στα φιλανθρωπικά του αισθήματα. Ο Ν. Μοσκώφ αποδείχτηκε σκληρός άνθρωπος, όπως είναι όλοι σχεδόν όσοι έχουν συγκεντρωμένο πλούτο στα χέρια τους. Προσπάθησε να μας πείσει πως έπρεπε να εγκαταλείψουμε την προσπάθειά μας αυτή. Πως η απόφαση της κυβέρνησης για την κατάργηση του νοσοκομείου είναι σωστή και πως οι άρρωστοι δεν έχουν παρά να μεταφερθούν στο Κεντρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Όταν φεύγαμε έδωσε στον Αφεντουλίδη χίλιες δραχμές. Η αγανάκτησή μας δεν είχε όρια».
Η τελική μάχη για τη σωτηρία του νοσοκομείου δόθηκε στην Αθήνα. Ο Κώστας Γαβριηλίδης συναντήθηκε στο υπουργείο Πρόνοιας με τον Κύρκο, που υποχώρησε μπροστά στο συγκινητικό αγώνα του κιλκισιώτικου λαού και ενέκρινε νοσήλια 20 δραχμών για κάθε ασθενή του Νοσοκομείου Συνδέσμου Κοινοτήτων, όπως είχε μετονομασθεί το προσφυγικό νοσοκομείο Κιλκίς. Μια μεγάλη μάχη είχε κερδηθεί.
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station