Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης
Στον πρόλογο του βιβλίου μου «ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ 1913-1940» σημείωνα: «Εκατό χρόνια μετά την απελευθέρωση του Κιλκίς, η ιστορία της πόλης μοιάζει με ανεξερεύνητη ήπειρο. Γνωρίζουμε το περίγραμμά της, έχουμε φθάσει μέχρι τις παρυφές της αλλά δεν έχουμε διεισδύσει στα άδυτά της». Αν αυτό ισχύει για την ιστορία του Κιλκίς στις αρχές του 20ου αι. σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ισχύει για την παλιότερη ιστορία της πόλης μας.
Πώς ήταν άραγε το Κιλκίς πριν από 200 χρόνια; Ποια ήταν η μορφή αυτού του οικισμού, που για την ετυμολογία της ονομασίας του δεν έχουμε ακόμη πειστικές απαντήσεις; Ποια ήταν η πολεοδομική του οργάνωση και ποια τα σημεία αναφοράς γύρω από τα οποία αρθρωνόταν τότε ο αστικός ιστός;
Σημαντικές πληροφορίες για το Κιλκίς στο 19ο αι. βρίσκουμε στο βιβλίο του Туше Влахов με τίτλο «Кукуш и неговото минало» που εκδόθηκε στη Σόφια το 1969. Δημοσιοποιώ για πρώτη φορά ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο αυτό, στη μετάφραση του οποίου με βοήθησε σημαντικά η κ. Ιωάννα Μουντζουρίδη, την οποία ευχαριστώ θερμά: «Η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα γύρω από το παλιό χωριό. Σύμφωνα με την παράδοση, το παλιό τμήμα της πόλης βρισκόταν γύρω από την εκκλησία «Αγία Παναγία» και το «Παλιό Πηγάδι» στην αγορά Balak (Ψαραγορά) και εκτεινόταν ανατολικά μέσω της αγοράς Tereke (Αγορά σιτηρών) και της αγοράς Un (Αλευραγορά) στο Πηγάδι του Γκεμιτζίεφ και την εκκλησία «Άγιος Αθανάσιος». Αυτή η εκκλησία ίσως να χτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα στην αυλή ενός Τούρκου που την παραχώρησε, όταν του είπαν ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος εμφανίζεται σε αυτήν. Στα δυτικά ο οικισμός έφθανε στα «Μεράτα» (πλατεία που ήταν η αρχή μέτρησης αποστάσεων) μια πλατεία όπου μέχρι πρόσφατα ήταν η αγορά βοοειδών. Υπήρχαν, επίσης, κοντά στη πλατεία τα παλιά εγκαταλελειμμένα νεκροταφεία.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η πόλη άρχισε να επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά κυρίως προς Νότο και δυτικά. Στο νότιο κάτω τμήμα της πόλης εγκαταστάθηκαν λίγοι Τούρκοι – οι μπέηδες των κοντινών αγροκτημάτων, αγρότες και υπάλληλοι. Στο νοτιοανατολική πλευρά κοντά στην βρύση του Μπλούτκοφ εγκαταστάθηκαν χωρικοί αλλοδαποί, οι περισσότεροι από τους οποίους καλλιεργούσαν τα τουρκικά χωράφια ως εργάτες γης. Στα δυτικά της «Μεράτα», είχε χτισθεί σταδιακά μια ολόκληρη γειτονιά, ο «Νέος μαχαλάς», κατοικημένη κυρίως από αγρότες που ήρθαν από άλλα χωριά».
Ας αποκωδικοποιήσουμε τα γραφόμενα του Влахов: Το Κιλκίς του 1820-30 θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί με τον γνωστό στο μουσουλμανικό κόσμο όρο «καζαμπάς» (kasaba), που υποδηλώνει έναν οικισμό αστικού τύπου, ο οποίος έχει ξεπεράσει το χωριό σε μέγεθος και σπουδαιότητα αλλά δεν έχει αποκτήσει ακόμη τις διαστάσεις και την εμφάνιση της πόλης. Στον οικισμό αυτό, που ο αρχικός πυρήνας του οριοθετείται στο βόρειο τμήμα της σημερινής πόλης, μοναδιαίο στοιχείο πολεοδομικής συγκρότησης αποτελούν οι μαχαλάδες που έχουν ως στοιχείο αναφοράς μια εκκλησία ή ένα τζαμί. Στις χριστιανικές συνοικίες τέτοια στοιχεία αναφοράς αποτελούν η εκκλησία της Παναγίας και η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στην ανατολική πλευρά του, ενώ αργότερα το Κιλκίς μεγεθύνεται προς Νότο μέχρι τη σημερινή πλατεία Ειρήνης, όπου βρέθηκαν ίχνη μουσουλμανικού νεκροταφείου όταν κατασκευαζόταν η πλατεία, και δυτικά προς το Νέο Μαχαλά, τη σημερινή περιοχή της εκκλησίας των Δεκαπέντε Μαρτύρων.
Η πιο παλιά εκκλησία ήταν της Παναγίας κτισμένη σε επαφή με τα απότομα βραχώδη πρανή κάτω από το σημερινό 2ο δημοτικό σχολείο. Την εκκλησία αυτή, που αποτεφρώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης του 1913, ο Γρηγόριος Σμιάρης στις χειρόγραφες σημειώσεις του λανθασμένα ονομάζει ως εκκλησία της αγίας Κυριακής αλλά την τοποθετεί σωστά «εις θέσιν της νυν οικίας Βασιλάκου και Χρυσάφη», δηλαδή επί της 21ης Ιουνίου στο ΟΤ154. (Δίπλα στο βιβλιοπωλείο Ψάλτου). Ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Βασιλάκος από το Ξυλόκαστρο της Κορινθίας, που στις αρχές της δεκαετίας του 1920 εγκαταστάθηκε στο Κιλκίς, είχε το γραφείο του δίπλα στο οδοντοϊατρείο του Αντωνίου Χρυσάφη και στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου του είχαν βρεθεί ταφόπλακες και οστά που μαρτυρούσαν την ύπαρξη νεκροταφείου στη θέση αυτή. Οι παλιοί Κιλκισιώτες, επίσης, θυμούνται την ύπαρξη μικρού ναϊδρίου, που είχε απομείνει από την παλιά εκκλησία, το οποίο οι περίοικοι στη δεκαετία του 1930 επισκέπτονταν για ν’ ανάψουν ένα κερί. Κοντά στην εκκλησία υπήρχε μια πηγή που το νερό της ανέβλυζε από το έδαφος και διοχετευόταν στην τούρκικη συνοικία σε κεντρικό σημείο της οποίας βρισκόταν η κρήνη του Αμπντήλ αγά.
Την ακριβή χρονολογία ανέγερσης των εκκλησιών αυτών βρίσκουμε σε αναφορά της βουλγάρικης κοινότητας Κιλκίς στον καϊμακάκη του Κιλκίς του 1898, όταν τις διεκδικούσε από την Ουνίτικη κοινότητα. Έτσι, παρουσίασε στοιχεία για την εκκλησία της Παναγίας που κτίστηκε το 1803, έδειξε φιρμάνι του 1833 με το οποίο δινόταν η άδεια για την ανέγερση της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου και ένα άλλο του 1856 που έδινε την άδεια να χτιστεί νέα εκκλησία στη θέση της παλιάς του Αγίου Αθανασίου, η οποία τελικά δεν κτίστηκε. Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου με την έλευση των Στρωμνιτσιωτών προσφύγων μετονομάσθηκε σε αγίου Δημητρίου, ονομασία που είχε η Μητρόπολη της Στρώμνιτσας.
Η μεγάλη πλατεία, η «Μεράτα», βρισκόταν στη συμβολή των σημερινών οδών 21ης Ιουνίου και Βενιζέλου και αποτυπώνεται μάλιστα στο ρυμοτομικό σχέδιο του 1916. Σύμφωνα με πληροφορίες του αείμνηστου Λύσανδρου Φάσσου η δενδρόφυτη πλατεία ονομαζόταν Ατ παζάρ και εξακολουθούσε στις αρχές του 20ου αι. να λειτουργεί ως ζωαγορά.
Για την εκκλησία του αγίου Γεωργίου που καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από την εκδικητική μανία των Τούρκων στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης (1828) και ξανακτίστηκε το 1833-35 έχω αναφερθεί λεπτομερώς σε προγενέστερο σημείωμα μου.
Σταματώ εδώ, διαβεβαιώνοντας σας πως η ιστορία του Κιλκίς τον 19ο αι. έχει πολλά και συναρπαστικά να μας αποκαλύψει για τις άγνωστες πτυχές της.
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station